Γράφουν οι Χαρίσιος και Κωνσταντίνος Μπουντούλας*
«ζήσε γρήγορα, πέθανε νέος»
Από χρόνια είναι γνωστό ότι στους ζώντας οργανισμούς και ιδιαίτερα στα θηλαστικά, υπάρχει μια σχέση μεταξύ καρδιακής συχνότητας και προσδόκιμου της επιβίωσης. Όσο πιο συχνός είναι ο καρδιακός ρυθμός (σφύξεις ανά λεπτό), τόσο μικρότερος είναι ο χρόνος ζωής και το αντίστροφο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των σφύξεων κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ζώντος οργανισμού είναι περίπου ενάμιση δισεκατομμύριο. Ο άνθρωπος αποτελεί εξαίρεση αυτού του κανόνα και το σύνολο του αριθμού των σφύξεων κατά τι διάρκεια της ζωής του είναι διπλάσιο σε σχέση με αυτό που παρατηρείται σε άλλα ζώα (τρία δισεκατομμύρια περίπου). Η διάρκεια όμως της ζωής του ανθρώπου έχει διπλασιαστεί τα τελευταία εκατό πενήντα με διακόσια χρόνια λόγω της προόδου της Ιατρικής.
Η ταχύτερη καρδιακή συχνότητα, οφείλεται στο ρυθμό μεταβολισμού που είναι μεγαλύτερος σε μικρού βάρους σε σχέση με μεγάλου βάρους ζώα. Αυτό συμβαίνει γιατί η απώλεια θερμότητας από ένα ζώντα οργανισμό, και φυσικά και από τον άνθρωπο, εξαρτάται από την επιφάνεια του σώματος αυτού, ενώ η παραγωγή ενέργειας (δηλαδή ο ρυθμός μεταβολισμού) εξαρτάται από το βάρος του. Τα ζώα με μικρότερο σωματικό βάρος έχουν μεγαλύτερη επιφάνεια σώματος σε σχέση με το βάρος τους σε σύγκριση με μεγαλύτερου βάρους ζώα και κατά συνέπεια και μεγαλύτερο ρυθμό μεταβολισμού. Ο μεγαλύτερος ρυθμός μεταβολισμού συνοδεύεται με μεγαλύτερη καρδιακή συχνότητα και οξειδωτικό στρες το οποίο επιταχύνει τη γήρανση που οδηγεί στο θάνατο. Γι’ αυτό το λόγο ζώα με μικρότερο σωματικό βάρος ζουν λιγότερο σε σχέση με ζώα μεγαλύτερου σωματικού βάρους (π.χ. το κουνέλι που έχει πολύ μικρότερο σωματικό βάρος από το άλογο, έχει πολύ μεγαλύτερη καρδιακή συχνότητα και ζει πολύ λιγότερο από αυτό).
Πολλές επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι το προσδόκιμο της ζωής σε φαινομενικά υγιή άτομα ήταν συνάρτηση της καρδιακής συχνότητας. Το προσδόκιμο της επιβίωσης ήταν μικρότερο σε άτομα με μεγαλύτερη καρδιακή συχνότητα εν ηρεμία. Το ίδιο είχε παρατηρηθεί και σε άτομα με νοσηρές καταστάσεις, όπως π. χ. είναι η στεφανιαία νόσος, η αρτηριακή υπέρταση, ο συνδυασμός αρτηριακής υπέρτασης με στεφανιαία νόσο, και καρδιακή ανεπάρκεια, μεταξύ άλλων. Μάλιστα σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο και συνδυασμό στεφανιαίας νόσου με αρτηριακή υπέρταση, η αύξηση του χρόνου επιβίωσης μετά από θεραπευτική αγωγή ήταν συνάρτηση της ελάττωσης της καρδιακής συχνότητας. Όσο μεγαλύτερη ήταν η ελάττωση της καρδιακής συχνότητας, τόσο μεγαλύτερος ήταν και ο χρόνος επιβίωσης, (μέχρι ενός ορίου, γιατί ελάττωση της καρδιακής συχνότητας κάτω από 55 ή 60 σφύξεις το λεπτό, δυνατόν να έχει αντίθετα αποτελέσματα).
Φυσικά υπάρχουν εξαιρέσεις από αυτό τον κανόνα, γιατί μόνο με την καρδιακή συχνότητα, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ο χρόνος ζωής σε όλες τις περιπτώσεις και σε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο. Το οξειδωτικό στρες, εκτός από το ρυθμό μεταβολισμού, εξαρτάται και από άλλους παράγοντες όπως π. χ. είναι η σύσταση της κυτταρικής μεμβράνης, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο.
Η καρδιακή συχνότητα όμως αυτή καθ’ εαυτή, επηρεάζει σημαντικά και ποικιλοτρόπως τη λειτουργία ολόκληρου του καρδιαγγειακού συστήματος. Το έργο της καρδιάς π.χ. και η αιμάτωση του μυοκαρδίου έχουν άμεση σχέση με την καρδιακή συχνότητα. Επιπλέον αύξηση της καρδιακής συχνότητας συνοδεύεται με ελάττωση των ελαστικών ιδιοτήτων της αορτής με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η λειτουργία πολλών οργάνων, κυρίως δε του εγκεφάλου και των νεφρών.
Επίσης αύξηση της καρδιακής συχνότητας συνοδεύεται με βλάβη του ενδοθηλίου των αρτηριών. Όσο μεγαλύτερη είναι η καρδιακή συχνότητα τόσο μεγαλύτερη είναι και η βλάβη του ενδοθηλίου. Στην πραγματικότητα, η βλάβη του ενδοθηλίου αρχίζει όταν το παιδί βρίσκεται ακόμα στη μήτρα με την πρώτη συστολή της καρδιάς, δηλαδή πριν ακόμα αυτό γεννηθεί.
Η καρδιακή συχνότητα εν ηρεμία σε ενήλικα άνθρωπο, κατά μέσον όρο είναι 70 με 75 σφύξεις το λεπτό (κυμαίνεται από 50 με 55 έως και 90 σφύξεις το λεπτό). Αυξημένη καρδιακή συχνότητα σε φαινομενικά υγιή άτομα, δυνατόν να συνοδεύεται με μεγαλύτερη θνητότητα σε σχέση με άτομα που έχουν μικρότερη καρδιακή συχνότητα. Προς το παρόν όμως, δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα που να δικαιολογούν την ελάττωση της καρδιακής συχνότητας με φαρμακευτική αγωγή σε φαινομενικά υγιή άτομα με αυξημένη καρδιακή συχνότητα. Στα άτομα αυτά συνιστάται μέτριου βαθμού αερόβια σωματική άσκηση, επαρκής διάρκειας και καλής ποιότητας ύπνος, και αποφυγή των διαφόρου είδους στρες.
Επίσης συνιστάται αποφυγή ουσιών που δυνατόν να συμβάλουν σε αύξηση της καρδιακής συχνότητας, όπως π. χ. είναι ποτά και τροφές που περιέχουν καφεΐνη (καφές, τσάι, κόκα κόλα, σοκολάτα, άλλα), το κάπνισμα, και το οινόπνευμα μεταξύ άλλων. Σε ασθενείς με αυξημένη καρδιακή συχνότητα συνιστάται θεραπεία για την ασθένεια που έχουν, όπως θα καθορίσει ο ιατρός, και μέτριου βαθμού αερόβια σωματική άσκηση, φυσικά εφόσον δεν υπάρχει αντένδειξη.

*Konstantinos Dean Boudoulas MD, Professor of Medicine/Cardiovascular Medicine, Section Head Interventional Cardiology, Director Cardiac Catheterization Laboratories, The Ohio State University, Columbus Ohio, USA.
*Harisios K Boudoulas MD, PhD, PhD Hon., Professor of Medicine/Cardiovascular Medicine and Pharmacy (emeritus), The Ohio State University, Columbus Ohio, USA, Honorary Professor, Academician (an. mem.)