Μέχρι τις 31 Οκτωβρίου η έκθεση του Κώστα Ντιό στη Θεσσαλονίκη
Με τον τίτλο «Κάποιες ιστορίες με παράξενο τέλος» φιλοξενείται στη Θεσσαλονίκη, στην Chalkos Gallery, η έκθεση του Κώστα Ντιό, σε επιμέλεια του Μάνου Στεφανίδη.
Μέσα από τα έργα του, ο Ντιός πλάθει ιστορίες, αναμειγνύοντας την εικαστική με την βιωματική μνήμη, τις επιρροές του περιβάλλοντος, αλλά και του οικείου τοπίου της γενέθλιας γης, τα οποία ενσωματώνει στις συνθέσεις του.
Τους επισκέπτες υποδέχεται «Το κορίτσι με το μαύρο παλτό» με μια γυναικεία μορφή στο επίκεντρο και γύρω της γνώριμα πρόσωπα και θέματα του καλλιτέχνη. Πρόκειται για τον πίνακα που αποτυπώνεται και σε όλο το έντυπο υλικό της έκθεσης.
Στα εγκαίνια που έγιναν την Παρασκευή 10 Οκτωβρίου, το «παρών» έδωσαν πολλοί φίλοι και θαυμαστές του έργου του Ντιό από τη Θεσσαλονίκη, αλλά και την Κοζάνη.
Ο επιμελητής της έκθεσης Μάνος Στεφανίδης έκανε την ξενάγηση στην έκθεση, ενώ παρών ήταν και ο ιστορικός της τέχνης και ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ Άλκης Χαραλαμπίδης, που μίλησε με θερμά λόγια για τον καλλιτέχνη.
Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι και τις 31/10 και είναι ανοιχτή στο κοινό Τρίτη με Παρασκευή 18.00-22.00.




Από το blog του Μάνου Στεφανίδη για την έκθεση του Κώστα Ντιό
” Επειδή η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος, επειδή η αισθητική
δεν είναι η ηθική του παρόντος,
επειδή η ηθική του ελληνικού παρόντος
είναι η απάτη, επειδή η αισθητική
δεν έχει παρόν εδώ στην Ελλάδα…
…η ενασχόληση
με την τέχνη στην Ελλάδα
καθίσταται πρόβλημα επείγον”.
Βασίλης Ραφαηλίδης





Το ότι η ζωγραφική αφηγείται ιστορίες χωρίς να χρησιμοποιεί λόγια, το ξέραμε. Όπως επίσης ξέραμε ότι οι εικόνες της – ακόμη και οι πιο ενστικτώδεις ή αφηρημένες – προϋποθέτουν δυναμικά τον λόγο και την σκέψη ή παραπέμπουν, έμμεσα ή άμεσα, σε κείμενα. Είτε κείμενα γραμμένα ήδη, είτε μελλοντικά. Δηλαδή παραπέμπουν είτε σε βιωμένες αναμνήσεις, είτε σε όνειρα που τα βλέπει κανείς και με κλειστά και με ανοιχτά τα μάτια. Αφού η ζωγραφική διαθέτει τον τρόπο να δείχνει με τους τρόπους του παρελθόντος εικόνες του μέλλοντος.
Ούτως ή άλλως όμως η ζωγραφική κι ο λόγος, δηλαδή το κείμενο διατηρούν σχέση ανάλογη εκείνης που συνδέει την ποίηση με τη μουσική. Ολοκληρώνει το ένα την άλλη. Δεν γίνεται αλλιώς. Επειδή αυτό που ονομάζουμε έμπνευση, εκπηγάζει από την ίδια, σκοτεινή κι άδηλη πηγή του υποσυνείδητου. Από εκείνη την σκιά που κυοφορεί το φως. Από τον πιο βαθύ πυρήνα της ύπαρξης. Από την πηγή για τα χρώματα και τις λέξεις και τους ήχους και τις εικόνες και τις μουσικές. Δεν γίνεται αλλιώς. Επίσης αξίζει εδώ να πούμε ότι οι τέχνες όσο πιο αυτόνομες και αυτάρκεις παρουσιάζονται, τόσο πιο άμεσα κι αβίαστα επικοινωνούν μεταξύ τους. Τόσο πιο ουσιαστικά, θα έλεγα, αλληλοσυμπληρώνονται. Ή, καλύτερα, “αλληλοερμηνεύονται”.


Στο μυαλό μου έρχεται αυτή την στιγμή ο απροσδόκητος (;) διάλογος ανάμεσα στον Ραμώ και τον Τιέπολο. Ή, του Ντεμπισί με τον Μονέ. Παραδείγματα ύψιστα αυτών των “επισυνάψεων” είναι ασφαλώς η τραγωδία για τον αρχαίο κόσμο και η όπερα για τον πολιτισμό που άνθισε στη Δύση με την Αναγέννηση. Το Gesamtkunstwerk του Βάγκνερ, το συνολικό έργο τέχνης.
Η ζωγραφική του Κώστα Ντιού, ενός σπουδαίου πραγματικά, κατά τη γνώμη μου, δημιουργού αλλά ελάχιστα γνωστού εκτός των τειχών της εικαστικής μας Ιερουσαλήμ, εμπεριέχει με δαψίλεια όλα τα ανωτέρω στοιχεία: Δηλαδή τη βαθιά γνώση της δυτικοευρωπαϊκής τέχνης – έχει σπουδάσει στο Παρίσι – πλάι στην έντονη εξισορρόπηση του προσωπικού του ιδιώματος ανάμεσα στο συναίσθημα και τον ορθολογισμό, την εμπειρία και το ένστικτο, τον σεβασμό αλλά και ταυτόχρονα την τολμηρή αμφισβήτηση της, οποίας, παράδοσης. Ιθαγενούς ή εισαγόμενης. Αλλά και πάλι όλες αυτές οι ιδιότητες θα ήταν στεγνός, επιδερμικός τύπος, αν δεν προσθέσαμε στα παραπάνω την έξοχη του ικανότητα να λέει μαγικές ιστορίες με τις αινιγματικές εικόνες του, ν’ ανασταίνει το παρελθόν δίνοντας ζωή στους πεθαμένους φίλους του και να καθιστά τη γενέθλια πόλη του, την Κοζάνη, το κέντρο ενός ιδιότυπου σύμπαντος που για έναν περίεργο λόγο – προσωπικά δεν διαθέτω εύκολη απάντηση – μάς αφορά όλους.


Όπως εξίσου μας ενδιαφέρουν οι περιπέτειες αλλά και το τέλος των ηρώων που διασταυρώνονται με μαεστρία στις συνθέσεις του. Όπου το αφηγηματικό – ρεαλιστικό γίνεται εικαστικό – αισθητικό. Και πάντα με το γλυκόπικρο αίσθημα του απραγματοποίητου που διαθέτουν για παράδειγμα κάποιες από τις σονάτες για πιάνο του Μότσαρτ (ιδίως η ένατη που έγραψε νεότατος στο Μάνχαϊμ μετά από έναν διαψευσμένο έρωτα). Αλλά και το χιούμορ εμπρός στην ματαιότητα των ανθρωπίνων. Η φόρμα του Ντιού, συχνά επική με τους τρόπους των παλιών δασκάλων, μπορεί να υπηρετεί με επάρκεια τόσο την συνολική ιδέα του πίνακα όσο και τις μικρές του λεπτομέρειες. Άλλοτε μινιατουρίστας κι άλλοτε μουραλίστας ( όπως λέμε κιθαρίστας ή ντράμερ)!
Ούτως ή άλλως οι παράξενες ιστορίες του διασταυρώνονται, επικαλύπτονται σαν μικρά δράματα τσέπης, οι ήρωες του συνεχίζουν να ζουν από το ένα έργο στο άλλο σαν φαντάσματα που αρνούνται να κατέβουν στον κάτω κόσμο αλλά επιμένουν να ταράζουν τον ύπνο των ζωντανών. Υπέροχο μάθημα για τους νεότερους δημιουργούς. Αφού ό τι κι αν λέμε, όλη η ιστορία της ζωγραφικής έχει να κάνει με την περιπέτεια μιας ανάμνησης. Και ο καλός ζωγράφος, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον Ντιό, διακρίνεται από τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται την ανάμνηση αυτή ώστε να αφορά σε όσο το δυνατόν περισσότερους. Επειδή το κάθε έργο τέχνης αρχίζει από τα χέρια του καλλιτέχνη αλλά ολοκληρώνεται στην ψυχή και το μυαλό όποιου μπορεί να το αγαπήσει…