Η εκκαθάριση των υποθέσεων μεγάλης φοροδιαφυγής, ιδίως όσων συνδέονται με τις περίφημες «λίστες» εκείνων που έχουν βγάλει τεράστια ποσά στο εξωτερικό, (Λιχτενστάιν, Φαλσιανί-Λαγκάρντ παλιότερα, τώρα Μπόγιαρνς, Μπαλί κλπ), προχωρά με ρυθμούς βραδύτερους και από της χελώνας η του σκαντζόχοιρου. Οπότε και οι εισπράξεις του δημοσίου από αυτές, είναι φυσικό να είναι ασήμαντες, σε σχέση με το σύνολο εκείνων που «έχει λαμβάνειν» ο κρατικός κορβανάς.
Οπότε το φυσικό επακόλουθο είναι να επιπίπτει ο εισπρακτικός μηχανισμός επί των πλέον αδυνάμων, εκείνων που δεν έχουν την δυνατότητα να πληρώνουν δικηγόρους και φοροτεχνικούς για άσκηση ενδίκων μέσων. Μπορεί να είναι ειρωνεία της ιστορίας το ότι αυτή η πραγματικότητα συνιστά την πολιτική πρακτική μιας υποτίθεται «αριστερής» κυβέρνησης. Αλλά αυτή είναι η μαύρη αλήθεια. Και τα στοιχεία δεν επιδέχονται αμφισβητήσεις, όσες εξωραϊστικές αερολογίες και αν επιστρατεύει η κυβερνητική προπαγάνδα.
Τα επίσημα λοιπόν στοιχεία, αυτά που δίνει η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, δείχνουν ότι ο ρυθμός επιβολής του μέτρου των κατασχέσεων έχει αυξηθεί με αποτέλεσμα στο οκτάμηνο του έτους να έχουν αυξηθεί σε σχέση με πέρυσι κατά 79.247 οι κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων.
Ο σχεδιασμός του υπουργείου στοχεύει στην πίεση των «φοροοφειλετών» με χρέη έως 3.000 ευρώ, καθώς αυτοί χρωστούν περίπου το 84% από τα συνολικά 91,5 δισ. ευρώ που είναι οι οφειλές των ιδιωτών προς το Δημόσιο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων σε σχέση με το τέλος του 2015 μόνο στο τέλος Αυγούστου του 2016 οι κατασχέσεις έχουν αυξηθεί κατά 50,22%. Δηλαδή ενώ στο σύνολο του 2015 οι κατασχέσεις σε περιουσιακά στοιχεία, καταθέσεις και εισοδήματα των οφειλετών του Δημοσίου ήταν 695.074, μόνο στο οκτάμηνο του 2016 έφτασαν τις 774.321.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι μόνο τι γίνεται με την πρώτη κατοικία. Ούτε το πώς θα προστατεύουν οι οφειλέτες από τις τράπεζες. Αλλά τι γίνεται με τους μισθούς και τις συντάξεις, καθώς επ’ αυτών δεν επιπίπτουν οι τράπεζες, αλλά το δημόσιο, η κυβέρνηση της «για πρώτη φορά Αριστεράς», με το περίφημο ακατάσχετο ενός λογαριασμού, ακόμη και μισθοδοσίας ή συντάξεων, να έχει πια εξατμισθεί.
Γ. Π. ΜΑΣΣΑΒΕΤΑΣ