Το πρώτο μυθιστόρημα του Κοζανίτη Ιώαννη Βαβίτσα με τον τίτλο Μπαντ Λακ, παρουσιάστηκε το απόγευμα του Σαββάτου στο γεμάτο “Μπλέ Ελάφι” από την φιλόλογο και συγγραφέα Ελένη Γκόρα, σε συντονισμό του εκδότη του “Χρόνου” Γιάννη Κωσταρέλλα και σε συνεργασία με τη Στοά του Βιβλίου.
Ένα μυθιστόρημα- ταξίδι στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και στο δρομολόγιο που ακολούθησαν πολλοί συμπατριώτες μας για την Αμερική, τη Γη της Επαγγελίας όπως πίστευαν, τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν αλλά και τις ανοιχτές πληγές σε όσους έμειναν πίσω. Ένα βιβλίο για την τύχη αλλά και τις επιλογές μας, που αξίζει να διαβαστεί.
H Ελένη Γκόρα για το Μπαντ Λακ
Το Μπαντ Λακ του Ιωάννη Βαβίτσα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διάνοια είναι μυθιστόρημα εποχής γραμμένο με ημερολογιακούς δείκτες και με μπόλικες δόσεις μαύρου χιούμορ. Θέμα του οι περιπέτειες ενός Έλληνα μετανάστη, του Λευτέρη Οικονόμου, που φεύγει από την Ελλάδα για να πάει στην Αμερική. Εκείνη τη μέρα το ημερολόγιο έγραφε 4 Απριλίου 1922.
“Οι μηχανές έβαλαν μπρος και μαύρος πυκνός καπνός άρχισε να βγαίνει από τα τεράστια φουγάρα ανεβάζοντας αισθητά τη θερμοκρασία στο κατάστρωμα.”
Η ιστορία ξεκινά όταν τον Σεπτέμβριο του 1921 ο Λευτέρης ερωτεύεται σε μία κηδεία την Κεφαλονίτισσα Αναστασία με την οποία ξεκινούν να αλληλογραφούν. Το ειδύλλιο πήρε σάρκα και οστά. Η Αναστασία αποδέχεται την πρόσκληση του Αντώνη να ζήσουν μαζί. Μαζεύει τα πράγματά της και πάει να τον βρει στον Αθήνα. Γίνεται δηλαδή, ερωτική μετανάστρια στην ίδια της τη χώρα. Και ενώ όλα δείχνουν να βαίνουν καλώς και το νέο ζευγάρι καταστρώνει σχέδια για την κοινή του ζωή, μια δολοφονία ταράζει τα νερά και την ησυχία τους.
“Ο περίεργος κατευθύνθηκε στο πίσω μέρος της σάλας όπου βρίσκονταν τα τραπέζια της πόκας. Πλησίασε τον Ανέστη τον Μπάντουρα. Του έκανε νεύμα. Εκείνος σηκώθηκε. Ακαριαία, ο περίεργος του κάρφωσε ένα στιλέτο στο στομάχι. Ο Ανέστος, ο παλιόφιλος, λύγισε. Σαν κόκκινη μπογιά ξεπήδησε το αίμα απ΄ το πουκάμισο.”
Ο Λευτέρης βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα. Ένας φίλος του βρέθηκε δολοφονημένος μέσα σε ένα χαμαιτυπείο. Η αστυνομία με αφορμή τη δολοφονία, θέλει να συλλάβει όλους τους περιθωριακούς. Προχωρά δήθεν σε ανακρίσεις υπόπτων και βασανιστήρια.
“Άκουσε και για τον διευθυντή χωροφυλακής, τον Κάμπαξη. Και τους άντρες του, που καλύτερα να μην έπεφτες ποτέ στα χέρια τους. Δεν τους χώνευαν τους χασικλήδες. Βρωμούσαν τον Πειραιά τους. Άκουσε για τσιγάρα πάνω στα γυμνά κορμιά. Για φάλαγγα στις πατούσες. Άκουσε πως ο Κάμπαξης είπε πως μέχρι την άλλη Κυριακή, θα τους έπιανε όλους τους χασικλήδες και πως θα έκλεινε όλους τους τεκέδες.”
Ο Λευτέρης φοβάται. Είναι σίγουρος ότι η σειρά του έρχεται. Αποφασίζει να μπαρκάρει για να γλιτώσει. Αποχαιρετά τους γονείς του, τον αδερφό του και την αγαπημένη του, την Αναστασία. Εκείνη με δάκρυα στα μάτια τον παρακαλεί να της υποσχεθεί ότι θα γυρίσει πίσω μόλις τα πράγματα ηρεμήσουν. Μέχρι τότε η ίδια θα μείνει να τον περιμένει.
“Υποσχέσου μου πως θα γυρίσεις.”
“Στο υπόσχομαι. Στη ζωή μου. Στη ζωή μας.”
“Αχ, ρε Λευτέρη…”. Έπεσε στην αγκαλιά του κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς.”
Ο Λευτέρης αφήνει πίσω του την οικογένειά του. Στο μεγάλο αυτό υπερατλαντικό ταξίδι γνωρίζει τον Λουίτζι, τον Καλογερόπουλο και τη Μάγδα Ιακωβίδου. Όλοι μαζί περνούν μέρες και νύχτες που μοιάζουν ατελείωτες κάνοντας όνειρα για όσα καινούρια θα έρθουν. Οι συνθήκες είναι άθλιες βρόμα, δυσωδία, ελάχιστο φαγητό και νερό. Κοιμούνται σε κουκέτες. Είναι στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Οι περισσότεροι είναι άνθρωποι που τρέχουν να ξεφύγουν από τη βαριά τους τη μοίρα.
“Πιο μπροστά απ΄αυτόν με το μουστάκι, μια γριά κοντή κι αξύριστη, τυλιγμένη στα μαύρα. Αναλογίστηκε ποια μοίρα την έφερε τη φουκαριάρα εκεί πέρα μαζί του. Χάζεψε κι άλλες φάτσες πονεμένες, που μαρτυρούσαν ρημαδιό στη ζωή τους. Μια μάνα, αχτένιστη και ατροφική. Τρία παιδιά γύρω της, αποστεωμένα κι αυτά, το μεγαλύτερο να ήταν έξι χρονών.”
Παρόλα αυτά, ο Λευτέρης και η παρέα του προσπαθούν να διατηρήσουν το κέφι τους. Ανυπομονούν να πατήσουν το πόδι τους στη Γη της Επαγγελίας και να φτιάξουν το μέλλον τους, το μέλλον που τους στέρησε η ίδια τους η πατρίδα. Η Αμερική για αυτούς είναι το σύμβολο της ελευθερίας και της οικονομικής τους ανεξαρτησίας. Πρόσκαιρες οι κακουχίες που περνούν, κάπως έτσι σκεφτόντουσαν, αλλά…
“Μπαντ λακ [μτφρ. γκαντεμιά].”
Η φράση αυτή που άκουσε για πρώτη φορά ο Λευτέρης από τον καραφλό γιατρό έμελλε να τον σημαδέψει. Η τύχη δεν στάθηκε στο πλευρό του. Λάθος στιγμές, λάθος τόποι, λάθος πρόσωπα, όλα λάθος. Εμπόδια πολλά έχει να ξεπεράσει ο Λευτέρης με το που φθάνει στην Αμερική. Αλλά αυτός επιμένει παρά τα όσα άσχημα του έχουν συμβεί. Με επιμονή προσπαθεί να τα ξεπεράσει αποδοχόμενος ότι η ζωή έχει αναποδιές και ανατροπές. Φτάνει όμως, η καλή του πρόθεση και η αλλαγή κεφαλαίου για να ξεφύγει από το πεπρωμένο του;
Αυτό το αφήνω να το ανακαλύψετε στις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος, το οποίο διαπραγματεύεται το θέμα της μετανάστευσης και του αναπόφευκτου.
Μπάντ λακ ένα βιβλίο γεμάτο αναποδιές από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα!
Γιάννης Κωσταρέλλας