Από μικρός ήμουνα λιχούδης. Σε αντίθεση με τον αδελφό μου τον Ντώνη, που τον είχε συνεχώς η Αλεξάνδρα από κοντά, εμένα μου έκρυβαν το φαγητό, τα γλυκά. Θυμάμαι το 1963, το χειμώνα, Ιανουάριο με Φεβρουάριο για 20 μέρες έγινε η μεγάλη απεργία των δασκάλων και καθηγητών. Το χιόνι ένα μέτρο στην Κοζάνη. Αναγκαστικά μέναμε στο σπίτι. Δεν χόρταινα ψωμί, σε σημείο που ο Ντώνης είπε «πάρτε τον από δω θα μας φάει όλο το ψωμί».
Ο Ντώνης ήταν δύσκολος και ιδιότροπος στο φαγητό. Η Αλεξάνδρα είχε εφεύρει πως έχει αδενοπάθεια και τον είχε συνεχώς στο έλα να φας. Κάθε απόγευμα έπρεπε να φάει το φρέσκο χτυπητό με ζάχαρη αυγό. Το είχα παράπονο, η Αλεξάνδρα μια φορά δεν με φώναξε και να πει «έλα παιδί μου σου ‘κάνα αυγό χτυπητό». Έμαθα, όμως, να το φτιάχνω μόνος μου.
Κάθε Σάββατο για ευκολία η Αλεξάνδρα μαγείρευε μακαρόνια σκέτα. Ένα Σάββατο λοιπόν κατέβηκα πρώτος από το δωμάτιο μας, που ήταν στον όροφο, για φαγητό. Με την πρώτη πιρουνιά κατάλαβα πως τα μακαρόνια ήταν με λάδι, αντί με φρέσκο βούτυρο που συνήθως τα έκαμε. Τότε έκανα τη πρόβλεψη φωναχτά «Ο Ντώνης δεν θα φάει σήμερα». Πραγματικά μετά από λίγο μετά την πρώτη μπουκιά πέταξα πέρα το πιρούνι λέγοντας «τι μακαρόνια είναι αυτά, με λάδι, δεν τρώγονται».
Η Αλεξάνδρα διακρινόταν στη μαγειρική και την ζαχαροπλαστική. Η γιαγιά η Βασίλω της είχε μάθει να φτιάχνει και πίτες. Άνοιγε το φύλο λεπτό με την διαδικασία που η Ματίνα Τσικριτζή και η Φάνη Φτάκα περιγράφουν στο βιβλίο τους «Γεύσεις από παλιά Κοζάνη». Άπλωναν τα φύλλα σε σεντόνια, στα κρεβάτια στο δωμάτιο δίπλα στην κουζίνα πριν τα βάλουν στο ταψί. Βάζοντας τα στο ταψί ένα-ένα τα περιέχυνε με λάδι που έριχνε με το κουτάλι της σούπας, αφού το βουτούσε όρθιο σε μια κατσαρολίτσα με λάδι. Σπανακόπιτα συνήθως έφτιαχνε, κρεατόπιτα μόνον την πρωτοχρονιά την βασιλόπιτα όπως την έλεγε. Αν περίσσευαν φύλλα τα έφτιανε κουλουριαστή με τριμμένο τυρί.
Η Αλεξάνδρα έφτιανε ωραία γλυκά όπως σαλιάρια, κουραμπιέδες με άχνη και ζεματιστούς μπακλαβά και κανταΐφι τις Απόκριες. Στηνόμουν στην ουρά για να πάρω το κανταΐφι σε ζυμάρι από τον Πήττα στο τέταρτο Δημοτικό. Αλλά και γλυκά κουταλιού έφτιαχνε με επιτυχία.
Στην γιορτή του Αγίου Αντωνίου έφτιανε το κέικ παρί και ζεματιστούς κουραμπιέδες. Γιόρταζαν παππούς και εγγονός. Τότε άνοιγε και το σαλόνι στον πρώτο όροφο με το επενδεδυμένο με πράσινο ύφασμα δαμάσκο και κουρτίνες από το ίδιο ύφασμα και ένα μεγάλο μπουφέ με καθρέπτη. Η δική μου γιορτή συνήθως περνούσε απαρατήρητη.
Ό,τι γλυκά περίσσευαν τα φύλαγε η Αλεξάνδρα, μη τυχόν έρθει καμμιά φιλενάδα μπακιά. Τότε άρχιζε για μένα το κυνήγι του θησαυρού, του γλυκού ήθελα να πω. Ήταν καταγεγραμμένα τα πιθανά σημεία, όπου τα έκρυβε από την λαίλαπα «Γούλης».Το κέικ παρί από καρύδια τριμμένα στην κάτω στρώση και αμύγδαλα τριμμένα επίσης στην πάνω στρώση με επικάλυψη από κομμένα με μαχαίρι αμύγδαλα κατά μήκος, ήταν γλυκό που τρωγόταν μια χαψιά. Οι κουραμπιέδες, όμως, σκέτη απόλαυση, τς έτρουγα με ρέγουλα!
∗ Του Γιώργου Θρασύβουλου Τζέλλου