Μετά την εκλογή της νέας δημοτικής αρχής, είχα τοποθετηθεί δημοσίως για το θέμα της νέας διοίκησης της Βιβλιοθήκης, λέγοντας και γράφοντας πως ο Παναγιώτης Δημόπουλος θα έπρεπε να παραμείνει στη θέση του προέδρου για έναν και μόνο λόγο: γιατί είναι αναντικατάστατος.
Πάντα πίστευα και συνεχίζω να πιστεύω πως η φράση «ουδείς αναντικατάστατος» δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια χυδαία επινόηση όλων των μετριοτήτων αυτής της χώρας στην προσπάθειά τους να ανατροφοδοτήσουν μια αυτοεκτίμηση και μια αυτοπεποίθησή που η ίδια τους η ύπαρξη από μόνη της αδυνατεί να τους εξασφαλίσει.
Δυστυχώς για τη Βιβλιοθήκη, τους φίλους της, τους δωρητές της, τους επισκέπτες της, τα νέα παιδιά, αλλά και συνολικά το λαό της Κοζάνης, ο Λάζαρος Μαλούτας αντικατέστησε τον Παναγιώτη Δημόπουλο με τον Γιάννη Μυροφορίδη αποδεικνύοντας πως είναι ένας πολιτικός με ώμους πιο στενούς από το βάρος που καλείται να σηκώσει.
Πριν τοποθετηθώ για την επιλογή του νέου προέδρου, αναζήτησα το βιογραφικό του. Δεν περίμενα φυσικά να είναι απόφοιτος του Cambridge όπως ο Δημόπουλος, αλλά πίστευα πως θα είχε κάποια σχέση με αυτό που λέμε «γράμματα και τέχνες».
Το ότι δεν έπαθα έμφραγμα μόλις διάβασα τις πρώτες γραμμές του βιογραφικού του κ. Μυροφορίδη, οφείλεται μάλλον στην καλή φυσική μου κατάσταση την οποία διατηρώ από τον καιρό που υπηρέτησα αυτόν τον τόπο ως καταδρομέας της 2ης Μοίρας Αλεξιπτωτιστών.
Θυμάμαι σαν τώρα δύο συγκεκριμένες φράσεις που έκαναν το μυαλό μου να βουίζει: «ενασχόληση με διάφορα καταστήματα εστίασης” και “διάκριση στο χώρο του αθλητισμού και συγκεκριμένα στο ποδόσφαιρο, όπου υπήρξε επαγγελματίας ποδοσφαιριστής για αρκετά χρόνια”.
Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκα. Παπαγαλάκια των ΜΜΕ είπα μέσα μου. Στην τελική, ακόμα και αν είναι αλήθεια είπα σε μερικούς φίλους μου, ακόμα και αν ο Λάζος υποφέρει από κάποια ψυχική ασθένεια την οποία δεν γνωρίζουμε και για το λόγο αυτό επέλεξε τον κ. Μυροφορίδη, ο ίδιος ο κ. Μυροφορίδης αν έχει στοιχειώδη αξιοπρέπεια, θα αρνηθεί τη θέση.
Δυστυχώς, για μια ακόμα φορά έπεσα έξω. Κάποια στιγμή βλέπω αυτόν τον κύριο στην τηλεόραση να ευχαριστεί το δήμαρχο, να αποδέχεται τη θέση, και να λέει ανερυθρίαστα πως δεν προέρχεται από το χώρο της διανόησης, αλλά αντιλαμβάνεται το βάρος της θέσης και θα κάνει ότι μπορεί! Για να καταλάβετε το απύθμενο βάθος της ανθρώπινης βλακείας και ματαιοδοξίας της παραπάνω δήλωσης, θα σας φέρω ένα παράδειγμα και πείτε μου αν κάνω λάθος.
Φανταστείτε αυτόν τον κύριο με στολή πιλότου, μπροστά στις σκάλες ενός Boeing 747, να λέει πως δεν προέρχεται από το χώρο της αεροπλοΐας και πως δεν έχει στο ενεργητικό του ούτε μία ώρα πτητικής εκπαίδευσης, αλλά αντιλαμβάνεται το βάρος της θέσης και θα κάνει ότι μπορεί προκειμένου να οδηγήσει με ασφάλεια το τζάμπο τζετ και να το προσγειώσει με ασφάλεια στη Νέα Υόρκη! Και ερωτώ: θα έμπαινε κανείς από εσάς που διαβάζετε αυτό το άρθρο στο αεροπλάνο προκειμένου να κάνετε το ταξίδι Αθήνα – Νέα Υόρκη με πιλότο τον κ. Μυροφορίδη;
Η ερώτηση όπως καταλαβαίνετε είναι ρητορική. Δείχνει όμως τη αμετροέπεια του συγκεκριμένου ανθρώπου. Εν ολίγοις, με ποιο δικαίωμα κύριε αναλαμβάνετε τη θέση του Προέδρου ενός ιερού χώρου, όπως αυτού μιας Βιβλιοθήκης, πόσο μάλιστα όταν πρόκειται για τη Βιβλιοθήκης της Κοζάνης που αποτελεί από όποια πλευρά και αν το δει κανείς ένα από τα σημαντικότερα έργα που έγιναν στη χώρα τα τελευταία χρόνια; Δεν ντρέπεστε; Αλλά βέβαια θα μου πείτε πως εδώ δεν ντρέπεται ο δήμαρχος που σας επέλεξε, θα ντραπείτε εσείς που όπως μπήκατε στον ιερό αυτό χώρο χωρίς αιδώ και αισχύνη, έτσι ακριβώς θα βγείτε μετά το τέλος της θητείας σας λέγοντας φαντάζομαι από τώρα κιόλας, «πως κάνατε ότι μπορούσατε»;
Θα ήθελα κλείνοντας την μικρή αυτή παρέμβαση να απευθυνθώ στο λαό της Κοζάνης και να επαναλάβω την απάντηση του Κορνήλιου Καστοριάδη στην ερώτηση που του τέθηκε σχετικά με τα «Κριτήρια Ουσίας και τις Αξίες» στην εποχή μας. Ο μεγάλος φιλόσοφος απάντησε ως εξής:
Τι είναι αυτή η πορνογραφία που επικρατεί σε όλους τους τομείς;
Η πορνογραφία που επικρατεί στην πολιτική, η πορνογραφία που επικρατεί στην πνευματική ζωή, όλοι αυτοί οι απατεώνες που κυκλοφορούν και οι οποίοι προβάλλονται συνεχώς – τι άλλο είναι παρά η κατάρρευση των κριτηρίων;
Αν το κοινό είχε κριτήρια ή αν υπήρχαν κριτικοί με κριτήρια, δεν θα γινότανε αυτή η γενική εκπόρνευση όπου εμφανίζονται ως φιλόσοφοι άνθρωποι οι οποίοι είναι άσχετοι, που εμφανίζονται ως ζωγράφοι άνθρωποι οι οποίοι είναι απατεώνες ή ως πολιτικοί. Είναι το ίδιο ζήτημα.
Η δημιουργία συνεπάγεται ταυτοχρόνως και την διατύπωση και την κοινωνική ισχύ, κριτηρίων είτε παλιών είτε καινούργιων – κάθε εποχή δημιουργείται από την τελειότητα και τα κριτήρια της – αλλά που είναι κριτήρια ουσίας.
Σήμερα ποια είναι τα κριτήρια ουσίας;
Με εκτίμηση,
Χρήστος Καφάσης