“Επιτρεπτές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου στον τομέα  ενέργειας στην Ελλάδα μετά την  συμφωνία COP28” του Ευστάθιου Χιώτη

12 Min Read

Με την ιστορική συμφωνία της Κλιματικής Συνόδου COP28 που ανακοινώθηκε στις 13/12/23 στο Dubai ορίζονται νέα ανώτερα όρια εκπομπών αερίων θερμοκηπίου με στόχο την κατάργηση μέχρι το 2050 του συνόλου των ορυκτών καυσίμων, άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη καθιερώσει αντίστοιχα όρια, τα οποία επιτρέπουν τη χρήση ορυκτών καυσίμων μέχρι το 2045 έως 2050 και εξετάζεται εδώ το νέο καθεστώς ειδικότερα για την Ελλάδα. Με βάση αναφοράς το έτος 2019 της νέας συμφωνίας, υπολογίζονται τα νέα επιτρεπόμενα όρια εκπομπών για την Ελλάδα μέχρι το 2035, τα οποία είναι παραπλήσια με αυτά της ΕΕ.

Τα νέα όρια COP28 επιτρέπουν τη συνεχή λειτουργία της νέας μονάδας Πτολεμαΐδα 5 μέχρι το 2035 με υποστήριξη σε ζώνες αιχμής από τις μονάδες Μελίτη 1, Αγίου Δημητρίου 5 και Μεγαλόπολης 4 σε εφεδρική βάση. Εν τούτοις, η σκοπιμότητα και οι όροι λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων δεν είναι απλή υπόθεση και χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση. Σε κάθε περίπτωση όμως η επίκληση a priori περιβαλλοντικών λόγων δεν δικαιολογεί μια νέα πρόωρη απολιγνιτοποίηση.

Το γενικότερο πλαίσιο ενεργειακής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Η ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική επηρεάστηκε αποφασιστικά από τη γερμανική πολιτική Ενεργειακής Μετάβασης (Energiewende) που σχεδιάστηκε επιφανειακά για την ικανοποίηση  «πράσινων», φιλικών προς το περιβάλλον λαϊκών διεκδικήσεων, αλλά με άδηλο άξονα τη διατήρηση του πλεονεκτήματος της γερμανικής βιομηχανίας. Η υστεροβουλία τροφοδοσίας με φθηνό φυσικό αέριο μέσω των αγωγών Nord Stream είναι διαφανής. Πολιτική υποκριτική που επιβαλλόταν στην «ανήμπορη» κυβέρνηση από την άκαμπτη βιομηχανία, όπως περιγράφηκε σε σχετικό άρθρο. Στο όνομα της Real Politik η Γερμανία εξασφάλισε προνομιακά φθηνό φυσικό αέριο, βασικό πλεονέκτημα της γερμανικής βιομηχανίας που στερείται σήμερα πλέον. 

Η Ενεργειακή Μετάβαση στοχοποίησε την πυρηνική ενέργεια, δικαιολογημένα κατά μια άποψη, αλλά με τα δεδομένα της παλιότερης γενιάς αντιδραστήρων, και άφησε τη Γερμανία έξω από την έρευνα της νέας γενιάς μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων(Small Modular Reactors),  κύρια ενεργειακή προοπτική της Γαλλίας. Επίσης, έβαλε στον άνθρακα χρονικά όρια ανοχής, λογικά θα έλεγα για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, που παραμένει όμως μεσοπρόθεσμα ως κύριο συστατικό στο ενεργειακό μείγμα της Γερμανίας. Επιπλέον, αγιοποίησε το φτηνό φυσικό αέριο ως καύσιμο μετάβασης, παραβλέποντας συστηματικά το γεγονός ότι επιταχύνει μεσοπρόθεσμα το φαινόμενο θερμοκηπίου, χειρότερα και από τον άνθρακα. 

Βασικά εργαλεία της πολιτικής αυτής είναι τα δικαιώματα εκπομπών και η χρηματιστηριακή λειτουργία της αγοράς ενέργειας. Ο επαχθής «φόρος» διοξειδίου του άνθρακα επιβλήθηκε στο πνεύμα της τιμωρητικής αντίληψης Scheuble και όχι ως οικονομικό εργαλείο χρηματοδότησης έρευνας και νέων επενδύσεων, ενώ η χρηματιστηριακή διαμόρφωση τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, με το Target Model, οδηγεί σε ακραία αποτελέσματα, υπερκέρδη στην ηλεκτρική παραγωγή και ακριβότερη κιλοβατώρα στην κατανάλωση, παρά τη διείσδυση των ΑΠΕ. 

    Ο κατακτητικός πόλεμος εις βάρος της Ουκρανίας και η αποτροπή έναρξης λειτουργίας του αγωγού Nord Stream ήταν η πρώτη μεγάλη ανατροπή που τραυμάτισε τη γερμανική βιομηχανία, σχεδιασμένη με βασική πρώτη ύλη  το φυσικό αέριο. Η συμμετοχή του στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ήταν και παραμένει σχετικά μικρή και οι επιπτώσεις αποσβέστηκαν εύκολα από τις ΑΠΕ. Η κρίση φυσικού αερίου έπληξε επίσης και τα νοικοκυριά με τη μακρά παράδοση θέρμανσης με φυσικό αέριο. Επακολούθησε η τρέχουσα υποχώρηση της βιομηχανίας και οικονομική ύφεση με αύξηση του πληθωρισμού. 

Η σταυροφορία να φθάσει η Ευρώπη πρώτη στην απαλλαγή από τα ορυκτά καύσιμα και στο μηδενισμό των εκπομπών θερμοκηπίου στηρίχθηκε στη Γερμανία σε υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις του απαιτούμενου χρόνου τεχνολογικής εξέλιξης, ιδιαίτερα στο υδρογόνο. Η συμβολή των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αποδείχθηκε εντυπωσιακή στην Ευρώπη, αλλά η στοχαστικότητα της απόδοσης κάνει απαραίτητη επί του παρόντος τη συμπληρωματική προσφυγή σε ορυκτά καύσιμα. 

Ο στόχος κατάργησης των ορυκτών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη μέχρι το 2035 φαίνεται εφικτός με την υπάρχουσα τεχνολογία. Εν τούτοις, στη βιομηχανία και την κίνηση απαιτούνται και αναπτύσσονται νέες τεχνολογίες που παίρνουν το χρόνο τους. Η ανάδειξη του υδρογόνου ως καυσίμου του μέλλοντος, λογικός ως στόχος, θα χρειαστεί μια δεκαετία τουλάχιστον για εμπορική εφαρμογή, ως τότε όμως η ηλεκτροκίνηση θα έχει αξιοσημείωτη διείσδυση. 

Η αμυντική πολιτική και η ενεργειακή έχουν κοινή αποστολή, να ανταπεξέλθουν στον πόλεμο η μία και στην ενεργειακή κρίση η άλλη. Αλλοίμονο, αν οι σχεδιασμοί  γινόντουσαν με βάση την ειρήνη ή την ενεργειακή κανονικότητα. Λένε για την ενεργειακή αγορά ότι επανήλθε πλέον στην κανονικότητα μετά την κρίση φυσικού αερίου, γιατί ομιλούν με τη λογική του επενδυτή που ενσωματώνει το υψηλότερο κόστος στα προϊόντα και ξεχνούν ότι η νέα κανονικότητα είναι ισορροπία σε δυσμενέστερο επίπεδο για τον καταναλωτή. 

Με τις συγκρούσεις και τις κρίσεις της εποχής μας, θεωρώ αυταπόδεικτο αξίωμα ότι τα διαλείμματα κανονικότητας είναι παρεμβολές μεταξύ κρίσεων. Ο μακροχρόνιος σχεδιασμός του ενεργειακού μείγματος και των αντίστοιχων επενδύσεων θα πρέπει να αντέξει στην επόμενη κρίση. Συμπερασματικά, μετά την εμπειρία που αποκτήθηκε από την ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική, τραυματική θα έλεγα, προέχει στο μέλλον να χαράξουμε εθνική πολιτική και η τρέχουσα αναθεώρηση του ΕΣΕΚ μας δίνει την ευκαιρία αυτή. 

Οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου στην Ελλάδα βάσει των οδηγιών της ΕΕ

Με δικαιολογημένη ικανοποίηση ο Πρωθυπουργός κύριος Μητσοτάκης επισήμανε στη σύνοδο  COP28  τη σημαντική μείωση στις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου στην Ελλάδα.  Αναφερόμενος στον ενεργειακό τομέα τόνισε ότι: “Έχουμε μειώσει τη χρήση άνθρακα κατά περισσότερο από 80%. Αναπτύσσουμε την οικονομία μας με πολύ ταχύτερο ρυθμό από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, μειώνοντας παράλληλα τις εκπομπές ρύπων. Συνολικά, οι εκπομπές μας έχουν μειωθεί κατά 43% από το 2005, καθώς στρεφόμαστε όλο και περισσότερο προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Πρόκειται για μια από τις καλύτερες επιδόσεις ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες».  Έχει δίκιο επί της ουσίας ο κύριος Πρωθυπουργός, αλλά οι αριθμοί που ανέφερε, μείωση δηλαδή μόνο κατά 43% από το 2005, δεν ήταν ακριβείς και αδικούν την Ελλάδα. 

Εικόνα 1. Η αναφορά του κυρίου Πρωθυπουργού στη μείωση εκπομπών. Dubai, Climate Conference COP28, Δεκέμβριος 2023.

Σε πρόσφατο άρθρο μου, με στοιχεία που παρέθεσα από την Ετήσια Εθνική Απογραφή Αερίων Θερμοκηπίου 1990-2021 του ΥΠΕΝ (Απρίλης 2023, σελίδα 120-121), τεκμηριώνεται ότι η μείωση στον τομέα της ενέργειας είναι ακόμη μεγαλύτερη,  63% με βάση το 2005. Δεν μπορώ να φανταστώ γιατί δεν έφθασε στον Πρωθυπουργό ακριβής ενημέρωση που θα ενίσχυε τις απόψεις του, γνωρίζω όμως ότι στην ΕΕ ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος είχε αξιολογήσει αντικειμενικά το προβάδισμα της Ελλάδας σε συγκριτική μελέτη. Μήνες πριν από την αναθεώρηση ΕΣΕΚ, σε έκδοση του Ιουλίου 2023, οι αναφορές στην Ελλάδα είναι κολακευτικές Στην Εικόνα 2, συγκριτικής αξιολόγησης των χωρών της ΕΕ,  η Ελλάδα  είναι μέσα στις πέντε πρώτες χώρες που προηγούνται στη μείωση των εκπομπών στην ηλεκτρική ενέργεια το 2022 σε σύγκριση με το 2005. 

  • Στον τομέα της ενέργειας η Ελλάδα έχει την Πέμπτη καλλίτερη θέση με μείωση εκπομπών 58%, με μέσο όρο των Ευρωπαϊκών χωρών 37% και τη Γερμανία ελαφρώς κάτω από το μέσο όρο.
  • Στον τομέα των μεταφορών, η Ελλάδα είναι στην έκτη θέση χάρις στις περικοπές εκπομπών στη διεθνή ναυτιλία. 
  • Στα κτίρια η Ελλάδα είναι στην πρώτη καλλίτερη θέση.
  • Στον τομέα της βιομηχανίας η Εσθονία, η Ελλάδα και η Βουλγαρία είχαν τις μεγαλύτερες μειώσεις εκπομπών.
  • Επισημαίνεται στην ΕΕ ότι με τα μέτρα που προτείνουν  τρία κράτη μέλη (Ελλάδα, Πορτογαλία και Σουηδία) προβλέπουν ότι θα ανταποκριθούν στους στόχους του 2030.

Εικόνα 2. Μείωση εκπομπών στον τομέα της ενέργειας των Ευρωπαϊκών χωρών το 2022 σε σχέση με το 2005. Πηγή Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος, Ιούλιος 2023.

Με αυτά τα συμπληρωματικά σχόλια θέλησα να ενισχύσω με δεδομένα της ΕΕ πλέον την άποψη που παρουσίασα στο προηγούμενο άρθρο, ότι: «Η Ελλάδα έχει το περιθώριο να συνεχίσει την καύση του εθνικού καυσίμου, του λιγνίτη, και μετά το 2030 και να είναι άνετα μέσα στον προβλεπόμενο από την ΕΕ  στόχο μείωσης εκπομπών στην ενέργεια».  Και το ζητούμενο προς στιγμή είναι, αν το συμπέρασμα αυτό ισχύει μετά την ιστορική συμφωνία στη Σύνοδο COP28.

Επιτρεπτές εκπομπές βάσει της συμφωνίας COP28

Η ιστορική συμφωνία Dubai -COP28 (Climate Conference COP28) που ανακοινώθηκε στις 13/12/23, βάζει περιορισμούς στις εκπομπές θερμοκηπίου από ορυκτά καύσιμα γενικά, άνθρακα, πετρέλαιο ή φυσικό αέριο, με στόχο τη πλήρη κατάργηση  μέχρι το 2050: «28d. Transitioning away from fossil fuels in energy systems, in a just, orderly and equitable manner, accelerating action in this critical decade, so as to achieve net zero by 2050 in keeping with the science».

Οι περιορισμοί στις εκπομπές ορίζονται ποσοτικά με έτος αναφοράς το 2019 και προβλέπουν μείωση κατά 43% μέχρι το 2030, κατά 60% μέχρι το 2030 και μηδενισμό μέχρι το 2050: «27. Also recognizes that limiting global warming to 1.5 °C with no or limited overshoot requires deep, rapid and sustained reductions in global greenhouse gas emissions of 43 per cent by 2030 and 60 per cent by 2035 relative to the 2019 level and reaching net zero carbon dioxide emissions by 2050». 

Στον Πίνακα φαίνονται τα επιτρεπτά όρια εκπομπών ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα με βάση τους συντελεστές της συμφωνίας COP28 και έτος αναφοράς το 2019. Η απογραφή εκπομπών το 2019 – 27,33 εκατομμύρια τόνοι CO2 – έχει καταχωρηθεί στον Πίνακα 3.15 της Εθνικής Απογραφής. Οι εκπομπές του Σχεδίου ΕΣΕΚ υπολογίζονται από τον Πίνακα 10 του Σχεδίου, ως γινόμενο του ανθρακικού αποτυπώματος ηλεκτροπαραγωγής επί το σύνολο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. 

Τα νέα ανώτερα ετήσια όρια για την Ελλάδα, σε εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα, βάσει της συμφωνίας  COP28 επιτρέπουν τις εκπομπές που προβλέπει το αναθεωρημένο σχέδιο ΕΣΕΚ και αφήνουν περιθώριο για επιπλέον επιτρεπτές εκπομπές περί τα δέκα εκατομμύρια τόνους το χρόνο μέχρι το 2035. Τα περιθώρια αυτά επιτρέπουν τη συνεχή λειτουργία της νέας μονάδας Πτολεμαΐδα 5 μέχρι το 2035 με υποστήριξη από τις μονάδες Μελίτη 1, Αγίου Δημητρίου 5 και Μεγαλόπολης 4 σε εφεδρική βάση. Εν τούτοις, η σκοπιμότητα και οι όροι λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων δεν είναι απλή υπόθεση και χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση. Σε κάθε περίπτωση όμως η επίκληση a priori περιβαλλοντικών λόγων δεν δικαιολογεί μια νέα πρόωρη απολιγνιτοποίηση.

Ο Ευστάθιος Χιώτης είναι Δρ. Μεταλλειολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, Μηχανικός Πετρελαίων Imperial College, πρώην διευθυντής στη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίων και στο Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους.

https://independent.academia.edu/Chiotis

https://www.researchgate.net/profile/Eustathios_Chiotis

https://energypress.gr/search-content?keys=%CE%A7%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82

Μοιραστείτε την είδηση