«Η Εργασία στο νέο Ενεργειακό Περιβάλλον» του Τάσου Σιδηρόπουλου*

11 Min Read

Εισήγηση σε Συνέδριο του Εργατικού Κέντρου Κοζάνης

Κοζάνη 4 Φεβρουαρίου 2024

- Advertisement -

Το ποσοστό απασχόλησης αποτελεί τον κυριότερο μακροοικονομικό δείκτη που επηρεάζει την ποιότητα ζωής και την ευημερία σε μια οικονομία (εθνική, περιφερειακή ή τοπική).

Τα διάφορα οικονομικά μοντέλα χρησιμοποιούν ως δείκτες αξιολόγησης των αναπτυξιακών πολιτικών επιλογών και προγραμμάτων το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), δηλαδή τον παραγόμενο πλούτο μιας περιοχής και τις θέσεις εργασίας.

Από την άλλη πλευρά, η αρνητική απασχόληση, δηλαδή η ανεργία, αποτελεί το μέγεθος που κατά κύριο λόγο ευθύνεται για τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες σε μια περιοχή και την οδηγεί σε μαρασμό με έξαρση των φαινομένων της φτώχειας, της εγκληματικότητας και τελικά της εγκατάλειψης.      

Πριν αναφερθώ στα χαρακτηριστικά της απασχόλησης και της ανεργίας στη Δυτική Μακεδονία επιτρέψτε μου να περιγράψω σε λίγες γραμμές το θεωρητικό – εννοιολογικό πλαίσιο της ανεργίας, προκειμένου να προσπαθήσουμε στη συνέχεια να ερμηνεύσουμε γιατί παρ’ όλα τα Περιφερειακά – και όχι μόνο – Προγράμματα που υλοποιήθηκαν όλα τα προηγούμενα τα χρόνια εξακολουθεί η ανεργία να αποτελεί το βασικότερο πρόβλημα στην οικονομία και την κοινωνία της περιοχής.

Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό καλό θα ήταν να ρίξουμε μια ματιά στα βασικά είδη της ανεργίας.

Διαρθρωτική ανεργία: Υπάρχει όταν σε μια οικονομία οι άνεργοι δεν μπορούν να απασχοληθούν στις υπάρχουσες κενές θέσεις, επειδή δεν έχουν τα κατάλληλα προσόντα για να καλύψουν τις ανάγκες που απαιτούνται. Το είδος αυτό της ανεργίας οφείλεται αφενός σε μεταβολές της τεχνολογίας που δημιουργούν ζήτηση για νέα επαγγέλματα και οδηγούν στα αζήτητα υφιστάμενες ειδικότητες και αφετέρου στην αύξηση ή στη μείωση της ζήτησης των προϊόντων και υπηρεσιών.

Επομένως, καταλαβαίνουμε ότι η διαρθρωτική ανεργία δημιουργείται από την αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης των διαφόρων ειδικεύσεων και επαγγελμάτων. Για να αντιμετωπιστεί προφανώς απαιτείται η επανεκπαίδευση των ανέργων, ώστε να αποκτήσουν τις ειδικεύσεις – ικανότητες στις οποίες υπάρχει έλλειψη και ο γενικότερος αναπροσανατολισμός της εκπαίδευσης στις νέες ανάγκες της αγοράς εργασίας.

Ανεργία τριβής: Είναι εκείνη η μορφή ανεργίας κατά την οποία η αγορά εργασίας αδυνατεί να απορροφήσει άμεσα ανέργους που διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα και την κατάλληλη επαγγελματική εξειδίκευση, παρότι υπάρχουν κενές θέσεις εργασίας. Οφείλεται κατά βάση στην αδυναμία των ανέργων να εντοπίζουν τις κενές θέσεις και στην αδυναμία των επιχειρήσεων να εντοπίσουν τους ανέργους, το οποίο μπορεί να είναι είτε αποτέλεσμα γεωγραφικής απόστασης είτε έλλειψης αποτελεσματικού συστήματος πληροφόρησης που να φέρνει σε επαφή τους ανέργους με τις επιχειρήσεις που έχουν κενές θέσεις εργασίας.

Ανεργία ανεπαρκούς ζήτησης ή κυκλική ανεργία: Είναι αποτέλεσμα της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας κατά τη φάση της καθόδου και της ύφεσης του οικονομικού κύκλου. Όταν δηλαδή έχουμε επιβράδυνση της ανάπτυξης και αδυναμία της συνολικής ζήτησης της οικονομίας να απορροφήσει τη συνολική προσφορά εργατικού δυναμικού. Η ανεργία αυτή έχει κυκλικό χαρακτήρα, δηλαδή επαναλαμβάνεται και η διάρκειά της εξαρτάται από τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου.

Εποχιακή Ανεργία: Είναι προσωρινή, επαναλαμβανόμενη κάθε χρόνο και οφείλεται στον εποχιακό χαρακτήρα ορισμένων δραστηριοτήτων (π.χ. γεωργία, τουρισμός).

Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στην εξέλιξη της ανεργίας ανά τρίμηνο από το 2007 μέχρι το 3ο τρίμηνο του 2023 για τα οποία υπάρχουν δεδομένα στην Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ). Η επιλογή του έτους 2007 έγινε με στόχο να αποτυπωθεί η κατάσταση της ανεργίας πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας της γενικότερης οικονομικής κρίσης που έπληξε όλη τη χώρα και κατά συνέπεια και την περιοχή μας.

Με βάση τα στοιχεία του Πίνακα 1 και του Διαγράμματος 1 που ακολουθούν παρατηρούνται τα εξής:

  • Το ποσοστό ανεργίας σε κάθε τρίμηνο της εξεταζόμενης περιόδου πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την γενικότερη οικονομική κρίση ήταν και παραμένει υψηλότερο του μέσου όρου της χώρας.
  • Οι διαφορές που παρατηρούνται είναι σημαντικές και κυμαίνονται μεταξύ των 3 και 8 ποσοστιαίων μονάδων. Μάλιστα στις τριμηνιαίες εκθέσεις της ΕΛΣΤΑΤ στις περισσότερες περιόδους η Δυτική Μακεδονία εμφανίζεται στην 1η θέση σε ποσοστό ανεργίας μεταξύ όλων των περιφερειών της χώρας.
  • Από άλλες αναλύσεις αναφορικά την ανεργία ειδικών ομάδων πληθυσμού όπως οι νέοι, οι γυναίκες και οι μακροχρόνια άνεργοι η κατάσταση είναι πιο απογοητευτική.

Ως γενικό συμπέρασμα λοιπόν από τις προηγούμενες αναφορές για τη διάρθρωση της απασχόλησης και τα στοιχεία της ανεργίας μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στη Δυτική Μακεδονία ενυπάρχουν όλες σχεδόν οι μορφές ανεργίας και κατά συνέπεια οι πολιτικές αντιμετώπισης του προβλήματος θα πρέπει να απαντούν στη γενεσιουργό αιτία όλων.

Η ανεργία στη Δυτική Μακεδονία ως κοινωνικο-οικονομικό μέγεθος θα πρέπει να εξεταστεί όχι μεμονωμένα, αλλά ως αποτέλεσμα της συνολικής παραγωγικής – οικονομικής δομής της περιοχής και της ανασυγκρότησής της.

Η κυριαρχία εδώ και δεκαετίες δύο βασικών κλάδων (εξόρυξη – παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τη μια πλευρά και γουνοποιία από την άλλη) δημιούργησε συνθήκες μονοδιάστατης ανάπτυξης κατά μήκος των αξόνων Κοζάνη – Πτολεμαΐδα – Αμύνταιο – Φλώρινα και Καστοριά – Σιάτιστα αντίστοιχα.

Η εισοδηματική ευημερία που προσέφεραν στην περιοχή οι δραστηριότητες αυτές (σταθερότητα εργασίας, υψηλές αμοιβές) ουσιαστικά ευνούχισε σε μεγάλο βαθμό οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική παραγωγική προσπάθεια στο μεγαλύτερο μέρος της Περιφέρειας.

Φυσικό επακόλουθο της επιλογής αυτής ήταν κατά το τέλος της ανόδου του οικονομικού κύκλου να εκδηλωθεί η κρίση και η κάθοδος, με κύριο αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας και την περιοχή να επείγεται πλέον στη λήψη πρωτοβουλιών και μέτρων για να την αντιμετωπίσει. Η λαίλαπα της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης ήρθε απλά και επιδείνωσε δραματικά την κατάσταση.

Τις συνέπειες της ανεργίας, οι οποίες είναι ορατές στην καθημερινότητα των κατοίκων, τις διακρίνουμε τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και σε κοινωνικό και δημογραφικό.

Σε οικονομικούς όρους η ανεργία σημαίνει απώλεια παραγωγικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στην παραγωγική διαδικασία, απώλεια εισοδήματος για τους ίδιους τους ανέργους και τις οικογένειές τους και επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού λόγω επιδομάτων ανεργίας που καλείται η πολιτεία να χορηγήσει στους ανέργους.

Σε κοινωνικό επίπεδο η ανεργία δημιουργεί σοβαρά ζητήματα κοινωνικής συνοχής στη χώρα και στις περιφέρειες και είναι εξαιρετικά επώδυνη για τον ίδιο τον άνεργο και την οικογένειά του αφού, εκτός από την έλλειψη πόρων διαβίωσης, μειώνει την κοινωνική του θέση και δημιουργεί προβλήματα αυτοσεβασμού και οικογενειακών τριβών.

Τέλος, σημαντικές είναι οι επιπτώσεις και στα δημογραφικά χαρακτηριστικά των περιοχών, επειδή η ανεργία πλήττοντας περισσότερο τους νέους που προσπαθούν να μπουν για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας, τους αποθαρρύνει στο να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια, λόγω έλλειψης εισοδήματος και αδυναμίας εξασφάλισης ανεκτών όρων διαβίωσης.    

Τα μέτρα που λαμβάνονται διεθνώς για την αντιμετώπιση της ανεργίας κινούνται σε δύο επίπεδα:

  • Σε πρώτο επίπεδο λαμβάνονται μέτρα αύξησης της συνολικής ζήτησης, δηλαδή ουσιαστικά μέτρα αύξησης του ρυθμού ανάπτυξης και αντιστροφής της υφεσιακής πορείας. Αυτά στοχεύουν κυρίως στην αύξηση του Ακαθαρίστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου και είναι δύο ειδών, τα δημοσιονομικά και τα νομισματικά. 
  • Τα δημοσιονομικά μέτρα αφορούν κυρίως σε αύξηση των δαπανών για προώθηση – υλοποίηση δημοσίων επενδυτικών έργων και
  • τα νομισματικά μέτρα αφορούν στη μείωση των επιτοκίων και στη διευκόλυνση της πρόσβασης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας στα επιχειρηματικά κεφάλαια για την προώθηση των ιδιωτικών επενδύσεων.

Τα ανωτέρω μέτρα αύξησης της συνολικής ζήτησης μπορούν να οδηγήσουν μέσω των πολλαπλασιαστών εισοδήματος των επιμέρους κλάδων στην αύξηση του συνολικά παραγόμενου προϊόντος και μέσω των αντιστοίχων πολλαπλασιαστών απασχόλησης στη μείωση της ανεργίας.      

  • Σε δεύτερο επίπεδο λαμβάνονται μέτρα ενίσχυσης των ικανοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, μέσω επαγγελματικής κατάρτισης, επανεκπαίδευσης και φυσικά μέσω λειτουργικής διασύνδεσης της εκπαιδευτικής κοινότητας με την επιχειρηματική, προκειμένου η παραγόμενη γνώση να δίνει ουσιαστικές απαντήσεις και λύσεις στις πραγματικές ανάγκες της αγοράς και των επιχειρήσεων.

Η Δυτική Μακεδονία βρίσκεται πλέον στο «και πέντε».

Η αντιμετώπιση της ανεργίας είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση και μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της εφαρμογής καθαρά αναπτυξιακών – επενδυτικών πολιτικών που οδηγούν σε βιώσιμες θέσεις εργασίας και όχι μέσω πολιτικών επιδότησης των ανέργων.

Η επιτάχυνση των διαδικασιών για την υλοποίηση των έργων τόσο δημόσιου χαρακτήρα όσο και των προγραμμάτων ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και της ενδυνάμωσης του ανθρώπινου δυναμικού σε νέες δεξιότητες είναι επιβεβλημένη για να μην χαθεί άλλος χρόνος.

Οι διατιθέμενοι χρηματοδοτικοί πόροι μέσω των προγραμμάτων της περιόδου 2021-2027 είναι σημαντικοί και θα πρέπει να εξειδικευτούν προσαρμοζόμενοι στις ανάγκες ενός νέου βιώσιμου παραγωγικού μοντέλου της Δυτικής Μακεδονίας.

Συγκεκριμένα τα βασικά προγράμματα και οι προβλεπόμενοι πόροι που άμεσα ενισχύουν τον πρωτογενή τομέα, την επιχειρηματικότητα, την ενέργεια και την κατάρτιση – αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού και κατά συνέπεια συμβάλλουν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας για την περίοδο 2021-2027 είναι:

  • Πρόγραμμα «Δυτική Μακεδονία»: 220 εκ.€
  • Πρόγραμμα Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης: 920 εκ. €
  • Στρατηγικό Σχέδιο Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ): 2023-2027
  • Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα»
  • Πρόγραμμα «Ανθρώπινο Δυναμικό και Κοινωνική Συνοχή»
  • Αναπτυξιακός Νόμος 4887/2022

Η Περιφέρεια επί μια πεντηκονταετία και πλέον αποτέλεσε βασικό μοχλό ανάπτυξης της χώρας και δεν είναι δίκαιο να μεταμορφωθεί σε περιοχή γερόντων.  

Ο ενεργειακός χαρακτήρας της Περιφέρειας μπορεί να διατηρηθεί, κάτω όμως από νέες βάσεις που δημιουργούνται σε εθνικό και διεθνές επίπεδο με την αξιοποίηση της πολύχρονης τεχνογνωσίας που αποκτήθηκε μέχρι σήμερα. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να αποτελέσει πανάκεια και αυτοσκοπό.

Είναι απολύτως αναγκαίος ο εμπλουτισμός του παραγωγικού συστήματος με νέες δραστηριότητες στον πρωτογενή τομέα, στη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων και την αγροδιατροφή, στη βιομηχανία – βιοτεχνία, στις υπηρεσίες και τον τουρισμό μέσα από τη δημιουργία ολοκληρωμένων αλυσίδων αξίας που να αποφέρουν προστιθέμενη αξία και νέες βιώσιμες θέσεις εργασίας, προκειμένου η περιοχή να έχει ένα ευοίωνο μέλλον.


*Τάσος Σιδηρόπουλος – Οικονομολόγος,

 Διευθυντής ΑΝΚΟ Δυτικής Μακεδονίας Α.Ε.

Μοιραστείτε την είδηση