Πολλή θολούρα ακολούθησε τον θάνατο του νεαρού, που εισήλθε στο κοσμηματοπωλείο, όχι βεβαίως για να αγοράσει κάποιο κόσμημα, αλλά για άλλο λόγο.
Όταν χάνεται η ζωή ενός ανθρώπου, δεν μπορεί παρά να θλίβεσαι. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για έναν νέο. Ο οποίος εβίωνε καθημερινώς τον τραγικό δυισμό, να είναι από την μια ένα ανήσυχο μυαλό, και από την άλλη ένα σώμα αιχμάλωτο των εξαρτήσεων του. Τόσον ώστε η όποια προσωπικότητα να καθυποτάσσεται στις ορμές της εξάρτησης.
Οι εικόνες που είδαμε είναι πράγματι σκληρές. Και δίνουν το δικαίωμα, όχι μόνον στους φίλους του νεκρού, αλλά και στο ΚΙΝΑΛ να μιλούν για «νόμο του Λιντς». Μένει βεβαίως να αποδειχθεί αν το θύμα έχασε την ζωή του από τα κτυπήματα του καταστηματάρχη ή από αιμορραγία, καθώς «καρφώθηκε» στο υαλοστάσιο του καταστήματος. Και αν πράγματι, το μαχαίρι που βρέθηκε εντός του κοσμηματοπωλείου ήταν από το δικό του χέρι, οπότε καταρρίπτεται ο ισχυρισμός ότι μπήκε στο κατάστημα «για να προστατευθεί».
Όσοι όμως με περισσή ευκολία, αγιοποιούν το θύμα και επιδίδονται σε λεκτικό «λιντσάρισμα» του καταστηματάρχη, ως «δολοφόνου», ας κάνουν τον κόπο να βάλουν στην θέση του τον εαυτό τους, ή τον πατέρα τους. Πως αντιδρά ένας άνθρωπος που αγωνίσθηκε μια ζωή να κάνει μια επιχείρηση, σε μια τέτοια περίπτωση;
Στη γειτονιά μου, υπάρχει ένα κοσμηματοπωλείο, που δέχθηκε επίθεση. Όχι ενός αμφιβόλου σωματικής ρώμης εξαρτημένου ατόμου, αλλά ενός οπλισμένου με καλάσνικοφ. Ο ιδιοκτήτης αφού πάτησε ένα κουμπί που ενεργοποιούσε την ενδοεπικοινωνία με διπλανό κατάστημα, έκανε αυτό που δεν θα περίμενε κανείς από έναν άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας. Όρμησε επάνω σε εκείνον που κρατούσε το όπλο.
Η απρόσμενη αντίδραση του και το γεγονός ότι η διπλανή κυρία βγήκε και άρχισε να κραυγάζει, ενώ καλούσε με το κινητό την αστυνομία, έκαναν τον επίδοξο ληστή να φύγει άπρακτος. Όταν ρωτήθηκε, γιατί διακινδύνευσε την ίδια του τη ζωή, αντί να δώσει κάτι και να γλιτώσει, απάντησε: «Μια ζωή πάλευα να στήσω αυτή την επιχείρηση. Τώρα, λόγω κρίσης, η δουλειά έχει πέσει, αλλά οι υποχρεώσεις τρέχουν. Αν με λήστευε κιόλας, δεν που έμενε παρά να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα».
Η απελπισία του εξαρτημένου, κατανοητή. Η απόγνωση εκείνου που δέχεται την επίθεση, δεν επιδέχεται καμίας κατανοήσεως; Η απελπισία, ως κίνητρο, είναι μονοσήμαντη;