Στο άρθρο γίνεται παραλληλισμός με τα επίκαιρα λόγω των ημερών τυχερά παίγνια, για αντίστιξη με την τυχαιότητα της ανώριμης ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, που ανέχεται μεγάλα περιθώρια κερδοσκοπίας. Για την Ελλάδα υποστηρίζεται ότι οι λιγνιτικοί σταθμοί που προγραμματίζεται να κλείσουν προσφέρουν την απαιτούμενη ενεργειακή ασφάλεια που συμπληρώνει τις στοχαστικές ΑΠΕ, ενόψει της διαφαινόμενης νέας κρίσης φυσικού αερίου. Τώρα είναι πλέον η ύστατη ευκαιρία για την κυβέρνηση να αναθεωρήσει την αντιλιγνιτική πολιτική της και να αξιοποιήσει τις διαθέσιμες λιγνιτικές επενδύσεις σε περίοδο αυξημένων αμυντικών δαπανών.
Η εξίσωση παραμένει σε ισχύ από την αρχαιότητα: δει χρημάτων. Η απαξίωση λειτουργικών λιγνιτικών μονάδων είναι σπατάλη επενδύσεων δεκαετιών από το υστέρημα του λαού. Η ενεργειακή μετάβαση ευρίσκεται ήδη σε φάση που προϋποθέτει υψηλές επενδύσεις. Η περαιτέρω συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους για την εξοικονόμηση πόρων, όπου επιχειρήθηκε, διευρύνει τη λεωφόρο λαϊκισμού.
Εισαγωγή
Τα τυχερά παιχνίδια είναι παράδοση των ημερών. Για το καλό! Συμμετέχουμε με δική μας επιλογή για να δοκιμάσουμε τη καλή μας τύχη, να δούμε τι μας επιφυλάσσει το νέο έτος. Άθελά μας όμως συμμετέχουμε σε πολλά «τυχερά παιχνίδια» από τα οποία μονίμως χάνουμε και λίγοι κερδίζουν. Αναφέρομαι στη συνέχεια σε ένα από αυτά, στο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας. Πληρώνουμε πλέον κάθε μήνα, αλλά ο λογαριασμός έμεινε στο παλιό ύψος του διμήνου.
Το “καζίνο” στη περίπτωση αυτή λέγεται Χρηματιστήριο Ενέργειας που λειτουργεί με το ευρωπαϊκό μοντέλο και μοιράζει ουρανοκατέβατα κέρδη σε λίγους και πανάκριβο ρεύμα στους καταναλωτές. Χαρακτηρίζουν ως στοχαστικές τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και πολύ σωστά αφού εξαρτώνται από την ηλιοφάνεια και τους ασκούς του Αιόλου. Εν τέλει όμως και η ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι ιδιότυπα στοχαστική γιατί επιδιώκει ενιαία και ανταγωνιστική αγορά, χωρίς να υπάρχει ενιαία ενεργειακή πολιτική. Θα αναφέρω ένα ακραίο, αλλά πραγματικό παράδειγμα των ημερών. Η Σλοβακία θα εξετάσει αντίμετρα κατά της Ουκρανίας, όπως η διακοπή της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας μετά την 1η Ιανουαρίου 2025, εάν το Κίεβο σταματήσει τη διαμετακόμιση ρωσικού φυσικού αερίου. Να το πω απλούστερα, κρίσιμα θέματα της υποτιθέμενης ενιαίας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι εκτός ελέγχου και αυτό αφήνει μεγάλα περιθώρια κερδοσκοπίας.
Οικιακοί καταναλωτές και …. βιομηχανίες ανυπεράσπιστα θύματα της «ενιαίας» ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας
Στο θέμα αυτό είμαστε στο έλεος της Κυβέρνησης και των Βρυξελλών, αλλά στην ίδια πλευρά με τους …. βιομηχάνους. Γράφει ο Πρόεδρος του ΣΕΒ για τις αυξήσεις στο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας «για τις επιχειρήσεις, σε Ελλάδα και Ευρώπη, όλη αυτή η κατάσταση θέτει υπαρξιακά ζητήματα, καθώς καλούνται να λειτουργήσουν με πολύ υψηλότερο κόστος από τους ανταγωνιστές τους».
Οι καταναλωτές βέβαια επωμίζονται το υψηλό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας πολλαπλά. Τόσο στους οικιακούς λογαριασμούς, όσο και στο υψηλότερο κόστος που ενσωματώνεται στα προϊόντα. Γιατί βέβαια δεν υπάρχει προϊόν στο κόστος του οποίου δεν συμμετέχει η ηλεκτρική ενέργεια.
Στη «ρουλέτα» της ηλεκτρικής ενέργειας είναι πολλοί οι παίχτες, προεξάρχει όμως η κυβέρνηση με την αντιλιγνιτική πολιτική. Οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας είναι σαφείς και υποστηρίζουν ότι οι υψηλές τιμές διαμορφώνονται από Έλληνες παίκτες: «Και τούτο διότι αφενός οι τιμές του χρηματιστηρίου ενέργειας είναι διαχρονικά κατά μέσο όρο 30% υψηλότερες των αντίστοιχων ευρωπαϊκών κύρια λόγω της ολιγοπωλιακής δομής της εγχώριας αγοράς …».
Καταφεύγω και πάλι στον Πρόεδρο του ΣΕΒ κύριο Σπύρο Θεοδωρόπουλο, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση συμβαίνει να λειτουργεί ως συνήγορος του …. καταναλωτή και επισημαίνει ότι «έχουμε ένα έλλειμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που αυξάνει ραγδαία». Και συμπληρώνω, όπως αναλυτικά περιγράφω σε πρόσφατο άρθρο, ότι οι λιγνιτικοί σταθμοί όχι μόνο παρέχουν ενεργειακή ασφάλεια στις απρόβλεπτες γεωπολιτικές συνθήκες των καιρών, αλλά χωρίς αμφιβολία. συμβάλλουν στη μείωση του ελλείμματος.
Τα δεινά της αντιλιγνιτικής πολιτικής
Πόσο ζημιογόνος ήταν η απολιγνιτοποίηση ακούσαμε από τον ίδιο τον κύριο Πρωθυπουργό. Αποποιούμενος πρόδηλες ευθύνες, χάρις στην αφωνία της αντιπολίτευσης, ομολογεί το 2024: «Ξοδέψαμε 7 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022 για να εισάγουμε φυσικό αέριο και κανονικά το ποσό που απαιτείται είναι 1 δις». Ειλικρινής εν μέρει, αλλά αποδίδει το πρόβλημα στην αγορά και παραβλέπει τις ολέθριες ευθύνες και συνέπειες της αντιλιγνιτικής πολιτικής. Από τη πλευρά του καταναλωτή το «ξοδέψαμε» σημαίνει «μας υπερχρεώσατε».
Θεωρήθηκε στην Ελλάδα διεθνής επιτυχία το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων, όταν στις ΗΠΑ, τη Γερμανία, την Πολωνία, την Ιαπωνία, την Αυστραλία προβλέπεται η ουσιαστική συμμετοχή του άνθρακα για δέκα έως δεκαπέντε χρόνια ακόμη. Σε αντιστάθμιση η Κυβέρνηση αρκέστηκε στη λύση του «κάθετου διαδρόμου». Λύση που, υπό όρους, ευνοεί την Ελλάδα γεωπολιτικά, και μεθοδεύτηκε συστηματικά από τον Αμερικανό υφυπουργό Εξωτερικών, Τζέφρι Πάιατ «για τη μεταμόρφωση της Ελλάδας σε ενεργειακό κόμβο για όλη τη Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη», χάριν του αμερικανικού φυσικού αερίου βεβαίως.
Είναι σαφώς επιλογή που υπαγορεύεται από την εξωτερική πολιτική, αυτό όμως δεν εμποδίζει την ταυτόχρονη εφαρμογή εθνικής ενεργειακής πολιτικής. Η έγκλησή μας είναι ότι οι λιγνιτικοί σταθμοί θα μπορούσαν θαυμάσια να λειτουργούν παράλληλα με τον κάθετο άξονα. Η αντιλιγνιτική πολιτική υπαγορεύεται από άλλους λόγους που δεν αποκαλύπτονται.
Η διαφαινόμενη κρίση φυσικού αερίου και η ενεργειακή πολιτική μεταξύ των λόγων διάλυσης του κυβερνητικού συνασπισμού της Γερμανίας
Θα περιοριστώ μόνο στους κινδύνους διαφαινόμενης νέας κρίσης φυσικού αερίου, παρόμοια με αυτή που υποστήκαμε επώδυνα το 2022. Φθάσαμε τότε σε υπέρογκες τιμές περισσότερο από κερδοσκοπία της αγοράς φυσικού αερίου που εκμεταλλεύτηκε φόβους έλλειψης και λιγότερο από ανεπάρκεια της αγοράς.
Πιστεύω στη βαθμιαία μείωση της συμμετοχής του λιγνίτη σε ορίζοντα δέκα έως δεκαπέντε ετών, αλλά με υποκατάσταση από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), όχι με το φυσικό αέριο, απρόβλεπτο τόσο από πλευράς τιμών όσο και επάρκειας της αγοράς. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας κρίσης φυσικού αερίου οι τιμές του οποίου διπλασιάστηκαν τους δέκα τελευταίους μήνες και η αυξητική τάση συνεχίζεται. Επιπλέον και η επάρκεια της προσφοράς είναι συζητήσιμη.
Μωρόν το δις εξαμαρτείν. Είναι αστείο να υποστηρίζεται ότι για τη σωτηρία του Πλανήτη η Ελλάδα κλείνει τους λιγνιτικούς σταθμούς πρόωρα σε σχέση με τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες. Αλλότρια τα οφέλη! Το κείμενο αυτό είναι ύστατη προσπάθεια, ώστε η κυβέρνηση να πεισθεί να αξιοποιήσει τους λιγνιτικούς σταθμούς για να μετριάσει τους κινδύνους της διαφαινόμενης κρίσης φυσικού αερίου.
Ας μη παραβλέπεται ότι μεταξύ των λόγων διάλυσης του κυβερνητικού συνασπισμού της Γερμανίας ήταν και η ενεργειακή πολιτική. Η διάλυσή της αποδίδεται από την Wall Street Journal στο βάρος της κλιματικής μεταβολής και αναφερόμενη στη Γερμανία ομιλεί για το νεότερο θύμα της πολιτικής μηδενισμού των ρύπων. Ο ίδιος ο Christian Lindner, πρόεδρος του κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) δήλωσε ότι οι προτάσεις του για λιγότερη γραφειοκρατία, λιγότερους φόρους, πραγματιστική ενεργειακή και κλιματική πολιτική και στενότερο έλεγχο της μετανάστευσης δεν έγιναν αποδεκτές ούτε καν ως βάση συζήτησης.
Αλλά και η αρνητική εξέλιξη στην οικονομία της Γερμανίας τα τελευταία χρόνια σχετίζεται άμεσα με τη διακοπή τροφοδοσίας με φθηνό ρωσικό αέριο από τους υποθαλάσσιους αγωγούς Nord Stream. Γεγονός που οδήγησε στην ανεδαφική πολιτική της Γερμανίας στις τεράστιες επενδύσεις για το υδρογόνο, πριν ακόμη ωριμάσει η απαραίτητη τεχνολογία. Οι εξελίξεις στη Γερμανία δεν αφήνουν καμία αμφιβολία: η ενεργειακή πολιτική ρίχνει κυβερνήσεις και ωθεί σε αυξημένο δανεισμό τους Ηρακλείδες της σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής.
Το νέο παγκόσμιο σκηνικό αυταρχισμού και πολεμικών ανταγωνισμών
Κλείνω με κείμενο από δημοσίευμα στο Bloomberg στις 28 Δεκεμβρίου 2024 που συνοψίζει το διεθνές γεωπολιτικό καθεστώς, με ιδιαίτερη αναφορά στην ενέργεια και τη κλιματική μεταβολή.
«Σε έναν κόσμο όπου ο αυταρχισμός και ο πόλεμος βρίσκονται σε εξέλιξη …. Η συμφωνία στη σύνοδο κορυφής της COP29 άφησε τα αναπτυσσόμενα έθνη εξαγριωμένα με το χρηματικό ποσό που συμφωνήθηκε για να τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη – και η συμφωνία απέφυγε ακόμη και να αναφέρει την ανάγκη απομάκρυνσης από τα ορυκτά καύσιμα. Εν τω μεταξύ, η ανθρωπότητα καίει περισσότερα από αυτά τα ορυκτά καύσιμα που θερμαίνουν την ατμόσφαιρα από ποτέ, ενώ οι προσπάθειες να εξορύξουν περισσότερα από το έδαφος επιταχύνονται. Δείτε πώς η ανθρωπότητα πέρασε έναν ακόμη χρόνο μη λύνοντας το πρόβλημα που οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι θα μπορούσε να την οδηγήσει στην εξαφάνισή της».
Χωρίς να συμμερίζομαι τις ακραίες απόψεις για την εξαφάνιση της ανθρωπότητας λόγω της εξελισσόμενης κλιματικής αλλαγής – που είναι υπαρκτή όπως και άλλες κλιματικές μεταβολές που συνέβησαν σε ιστορικούς χρόνους – πιστεύω ότι η καπηλεία της υπαρκτής κλιματικής μεταβολής μας τύφλωσε από αμεσότερους κινδύνους. Καταφεύγω και πάλι σε ξένο δημοσίευμα στον ECONOMIST, Nov 4th 2024: «In some areas of military strength, China has surpassed America»˙ σε μερικές περιοχές στρατιωτικής ισχύος, η Κίνα έχει ξεπεράσει την Αμερική.
Διαπίστωση που θα αναδειχθεί παγκόσμια σε κυρίαρχη πολιτική προτεραιότητα στο άμεσο μέλλον, με συνεπακόλουθη μείωση των διαθέσιμων πόρων για την ενεργειακή μετάβαση. Και στη περίπτωση της Ελλάδας η απαξίωση των διαθέσιμων λιγνιτικών επενδύσεων συνιστά οικονομικό ακρωτηριασμό.
*Ο Ευστάθιος Χιώτης είναι Δρ. Μεταλλειολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, Μηχανικός Πετρελαίων Imperial College, πρώην διευθυντής στη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίων και στο Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους. Στο άρθρο εκφράζει προσωπικές απόψεις για την ενεργειακή πολιτική σε διαχρονικό ορίζοντα.
https://independent.academia.edu/Chiotis
https://www.researchgate.net/profile/Eustathios_Chiotis
https://energypress.gr/search-content?keys=%CE%A7%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82