Η ΔΕΗ και το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας αυτή την περίοδο καταρτίζουν τη λίστα των μονάδων και των ορυχείων που θα διατεθούν προς πώληση στο πλαίσιο της συμφωνίας με τους εταίρους, που απορρέει και από την απόφαση του Ευρωπαικού Δικαστηρίου για κατάργηση του μονοπωλίου της ΔΕΗ στη λιγνίτικη παραγωγή.
Στόχος τους είναι να καταρτιστεί μέσα στον Ιούλιο η λίστα προκειμένιου να ακολουθήσει market test ως προς το επενδυτικό ενδιαφέρον για την αγορά των μονάδων. Από την άλλη πλευρά νέα δεδομένα για την πώληση του 40% των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ δημιουργεί η κατολίσθηση στο ορυχείο του Αμύνταιου και οι αναπόφευκτες επιπτώσεις που θα έχει αυτή στη διάρκεια ζωής του κοιτάσματος.
Η κατολίσθηση στο ορυχείο Αμύνταιου επηρεάζει εκ των πραγμάτων το μέγεθος του κοιτάσματος που είναι οικονομικά απολήψιμο όπως και το κόστος της εξόρυξης καθώς θα χρειαστεί η επισκευή ή ακόμη και η αγορά νέων εκσκαφέων που θα αντικαταστήσουν τους τέσσερις που έχουν υποστεί ζημιές. Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι αν το κοίτασμα που απομένει προς εκμετάλλευση δικαιολογεί την επένδυση για περιβαλοντική αναβάθμιση των μονάδων ή / και για πιθανή κατασκευή τρίτης μονάδας στον ΑΗΣ Αμυνταίου, σύμφωνα με συζητήσεις που έχουν γίνει στο παρελθόν χωρίς φυσικά να έχει ληφθεί σχετική απόφαση.
Το κόστος που επωμίζεται η ΔΕΗ, περιλαμβάνει τις ζημιές στο μηχανολογικό εξοπλισμό και την απώλεια μέρους του κοιτάσματος λιγνίτη, ενώ διευκρινίστηκε ότι το κόστος της απαλλοτρίωσης του οικισμού των Αναργύρων που εκκενώθηκε μετά την κατολίσθηση θα καλυφθεί από το Δημόσιο.
Οι (ηλικίας 30 ετών) δύο μονάδες του ΑΗΣ Αμυνταίου, ονομαστικής ισχύος 300 μεγαβάτ η κάθε μία έχουν τεθεί σε καθεστώς περιορισμένης λειτουργίας καθώς σε εφαρμογή της Κοινοτικής νομοθεσίας έχει τεθεί πλαφόν 17.000 ωρών στη λειτουργία τους κατά την περίοδο 2016-2023. Έτσι, η ΔΕΗ θέτει σε λειτουργία τις μονάδες μόνο κατά τη χειμερινή περίοδο, ώστε αφενός να καλύπτονται και οι ανάγκες τηλεθέρμανσης της περιοχής και αφετέρου να λειτουργούν στο μάξιμουμ της ισχύος τους καθώς οι ώρες «μετράνε» ανεξάρτητα από την ισχύ που αποδίδουν οι στρόβιλοι. Ήδη η ΔΕΗ διαβεβαιώνει ότι υπάρχουν επαρκή αποθέματα για τη λειτουργία των μονάδων ήδη από τον προσεχή χειμώνα, διασφαλίζοντας την τηλεθέρμανση των κατοίκων.
Εν τω μεταξύ η ζημία που υφίσταται η ΔΕΗ από την κατολίσθηση εκτιμάται ατύπως γύρω στα 200 εκατ. ευρώ, έρχεται όμως να προστεθεί σε σειρά επιβαρύνσεων που έχει επωμιστεί η επιχείρηση τα τελευταία χρόνια οι οποίες αποδίδονται στη διάρθρωση της αγοράς, σε νομοθετικές ρυθμίσεις, στην οικονομική κρίση, κ.α.
Ενδεικτικά, και σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΔΕΗ η επιβάρυνση από την εφαρμογή της νέας μεθοδολογίας κάλυψης των ελλειμμάτων του ειδικού λογαριασμού ανανεώσιμων πηγών εκτιμάται ότι θα υπερβεί τα 300 εκατ. ευρώ ως το τέλος του 2017, ο προσωρινός μηχανισμός αποζημίωσης ευελιξίας υπέρ ιδιωτών παραγωγών επιβάρυνε την επιχείρηση κατά 65 εκατ. ευρώ μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2017, ενώ οι δημοπρασίες λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής (ΝΟΜΕ) έχουν κοστίσει ως τώρα στον παραγωγικό κλάδο 30 εκατ. ευρώ και άλλα 46 – 50 εκατ. ευρώ εκτιμάται ότι θα είναι το κόστος ως το τέλος του 2017.
Επιπλέον απώλειες υφίσταται από τα ΝΟΜΕ και η εμπορία της ΔΕΗ από την απώλεια πελατών, που είναι ο στόχος των δημοπρασιών. Επίσης, στα 70 εκατ. ευρώ υπολογίζεται η επιβάρυνση από την ενεργειακή κρίση Δεκεμβρίου – Ιανουαρίου και στα προηγούμενα οι πιέσεις στη ρευστότητα από τους ανεξόφλητους λογαριασμούς, οι επισφάλειες από χρέη που δεν θα πληρωθούν, οι απώλειες από τις ρευματοκλοπές, η καθυστερημένη ανάκτηση του κόστους των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας που παρέχει η επιχείρηση «κατ΄ εντολήν» της Πολιτείας, καθώς υπάρχουν οφειλές από το 2013 αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ που δεν έχουν εκκαθαριστεί, κ.α.
ΑΠΕ ΜΠΕ