«Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. Κι επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Και η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη.Και η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
Και ο μπάρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, δια να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου».
Απόσπασμα από το διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη “Ο έρωτας στα χιόνια”.
Αφορμήν λαβών από το πιο πάνω απόσπασμα διηγήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ενεθυμήθην εικόνας αναλόγους της παιδικής μου ηλικίας.
Ήτο γείτονας μας, με τα παιδιά του, κόρη και γιό, παίζαμε καθημερινά στο αδιέξοδο στενάκι μπρός από το σπίτι τους.
Η μάνα των παιδιών και γυναίκα του απόλειπεν αυτούς ενωρίς. Όταν ήταν σχεδόν βρέφη. Η αδελφή της και ο παππούς ανέλαβαν να τα μεγαλώσουν. Και μεγάλωναν με αγάπη και τη φροντίδα του πατέρα τους. Αυτός κουβαλούσε τα απαραίτητα για το ζην.
Καραγωγέας και υπαίθριος πωλητής λαχανικών ο πατέρας. Δεν άντεξεν την απώλειαν και εύρισκεν παρηγορία στον οίνο.
Κι εμείς παιδιά αντικρίζαμε συχνά τον πατέρα να μονολογεί μεθυσμένος το απόγευμα, όταν πια ετελείωνε η δουλειά του και εφρόντιζεν το άλογο. Καθημερινή συντροφιά του πια, του απηύθυνε τον λόγον.
Στεκόταν μπροστά του και μονολογούσε. Λόγια πότε-πότε αυστηρά για το ντορή. Άλλοτε συμπονετικά.
Εικόνες ανεξίτηλες, δεν φεύγουν από το μνημονικό μου.
Στα τελευταία του χρόνια κοιμόταν δίπλα στο άλογο στο κρύο του Δεκέμβρη, στα χιόνια κάτω από το κάρο.
Ένα παλτό μαύρο ριγμένο στις πλάτες του και μια τραγιάσκα περήφανα φορεμένη και με τις μάλλινες κάλτσες του φορεμένες γκέτες, έκλειναν το παντελόνι μέσα τους.
Δεν ακολουθούσα τους συνομήλικους μου όταν τον πείραζαν και τον ξεφώνιζαν.
Στωικά ανεχόταν τα πειράγματα. Στωικά την μοίρα του υπέφερεν…
⃰ Του Γιώργου Θ. Τζέλλου