Καλημέρα, χρόνια πολλά. Τί τον έχ΄ς; ακούστηκε απ’ τη δεύτερη σειρά, από μια παλιούκαιρη ηλικιωμένη, γκριζόμαυρα τα ρούχα, μαζεμένα τα λευκασμένα μαλλιά, μια ξεπαγιασμένη μέρα του περασμένου Ιανουρίου.
Τίποτα δεν τον έχω, απάντησα, ενώ προσπαθούσα να στεριώσω τη φλόγα στο ανεμοσούρι. Τον χρωστώ, όμως, πολλά.
Εξήντα χρόνια κάνω αυτή τη δουλειά, συνέχισε. Κι εγώ θαρρώντας πως βιοπορίζεται από τις καντήλες τ’Άι- Γιώρ’, είπα πως είμαι κι εγώ αργασμένη από ανέχεια, καταλαβαίνω.
‘Όχι κορίτσι μ’ δεν κατάλαβες. Πάτησα τα 94 κι εξήντα χρόνια έρχομαι εδώ να κάνω τα χρέα (τα χρέη, τα οφειλόμενα, τα νενομισμένα, τα ηθικά…), αφότου πρωτοέχασα τον κουνιάδο μου και τελευταία τον αδερφό μου…’Ετσι καμιά φορά φροντίζω και τον δικό σου τάφο.
Δεν την έπεισα, φαίνεται, για την έλλειψη συγγένειας και μ ΄αλάφρυνε, λέγοντας: δεν πειράζει που δεν έρχεσαι, άμα δεν προλαβαίνεις.. Επανήλθα τονίζοντας πως ο κεκοιμημένος, του οποίου η οικογένεια δεν ζει πλέον στην πόλη, θεωρούνταν αγκωνάρι της τοπικής παράδοσης, άφησε πνευματικό βιος και προσκυνώ τη μνήμη του.
Κι η σεβάσμια γερόντισσα (Α. Λ.) που δεν ήξερε απ΄αυτά, αλλά κατέχοντας τη λαϊκή σοφία ήξερε όχι μόνο ν΄αναστήσει παιδιά, όχι μόνο να κοιτάξει πεθερούς, κουνιάδους και γείτονες. Αλλά και τώρα, στα 94, αψηφώντας τις χιονοπαγίδες του ανήλιαγου ιερού χώρου, ξέρει να εκπληρώνει τα χρέα απλά, αθόρυβα, κάνοντας δικούς της τους άλλους και στους τύμβους .
Πετάγεται, λέει, στον Άι- Γιώρ’, από την ευθύνη, πετώντας μας το δίχτυ του Χρέους, της ανοιχτωσιάς και της συλλογικότητας .Κι αν αυτή η αίσθηση του καθήκοντος, αυτή η γενναιοδωρία, συνέχει τους αρχοντικούς τρόπους του λαού, τότε η συμπολίτισσά μας αναδεικνύεται η βασιλικότερη των βασιλισσών.
Υ.Γ με το ζόρι τη μετέφερα τότε κάπου στην πλατεία Λασσάνη.
Τάσα Σιόμου