Στο 24,4% διαμορφώθηκε το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα το δ’ τρίμηνο του 2015, με αποτέλεσμα σε μέσα επίπεδα για το 2015 να βρίσκεται στο 24,9%. Με τον αριθμό των ανέργων να ανέρχεται σε 1.174.658 άτομα, το ποσοστό τους αυξήθηκε από το 24% του γ’ τριμήνου 2015 και μειώθηκε από το 26,1% του δ’ τριμήνου 2014.
«Μελανά» ζητήματα παραμένουν τόσο ο υψηλός αριθμός των μακροχρόνια ανέργων (αναζητούν εις μάτην εργασία πάνω από ένα έτος) που ανέρχεται σε 872.771 άτομα (το 74,3% του συνόλου των ανέργων), όσο και το γεγονός ότι η ανεργία στους νέους έως 24 ετών διαμορφώνεται στο 49% και ειδικά για τις νέες γυναίκες φθάνει στο 54,3%.
Σύμφωνα με την τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ, ο αριθµός των ανέργων αυξήθηκε κατά 1,2% σε σχέση µε το γ’ τρίµηνο 2015 και µειώθηκε κατά 5,7% σε σχέση µε το δ’ τρίµηνο 2014.
Στις γυναίκες, το ποσοστό ανεργίας (28,4% το δ’ τρίμηνο 2015 από 29,6% το δ’ τρίμηνο 2014) παραμένει σημαντικά υψηλότερο από εκείνο των ανδρών (21,2% από 23,3%).
Ηλικιακά, το υψηλότερο ποσοστό καταγράφεται στις ομάδες 15-24 ετών (49% το δ΄ τρίμηνο 2015 από 51,5% το δ΄ τρίμηνο 2014) και 25- 29 ετών (37,4% από 41,1%). Ακολουθούν οι ηλικίες 30- 44 ετών (23,2% από 24,7%), 45- 64 ετών (19% από 19,3%) και 65 ετών και άνω (10% από 10,9%).
Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Δυτική Μακεδονία (32,2% το δ΄ τρίμηνο 2015 από 27,9% το δ΄ τρίμηνο 2014), η Δυτική Ελλάδα (28,9% από 27,8%) και η Θεσσαλία (28,6% από 25,8%). Ακολουθούν, η Κρήτη (26,5% από 25,3%), η Στερεά Ελλάδα (26,2% από 27%), η Κεντρική Μακεδονία (25,4% από 27,9%), η Ήπειρος (24,4% από 24,5%), η Αττική (24,2% από 26,8%), η Ανατολική Μακεδονία- Θράκη (22,7% από 24,4%), η Πελοπόννησος (19,9% από 23,4%), το Βόρειο Αιγαίο (16,6% από 20,5%), οι Ιόνιοι Νήσοι (16,4% από 21,2%) και το Νότιο Αιγαίο (11,4% από 16,9%).
Λαµβάνοντας υπόψη το επίπεδο εκπαίδευσης, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται σε όσους δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (45,6%). Τα χαµηλότερα ποσοστά παρατηρούνται σε όσους έχουν διδακτορικό ή µεταπτυχιακό τίτλο σπουδών (13,7%) και στους πτυχιούχους της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης (19,6%).
Από το σύνολο των ανέργων που αναζητούν µισθωτή απασχόληση, το 12,1% αναζητεί αποκλειστικά πλήρη απασχόληση, ενώ το 83,1% αναζητεί πλήρη αλλά, στην ανάγκη, είναι διατεθειµένο να εργαστεί και µε µερική απασχόληση. Τέλος, το 4,8% είτε αναζητεί µερική απασχόληση είτε δεν ενδιαφέρεται εάν θα βρει µερική ή πλήρη απασχόληση.
Ένα ποσοστό ανέργων (6,4%) απέρριψε, κατά τη διάρκεια του δ’ τριµήνου 2015, κάποια πρόταση ανάληψης εργασίας για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή: δεν εξυπηρετούσε ο τόπος εργασίας (31,5%), δεν εξυπηρετούσε το ωράριο εργασίας (18,4%), δεν ήταν ικανοποιητικές οι αποδοχές (13,2%).
Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν ανέρχεται στο 22,6% του συνόλου των ανέργων, ενώ οι µακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν εργασία από 12 µήνες και άνω, ανεξάρτητα από το εάν έχουν εργαστεί στο παρελθόν), αποτελούν αντίστοιχα το 74,3%.
Το ποσοστό ανεργίας των ατόµων µε ξένη υπηκοότητα είναι µεγαλύτερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων υπηκόων (30,8% έναντι 23,9%). Επίσης, το 71,3% των ξένων υπηκόων είναι οικονοµικά ενεργό, ποσοστό σηµαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων, το οποίο είναι 51,1%.
Όσον αφορά στην απασχόληση, το δ΄ τρίμηνο πέρυσι ο αριθµός των απασχολούµενων ανήλθε σε 3.641.682 άτοµα και η απασχόληση µειώθηκε κατά 0,8% σε σχέση µε το προηγούµενο τρίµηνο και αυξήθηκε κατά 3,0% σε σχέση µε το δ΄ τρίµηνο 2014.
Το δ΄ τρίµηνο πέρυσι βρήκαν απασχόληση 151.110 άτοµα, τα οποία δήλωσαν ότι ήταν άνεργα πριν από ένα έτος. Παράλληλα, 41.841 άτοµα µετακινήθηκαν από τον οικονοµικά µη ενεργό πληθυσµό σε θέσεις απασχόλησης. Αντίθετα, 111.421 άτοµα, τα οποία ένα χρόνο πριν ήταν
απασχολούµενα, σήµερα είναι άνεργα και άλλα 55.582 άτοµα που ήταν απασχολούµενα είναι πλέον οικονοµικά µη ενεργά. Επιπλέον, 111.733 άτοµα, που πριν ένα έτος ανήκαν στον οικονοµικά µη ενεργό πληθυσµό, εισήλθαν στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση αλλά είναι άνεργα.
Ανά τοµέα της οικονοµίας, παρατηρείται ότι στον πρωτογενή τοµέα υπάρχει µείωση 5,7% στον αριθµό των απασχολούµενων. Στον δευτερογενή τοµέα παρατηρείται αύξηση 2,5% και στον τριτογενή αύξηση 4,8%.
Το ποσοστό της µερικής απασχόλησης ανέρχεται στο 9,4% του συνόλου των απασχολουµένων. Από το υποσύνολο αυτό των εργαζοµένων, το 69,5% έκανε αυτή την επιλογή διότι δεν µπόρεσε να βρει πλήρη απασχόληση, το 6,8% για άλλους προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους, το 4,7% διότι εκπαιδεύεται, το 2,9% διότι φροντίζει µικρά παιδιά ή εξαρτώµενους ενήλικες και το 16% για διάφορους άλλους λόγους.
Το ποσοστό των µισθωτών, το οποίο εκτιµάται σε 65,7%, εξακολουθεί να είναι χαµηλότερο του µέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανέρχεται στο 83,5 του συνόλου των απασχολουµένων.