Στην υπόθεση της συμμορίας που λεηλατούσε με ποικίλους τρόπους τα φάρμακα των καρκινοπαθών, για να τα εξάγει και να τα «μοσχοπουλήσει» σε πολύ υψηλότερες τιμές, κυρίως στη Γερμανία, το μέγα θέμα δεν είναι η καταλήστευση εις βάρος του δημοσίου, των ασφαλιστικών φορέων, ασθενών. Η υπόθεση ξεφεύγει από τα πλαίσια ενός «οικονομικού εγκλήματος». Διότι δεν έπαιζαν απλώς με την τσέπη των καρκινοπαθών και των οικείων τους. Αλλά με την ίδια τη ζωή τους.
Μια από τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν τα μέλη της σπείρας, άνθρωποι που εργάζονταν σε δημόσια νοσοκομεία, ως γιατροί, νοσηλευτικό προσωπικό, βοηθοί φαρμακείου κλπ, ήταν η ακόλουθη: Αν σε κάποιον ασθενή –μιλάμε πάντα για καρκινοπαθείς- έπρεπε π.χ. να χορηγηθεί ένα φάρμακο σε δόση των 500 ml, …έκλεβαν τα τριακόσια ή ακόμη και τα τετρακόσια, και του χορηγούσαν μια δόση που ήταν κυριολεκτικώς «δώρον άδωρον». Στέλνοντας τον ατυχή συνάνθρωπο μας μια ώρα αρχύτερα στον θάνατο.
Πρόκειται δηλαδή για δολοφόνους κατά συρροήν. Και έτσι πρέπει να δικασθούν. Με ακόμη πιο άτεγκτη αντιμετώπιση εκείνων που ήσαν ταγμένοι να υπηρετούν τους καρκινοπαθείς, και τους δολοφονούσαν για να εισπράξουν ένα κέρδος που τους πρόσφερε περισσότερα υλικά αγαθά. Αυτούς με τις άσπρες μπλούζες, από τα χείλη των όποιων κρέμεται κάθε άνθρωπος που κτυπιέται από τον καρκίνο. Και οι οποίοι ατίμαζαν την ιδιότητα τους.
Είναι εύκολο να πει κανείς ότι το κείμενο αυτό είναι απλώς το ξέσπασμα ενός ανθρώπου που του έλαχε να του κτυπήσει και αυτού την πόρτα ο καρκίνος. Αλλά δεν πρόκειται περί αυτού. Διότι, στην περίπτωση μου, μπορεί να γνώρισα την αθλιότητα της αποδιοργάνωσης, τις μέρες που νοσηλεύθηκα στον «Ευαγγελισμό», να έφθασα πράγματι στις πύλες του Άδου στις 17 Αυγούστου του 2016, αλλά στη συνέχεια άλλες «άσπρες μπλούζες», σε άλλο νοσηλευτήριο, μου χάρισαν την παράταση ζωής.
Εδώ καταγράφεται ο θυμός κάθε απλού ανθρώπου, που δυσκολεύεται να πιστέψει ότι υπάρχουν «άσπρες μπλούζες», μέλη μιας συμμορίας, που σκότωναν εν ψυχρώ συνανθρώπους μας, για να εισπράξουν ένα μερίδιο από τα κέρδη αυτής της επιχείρησης. Και η οργή και η θλίψη όλων εκείνων που έχασαν τους ανθρώπους τους. Και δεν πρόκειται να δικαιωθούν ποτέ. Ιδίως όταν είναι βέβαιο, ότι αυτοί οι εν ψυχρώ δολοφόνοι, όσο και αν δικασθούν, συντόμως θα είναι ελεύθεροι.
Γ. Π. ΜΑΣΣΑΒΕΤΑΣ