«Ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με. . .», Π. Β. Πάσχου, ποιήματα, ἐκδόσεις ΠΑΡΡΗΣΙΑ, Ἀθήνα, 2017

7 Min Read

Ποιητὴς τῆς μικρῆς φόρμας – κανένα ποίημα στὴν παροῦσα συλλογὴ δὲν ξεπερνᾶ τὴ σελίδα -, ὁ Π. Β. Πάσχος καταφέρνει καὶ συμπυκνώνει σὲ ὀλιγόστιχα σύνολα τὴ βιωματική του ἐμπειρία· κατάκτηση ποὺ προϋποθέτει χάρη καὶ ἄσκηση. Δὲν εἶναι τυχαία ἡ παρουσία στὸ ἔργο του τόσων ποιημάτων γιὰ τὸν ποιητὴ καὶ τὴν ποιητικὴ τέχνη. Ἀρκεῖ κάποιο ἐρέθισμα σχετικὸ, γιὰ νὰ κινητοποιήσει τὴ σύμφυτη αὐτὴ ἰδιότητά του, καὶ νὰ ἀπαιτήσει τὴν ἀποτύπωσή της. Ἡ λεγόμενη βάσανος τῆς γραφῆς ἀποτελεῖ γι αὐτὸν, ἄλλοτε, μιὰν ἄλλη εὐτυχία, ἄλλοτε ἕνα σωτήριο κρησφύγετο, κάποτε ματωμένο φῶς ἤ καὶ κάτι ἀνείπωτο, ἀφοῦ, συχνά, ἡ γλώσσα δὲν ἐπαρκεῖ νὰ τὸ ἐκφράσει, λείπουν οἱ λέξεις. Τὸ μόνο σίγουρο εἶναι ὅτι ὁ Πάσχος γράφει τὴν ψυχή του, ἀπὸ ἐκεῖ ἀναδύεται ἡ ποιητικὴ μορφή:
Μέσα ἀπὸ τὴ σπηλιὰ τοῦ στήθους
σὲ νιώθω ἀναρριχώμενη
ποιητικὴ μορφὴ, καὶ ψάχνεις
ἕνα λευκὸ χαρτὶ ν’ἁπλώσεις
τὴν ὕπαρξή σου, ἡλιόλουστη.( ΨΑΧΝΕΙΣ)

Βασικὸς λοιπὸν ἄξονας τοῦ βιβλίου εἶναι ἡ ποιητικὴ ἐμπειρία, κατατεθειμένη μὲ φωνὴ αὐθεντική, ὅπως αὐθεντικὸς εἶναι καὶ ὁ δημιουργὸς Πάσχος, μὲ 18, δόξα τῷ Θεῷ, ὣς τώρα συλλογὲς, παράλληλες μὲ τόσες ἄλλες ἀξιολογότατες ἐργασίες του.
Ἑνας ἄλλος ἄξονας ποὺ διαπερνᾶ, ἐξ ἄλλου, ὅλη τὴν ποίησή του εἶναι ἡ φύση σ’ὅλες τὶς εκφάνσεις της, ὅπως τὴν βίωσε μικρός, καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τὴν βιώνει ὣς τὴν ὥριμη ἡλικία. Ὁ λόγος, ὅτι πατρίδα τῆς ποίησης εἶναι ἡ παιδική μας ἡλικία, στὴν περίπτωση τοῦ Πάσχου ἐπαληθεύεται. Ἕνας ἀθεράπευτος νόστος γιὰ τὰ βουνά, τὰ βοσκοτόπια τῆς μνήμης, τὶς ἐρημικὲς πλαγιές, τὴν παλιὰ ζωή διατρέχει τοὺς στίχους του, καθὼς, παιδόπουλο, ἔβοσκε τὰ ζῶα τῆς οἰκογένειας σὲ δύσκολους καιροὺς. Καὶ τί δὲν θά’δινε νὰ βρεθεῖ στὴ μικρὴ κοινότητα ποὺ μεγάλωσε, νὰ ξαναζήσει ἕνα πανηγύρι, νὰ χαρεῖ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ὀλιγάρκεια. Ὡστόσο, ξέρει: Τώρα, ἐκεῖ, κατοικεῖ ἡ ἀπουσία – μνησιπήμων πόνος . . .

-2 –
Σὲ ἄλλα ποιήματα, κυριολεκτικά, δοξάζεται ὁ φυτικὸς καὶ ζωϊκὸς κόσμος. Ἀρκεῖ μιὰ ὀσμή, ἕνα πέταγμα, γιὰ νὰ γεμίσει ὁ τόπος φλισκούνι καὶ θυμάρι, κοτσύφια, περιστέρια, τρυγόνια – ὄντα πανάγια, σκάλες γιὰ τὴν οὐράνια πατρίδα:
Σὲ λίγο, ἀνάλαφρο ἀεράκι ἔφερε ἀπὸ μακριὰ ἕν ἄρωμα
ἀπὸ ξερὸ θυμάρι καὶ φλισκούνι. Κάνω τὸ σταυρό μου
σὰ ν’ἄκουσα καμπάνες μυστικὲς ἀπὸ κρυφὸ ξωκκλήσι. (ΟΠΩΣ ΑΛΛΟΤΕ)
*
Ἔλα γεράκι μου
καὶ μὲ τὰ φτερά σου τὰ μεγάλα σκέπασέ με
νὰ ζεσταθῶ, νὰ μὴ χαθῶ στὴν ἄλλη Θύελλα. ( ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ)

Κι ἐνῶ δέντρα, μυριστικά φυτά, πουλιά, βουνὰ καὶ στρουγκολίθια συνιστοῦν ἀληθινὸ παράδεισο, οἱ ἄνθρωποι προκαλοῦν στὸν ποιητὴ ὀδύνη, φόβο ἤ καὶ ἀπογοήτευση:
Περισσότερο ἀπὸ τὸ νέφος καὶ τὴν κάπνα
τῶν τροχοφόρων, τρέμω τὴν κατάμαυρη
ἀνάσα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς ὁμιλίες τους. (ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟ)
Οἱ στίχοι ἀνακαλοῦν ἐκείνους τοῦ Καρυωτάκη: Ρίξε τὸ ὅπλο καὶ πέσε πρηνὴς ὅταν ἀκούσεις ἀνθρώπους.
Κάποιοι πάλι ἄνθρωποι ἀγγίζουν βαθιὰ τὴν ὕπαρξή του, καὶ ἡ ἀπουσία ἤ ἡ παρουσία τους τὸν συνέχει. Σ’αὐτοὺς ἀφιερώνει τρυφερὰ ποιήματα, ὅπως στὸν γέροντα τῶν Καλησίων, σὲ φίλους τῆς καρδιᾶς, στὰ καλογεράκια πού’γραφαν στὰ κρύα καὶ ὑγρὰ κελιά τους, στοὺς ἀγαπημένους του. Στίχοι γλυκύτατοι θωπεύουν τὴ μορφὴ τῆς μάνας, τοῦ πατέρα, τῆς Βάσως, πολύτιμης συντρόφου του, στὴν ὁποία ἀφιερώνει τὴ συλλογή.
Ἐνίοτε, τύψεις καὶ ἐνοχὲς βαραίνουν τὸν στίχο. Εἶναι οἱ στιγμὲς ποὺ ὁ ἄνθρωπος Πάσχος ἐπιθυμεῖ τὸν καθαρμὸ τῆς ψυχῆς, καὶ ἀπευθύνεται μὲ ταπεινότητα καὶ μετάνοια στὸν δημιουργό του. Εἶναι τότε, ποὺ τὰ ποιήματα
-3 –
γίνονται προσευχές, ὕμνοι, μεγαλυνάρια, ψαλμοί – ἰδίως ὁ πεντηκοστός, ποὺ διαποτίζει στάγδην τὸ ποιητικὸ σῶμα. Θά ‘λεγε κανεὶς πὼς ὁ ποιητὴς, σὲ σχέση τέκνου πρὸς πατέρα, γυρεύει ἀπεγνωσμένα τὴ θεϊκὴ ἀγκαλιά.

Μονάχα σ’ὄνειρο μέσ’στὸ Θεό μου βρίσκομαι
κ’ Ἐκεῖνος μέσα μου. (ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΑΣ)

Γνήσιος τεχνίτης ὁ Πάσχος – δὲν ἀφήνει τίποτε στὴν τύχη του. Μεριμνᾶ, πρῶτα-πρῶτα, γιὰ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ βιώματος. Γι αὐτὸ χειρίζεται τὸ ὑλικό του μὲ σεβασμό, ἐπιλέγει τὴν κατάλληλη λέξη, τὰ ἐκφραστικά του μέσα ὑπηρετοῦν μὲ συνέπεια τὶς ἐσωτερικὲς δονήσεις του, δὲν κενολογεῖ, δὲν κραυγάζει, δὲ ναρκισσεύεται. Τοῦ ἀρκεῖ νὰ ἐκφράσει τὴν ἀλήθεια του, μὲ ὅση γίνεται ἀμεσότητα καὶ εἰλικρίνεια. Γι αὐτὸ καὶ πείθει τὸν ἀναγνώστη, τοῦ μετακενώνει τὴ νήφουσα, συχνά, διάθεσή του. Ἕνα ποίημα τοῦ Πάσχου πραΰνει τὸν ἔσω κόσμο μας, τὸν γαληνεύει, γιατί, ὡς ποιητικὸ ὑποκείμενο, ἀποφεύγει τὴν ἄσκοπη ρητορία, θεολογεῖ βρεφικὰ, δὲ θρησκεύεται, δὲν ἐπιδιώκει τὴ ρηχὴ ὑψιπέτεια· ἀντιθέτως, πασχίζει, μὲ τὴν ταπεινὴ τέχνη του, νὰ βρεθεῖ σὲ ἁρμονία μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο, μὲ τὸν Κύριο καὶ Θεό του τελικά:

Χρόνια καμάρωνα τὰ πλούτη καὶ τὴ δόξα,
καὶ χόρταινα μὲ τὰ χειροκροτήματα τῶν ἄλλων·
τώρα ὅμως νιώθω πὼς ἐπάνω ἀπ’ὅλα
μοῦ γνέφει μυστικὰ βασιλικὴ μιὰ Θύρα,
καλώντας με στὸ Σῶμα καὶ στὸ αἷμα τοῦ Κυρίου,
νὰ βρῶ τὸ ποὺ ἔχασα μαργαριτάρι – κακὸς ἔμπορος –
καὶ πιὰ νὰ μὴν ἀφήσω ἄλλο πετράδι νὰ μοῦ κλέψει
τὸν πλοῦτο ποὺ μοῦ χάρισε ἡ μετάνοια! ( ΚΑΚΟΣ ΕΜΠΟΡΟΣ)

-4 –
Φορές, ἡ ἔμπνευση τοῦ ἐπιβάλλει νὰ ἐκφραστεῖ μὲ τρόπους τῆς παραδοσιακῆς ποίησης, ρίμες καὶ σονέττα, ὄχι αὐστηρῆς φόρμας, χαλαρῆς. Τὰ καταφέρνει, ἐπιδεξίως μάλιστα. Προσωπικά, προτιμῶ τὸν Πάσχο τοῦ ἐλεύθερου στίχου.
Ἡ ποιητικὴ συλλογὴ τοῦ Π. Β. Π., μὲ τὸν ἐνδεικτικὸ τίτλο Ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με, ἀποτελεῖ συνέχεια μιᾶς εὔφορης ποιητικῆς πορείας, σταθερῆς σὲ ποιότητα, ἕνα πανηγύρι αἰσθήσεων στὸ ὁποῖο χοροκοποῦν εἰκόνες καὶ ἀρώματα, γεύσεις καὶ ἀκούσματα, μνῆμες κατακυρωτικὲς μιᾶς ὕπαρξης ποὺ ἐν θλίψει δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι ἡ ζωή, μ’ὅλες τὶς δυσκολίες της, ἀποτελεῖ συγκλονιστικὴ περιπέτεια, ἐρωτικὴ πρόκληση ἄφατου σθένους, πλατύνει τὸ εἶναι μας πρὸς στὸ Ἀπροσμέτρητο, ὅπου καὶ ψιχίο του ἡ ποίηση:
Γι αὐτὸ γράφουμε, πιστεύοντας
στὸ φῶς τῆς Ἄλλης Μέρας, ὅπου ζοῦν καὶ ἀναπνέουν
νεκροὶ καὶ ζῶντες, ἐπεκτείνοντας τὴν ἤρεμη
ματιά τους μέσ’ἀπὸ τοὺς στίχους στὸν αἰῶνα! (ΕΠΕΚΤΕΙΝΟΝΤΑΣ).
Μαρία Μαρκαντωνάτου

Μοιραστείτε την είδηση