Ο θείος μου ο Μήτσος, ο πρωτότοκος γιος του παππού μου Αντώνη ήταν πρόσκοπος. Και ο φίλος του ο Βασίλης Ματιάκης, αργότερα δήμαρχος Κοζάνης, ήταν πρόσκοπος. Στα χρόνια του μεσοπόλεμου η συμμετοχή στις δραστηριότητες των προσκόπων ήταν μια διέξοδος για την εξωσχολική απασχόληση. Αλλά και στα χρόνια μου, ως μαθητή του δημοτικού, έτσι ήταν.
Μαθητής του δημοτικού 5ης και 6ης τάξης, αν θυμάμαι καλά, πρωτοπήγα στα λυκόπουλα. Η ομάδα προσκόπων και η αγέλη των λυκόπουλων στεγαζόταν στο παλιό διώροφο κτίριο που βρισκόταν στη δυτική πλευρά της πλατείας Τρίγωνο.
Στον όροφο του κτιρίου ήταν η ομάδα των προσκόπων με αρχηγό, αν θυμάμαι καλά, τον Γκατζόφλια. Ακόμη θυμάμαι τον Παντούλη, αργότερα μετανάστευσε στη Γαλλία, τον Χριστόδουλο Χριστοδούλου και τον Ακέλα μας, που ήταν Βοηθός Φαρμακοποιού στο φαρμακείο του Γκίμπα.
Καθόμασταν σε κούτσουρα που ήταν γύρω-γύρω στην αίθουσα της ομάδας. Μάθαμε πως τον αρχηγό μας τον αποκαλούσαν Πινέζα, ήταν κοντός και μικρόσωμος. Μας επέστησαν την προσοχή να μην παρασυρθούμε και το πούμε αυτό στον ίδιο. Κάποιος «νέους» όταν ρωτήθηκε ποιος είναι ο Αρχηγός του, απάντησε: «Ο κύριος Πινέζας».
Το πρώτο πράγμα που μάθαμε ήταν το: «Ακέλα, πάντα πρόθυμοι για το καλό. Πάντα, πάντα, πάντα; Ναι πάντα, πάντα, πάντα!».
Ο Χριστόδουλος συνήθιζε να μας αποκαλεί περιπαικτικά «ντάρες». (Η λέξη ντάρα είναι ιταλική και σημαίνει σκουπίδι, απόρριμμα αλλά και απόβαρο).
«Ντάρες, έλατι για καθίστε κάτω» ντάρες εκείνο, ντάρες το άλλο. Το επαναλάμβανε τόσο συχνά που του έμεινε το παρατσούκλι ο Ντάρης.
Κάτω στο ισόγειο ήταν το εντευκτήριο του Ολυμπιακού. Εκεί διαφέντευε το χώρο ο Γιάννης ο Τσιμπέρης, κοντός και χονδρός. Τις Κυριακές έμπαινε με την ποδοσφαιρική ομάδα του Ολυμπιακού στον αγωνιστικό χώρο, κρατώντας το κασελάκι των πρώτων βοηθειών. Καθόταν στο πάγκο μαζί με τον Καραπατή, τον προπονητή της ομάδας.
Παίζαμε ποδοσφαιράκι εκεί. Μια δραχμή έπρεπε να ρίξουμε στη σχισμή στο πλάι, να τραβήξουμε τον μοχλό για να κατέβουν τα πέντε μπαλάκια. Και στο καφενείο του Παπαγεωργίου απέναντι από την Εθνική Τράπεζα παίζαμε ποδοσφαιράκι. Εκεί ήταν το εντευκτήριο του Μακεδονικού.
Αιώνιοι αντίπαλοι Μακεδονικός και Ολυμπιακός.
Μετρούσαμε ποια ομάδα έχει τα περισσότερα κύπελλα στις προθήκες της. Εγώ υποστήριζα τον Μακεδονικό. Η ταύτιση μας με την ομάδα ήταν κάτι μαγικό. Θαυμάζαμε του παίκτες, τον Τέλη το Διάφα, τον Τριανταφύλλου-Ρεντούζ’ι, τον Στραβού, ταχύτατο εξτρέμ, τον Κυράνο, τον Κυρατσού, τον Κουντουρά τον σκοτώστρα, το Σερέτη το σκληρό, το Λόλο το φούρναρη, τον Δεληβοριά, τον Τιάλιο, τον Παπακρασσά, τον Καλιανιώτη, τον Δήμου τον Άγγελο.
Θυμάμαι σε ένα αγώνα με την ομάδα των Ενόπλων Δυνάμεων και του Μακεδονικού, όλοι οι θεατές φωνάζαμε:
«Παπαϊωάννου δεν μπορείς, δεν μπορείς».
Ο Μίμης ο Παπαϊωάννου της ΑΕΚ έπαιζε με την Ενόπλων. Κάποια στιγμή ο Μίμης πήρε την μπάλα στο κέντρο και τραβάει ένα μακρινό σουτ, είχε δει τον Άγγελο εκτός θέσης. Στο πλεκτό η μπάλα και εμείς όλοι σιωπήσαμε.
Μας του βούλουσιν!
⃰ Του Γιώργου Θ. Τζέλλου