Έρχεται όταν μεγάλα έργα, για τα οποία έχουν δαπανηθεί εκατομμύρια ευρώ σε δύσκολες εποχές, πρέπει να ανοίξουν τις πόρτες τους και να λειτουργήσουν από το δημόσιο ή τους δήμους.
Κολυμβητήρια, κλειστά γυμναστήρια, χώροι πολιτισμού, βιβλιοθήκες ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία. Τα απαιτούμε ως τοπικές κοινωνίες, τα εντάσσουμε προς χρηματοδότηση και όταν αυτά -κακήν κακώς και με πολλές εκπτώσεις σε αρκετές εκ των περιπτώσεων- ολοκληρώνονται, τότε δεν ξέρουμε τι να τα κάνουμε. Ή μήπως όχι;
Στην πόλη μας, το πρότζεκτ που έχουμε μπροστά μας, ονομάζεται Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη. Κάποιες στιγμές, η επόμενη φάση που είναι η παράδοση του έργου προς λειτουργία, μοιάζει με βήμα στο κενό, αν λάβει κανείς υπόψη τι απαιτείται και τι διαθέτουμε.
Αυτό σημαίνει ότι δεν έπρεπε να ζητάμε το νέο κτίριο; Όχι βέβαια, γιατί έτσι θα ήταν σα να αρνούμασταν την πρόοδο. Και τι πρέπει να γίνει, τότε; Μα φυσικά, να ψάξουμε με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα, ξεπερνώντας το συνηθισμένο τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε όταν πρόκειται για το δημόσιο. Αναζητώντας χρήματα, μέσα από χορηγίες, crowdfunding, μόνιμες εταιρικές συμμετοχές.
Με άλλα λόγια, όπως θα συνέβαινε, αν επρόκειτο για έναν ιδιωτικό οργανισμό, ξεπερνώντας τις παρωχημένες αντιλήψεις που δημιουργούν οικονομική ασφυξία και θεωρούν a priori πως οτιδήποτε έρχεται από την αγορά, είναι για το κακό.
Η στήριξη ενός τέτοιου έργου είναι υπόθεση του συνόλου της τοπικής κοινωνίας και όχι των πέντε-δέκα ανθρώπων που εκ των πραγμάτων θα «τραβήξουν το κουπί».