Ένα Κοζανιτόπουλο* θυμάται: Η μοντέρνα Κοζάνη

2 Min Read

Κάπουτι κι άλλου υπήρξε εποχή στην Κοζάνη της δεκαετίας του ’60 που κάθε τι το ασυνήθιστο, το νεωτερικό, σχολιαζόταν έντονα από πολλούς συντοπίτες μου.

Η αφίσα για το χορό των προσκόπων που φιλοτέχνησα για να  αναρτηθεί σε κεντρικά σημεία της πόλης, όπως η βιτρίνα του εστιατόριου «Πατσώνα» σχολιάσθηκε.

- Advertisement -
Ad image
- Advertisement -
Ad image

Δεν χωρούσε να γράψω Μαρτίου και έγραψα Μάρτη. Ποιός είδε το Θεό και δεν φοβήθηκε.

Με ειδοποίησε ο αρχηγός μου ο Ζήσης ο Πίτσης άμεσα να την αποσύρω, να φτιάξω άλλη με τη λέξη Μαρτίου.

Θυμάμαι πήρα το θάρρος και πήγα στο γραφείο του εφόρου μας Γιάννη Χαλκιά για να απολογηθώ πως δεν είχα πολιτικής απόχρωσης σκοπό, αλλά μόνον καλλιτεχνικό. Ονομάτισα και τους σχολιαστές σιαμιαίους αδελφούς προσκόπους. Ο έφορος με καθησύχασε…

Και ο φίλος μου ο Δημήτρης υπέστη αυτό που σήμερα λεν μπούλινγκ.

Τουν είχιν -ως προυτουετή φοιτητή σ’ν Αθήνα, κατ’ άλλους η λέξη γράφιτι μι τρία ι φιτιτίς- ράψ’ι ου μπαμπάς ‘τ ένα κουστούμ’ι. Το σακάκι με διπλό σχίσιμο ένα δεξιά κι ένα αριστερά. Καμάρωνι ο Δημήτρης κατεβαίνοντας την Παύλου Χαρίση, δρόμος που βρίσκεται στας παρυφάς της συνοικίας Σκ’ρκας.

Οπότι ακούει ένα:  

–         Μπέκτσαιτ, Μπέκτσαιτ

Αυτό τότε εκλαμβάνονταν ως υπονοούμενο για την αρρενωπότητα του φέροντος. Δεν είπιν τίποτα ο Δημήτρης. Αλλά με πίκρα πήγιν στου σπίτ’ι κι δεν του ξαναφόρισιν του κουστούμ’ι.

Πέρασαν χρόνια και ήρθιν η μόδα τς ντισκουτέκ. Χριστούγεννα με παραμονή Πρωτοχρονιάς όλοι οι φοιτητές ερχόταν στην Κοζάνη.

Ένα βράδυ στο Ολύμπιον, τότι ήταν ντισκοτέκ, ο περί ου ο λόγος σκαρκιώτ’ς ρίχνουνταν στο ρυθμό του σέικ σ’ν πίστα.

Μπαίνουντας ο Δημήτρης με την παρέα του, τουν στάμπαριν κι πλησίασιν σ’ν πίστα. Και φωναχτά και δυνατά είπιν:

– Μπέκτσαιτ!

Όλα ιδώ πληρώνουντι είπιν στ’φίλοι ‘τα, όταν τουν ρώτσαν τι έπαθε κι φωνάζ’ι.

*Του Γιώργου Θ. Τζέλλου

Μοιραστείτε την είδηση