Κοινοπολιτεία: Για μια νέα δόμηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, του Γιάννη Γούναρη*

9 Min Read

Οι δομές, οι θεσμοί και η πολιτική φιλοσοφία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι σήμερα, αποδείχθηκαν ολότελα ανεπαρκείς μπροστά στις κοσμογονικές προκλήσεις του 21ου αιώνα, με αποτέλεσμα να φθίνει το ίδιο το όραμα μίας Ενωμένης Ευρώπης.

Η Ευρώπη εξακολουθεί να είναι ένα μωσαϊκό εθνών, το καθένα με την ξεχωριστή του ιστορία και πολιτισμική ταυτότητα, που μοιράζονται, ωστόσο, ορισμένες κοινές θεμελιώδεις αξίες και κοινά συμφέροντα, άλλως ένα κοινό πεπρωμένο ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας. Εντούτοις, η εκτός πραγματικότητας εμμονή στην τεχνητή δημιουργία μίας υπερεθνικής ευρωπαϊκής πολιτειακής οντότητας -και μάλιστα με θεσμικό όχημα μία ξεκάθαρα τεχνοκρατική και νεοφιλελεύθερη ΕΕ- καταλήγει να στέκεται εμπόδιο στην εκπλήρωση αυτού του κοινού πεπρωμένου.

Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να περιγράψει σε αδρές γραμμές μια πρόταση για την ανασυγκρότηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με βάση τον πραγματισμό και σχεδιασμένη έτσι, ώστε να διευκολύνει τη συνοχή και τη λειτουργικότητα του θεσμικού της πλαισίου, σεβόμενη ταυτόχρονα την πολιτισμική πολυμορφία και την κανονιστική αυτονομία όλων των ευρωπαϊκών χωρών -εντός και εκτός της ΕΕ.

Πράγματι, κεντρική ιδέα αυτής της πρότασης είναι ότι η συνταγματικά δομημένη κρατική κυριαρχία δεν πρέπει να θεωρείται περίπου απαγορευμένη φράση ούτε, βέβαια, είναι συνώνυμη με τον εθνικισμό και την περιχαράκωση των απομονωτιστών. Αντίθετα, μπορεί να αποδειχθεί το πιο κατάλληλο εργαλείο για τη διασφάλιση της δημοκρατίας και του πλουραλισμού στην Ευρώπη και για την ανακούφιση, συγχρόνως, των εσωτερικών εντάσεων που υπονομεύουν τη συνεκτικότητα και, εν τέλει, την αποτελεσματικότητα των ευρωπαϊκών πολιτικών. Η αναγνώριση αυτού του γεγονότος και η παραχώρηση περισσότερου δημοκρατικού χώρου στους λαούς και τα κράτη της Ευρώπης συνιστά ανάχωμα απέναντι στις φυγόκεντρες δυνάμεις που απειλούν να βυθίσουν την ήπειρό μας σε μια οικονομική και πολιτική δυστοπία βγαλμένη από τις σκοτεινές σελίδες της Ιστορίας της, που πίστευε πως είχε αφήσει πίσω της οριστικά.

Πόσο πιθανό είναι να υιοθετήσει μια παρόμοια ρεαλιστική, αλλά και τολμηρή προσέγγιση η σημερινή Ευρώπη, ιδιαίτερα δε η ΕΕ ως ο μείζων -αλλά σε καμία περίπτωση ο μοναδικός- οργανισμός ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και συνεργασίας; Δυστυχώς, με βάση τα ως τώρα δεδομένα, αλλά και κρίνοντας από την εγγενή τάση της τελευταίας προς την αδράνεια και τον συντηρητισμό, η απάντηση είναι από ελάχιστα έως καθόλου. Διότι, κάτι τέτοιο προϋποθέτει μια ειλικρινή διάθεση ενδοσκόπησης, αυτοκριτικής και, το σημαντικότερο, ριζοσπαστικής δράσης προς μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από τις σημερινές ευρωπαϊκές ηγεσίες που έχουν, όμως, ήδη αποδειχθεί απρόθυμες ή ανίκανες για κάτι τέτοιο και δραματικά κατώτερες των περιστάσεων. Αντιθέτως, πίσω από τους αναστεναγμούς ανακούφισης κάθε φορά που κάποιο ακροδεξιό μόρφωμα δεν καταφέρνει να αναλάβει την εξουσία σε μια ευρωπαϊκή χώρα -όπως στις γαλλικές εκλογές του Μάϊου 2022- και, αντίστοιχα, πίσω από την έκφραση «έντονης ανησυχίας» όταν αυτό συμβαίνει -όπως στις ιταλικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2022- διακρίνει κανείς τη διάθεση να μην αλλάξει τίποτα ουσιαστικά. Η Ευρώπη νίκησε, ο λαϊκισμός (γενικά και αόριστα) ηττήθηκε, ή τέλος πάντων, θα αναχαιτιστεί με κάθε μέσο: αυτή είναι η μόνιμη επωδός που ακούγεται εν χορώ. Άρα, μπορούμε να συνεχίσουμε μακαρίως στην ίδια πορεία, σαν να μη συμβαίνει τίποτα.

Ακόμα χειρότερα, οποιαδήποτε άσκηση κριτικής σε αυτή τη θλιβερή κατάσταση αντιμετωπίζεται αυτόματα ως «αντιευρωπαϊσμός». Πόσο κοντόφθαλμη είναι, όμως, αυτή η νοοτροπία, όταν επιλέγει να αγνοεί τη βόμβα στα θεμέλια της θεσμικά οργανωμένης Ευρώπης που είναι η αυξανόμενη αποστασιοποίηση των Ευρωπαίων από αυτήν, ακριβώς λόγω της ταύτισής της με τον νεοφιλελευθερισμό, με την αποδόμηση του συμπλέγματος κοινωνικών και εργατικών δικαιωμάτων που κάποτε συνιστούσαν το μεγάλο επίτευγμα του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου και να αντιμάχεται κάθε δημοκρατική εναλλακτική οδό για την ανάνηψή της. Και πόσο αξιοθρήνητη, όταν ενδύεται τον μανδύα ενός κίβδηλου «ευρωπαϊσμού».

Όπως έχουν τα πράγματα, η πιθανότερη εξέλιξη και ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να συνεχίσει η ΕΕ στο ίδιο μοτίβο αποσπασματικής και ανεπαρκούς διαχείρισης των διαδοχικών κρίσεων που θα τη διαβρώνουν σταδιακά. Δηλαδή, μια αργόσυρτη πορεία απαξίωσης και παρακμής, η διάρκεια της οποίας δε δύναται να προβλεφθεί, αλλά που σίγουρα δεν προοιωνίζεται οτιδήποτε θετικό, αφού αναπόδραστα καταλήγει σε ένα άνευρο ευρωπαϊκό οικοδόμημα που, χωρίς να έχει τυπικά διαλυθεί, δε θα είναι κάτι περισσότερο από ένα θεσμικό κέλυφος κενό περιεχομένου και δίχως κάποια ιδιαίτερη βαρύτητα -πλην ίσως στον τομέα της εξυπηρέτησης οργανωμένων συμφερόντων και ομάδων πίεσης. Με την επιφύλαξη τυχόν καταλυτικών εξελίξεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις του ρωσο-ουκρανικού πολέμου στα ευρωπαϊκά κράτη, δεν είναι η εκρηκτική διάλυση αυτό που πρέπει να φοβίζει την ΕΕ, αλλά η βασανιστικά αργή αποσύνθεση: το ενδεχόμενο, τελικά, να μην κάνει διαφορά για τους ίδιους τους Ευρωπαίους και για τον υπόλοιπο κόσμο, είτε διαλυθεί, είτε όχι. Η διογκούμενη αντιδημοφιλία της ΕΕ ακόμα και σε ιδρυτικές χώρες των αρχικών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η σαφέστερη ένδειξη της οποίας είναι η διαρκώς μειούμενη συμμετοχή των πολιτών στις ευρωεκλογές, είναι εξόχως χαρακτηριστική αυτής της τάσης που θα μπορούσε, παραφράζοντας τον Έλιοτ, να περιγραφεί ως το τέλος του ευρωπαϊκού εγχειρήματος όχι με πάταγο, αλλά με έναν λυγμό. Πόσο θλιβερή κατάληξη θα ήταν αυτή, όμως, για μια ιδέα που υποσχέθηκε τόσα πολλά.

Το ζητούμενο για όσους αγωνιούν για το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον είναι εάν και πώς μπορεί να αποτραπεί μια τέτοια κατάληξη. Ακόμα, λοιπόν, και αν αυτή η μάλλον καταθλιπτική εικόνα δεν μπορεί να εμπνέει ιδιαίτερη αισιοδοξία -ή μάλλον, ακριβώς για αυτόν τον λόγο- η κατάθεση προτάσεων, η συζήτηση και ο προβληματισμός για το μέλλον της Ευρώπης μέσα στις νέες παγκόσμιες συνθήκες και η συλλογική προσπάθεια για να είναι αυτό το μέλλον περισσότερο ελπιδοφόρο από το αρκετά ζοφερό παρόν έχουν αξία και σημασία, λειτουργώντας ως παρακαταθήκη.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαίο ένα σύγχρονο θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο για την από κοινού επιδίωξη της ελευθερίας, της ειρήνης και της ευημερίας στην ήπειρό μας -χωρίς τάσεις ηγεμονισμού και επιβολής- γίνεται αντιληπτό ως μία εθελοντική κοινότητα ισότιμων εταίρων, συνδεδεμένων μέσω ενός πολυδιάστατου δικτύου πολλαπλών βαθμίδων ολοκλήρωσης, οι επιμέρους κόμβοι του οποίου -τα ευρωπαϊκά κράτη, κατά κύριο λόγο, αλλά και οι ευρωπαϊκές περιφέρειες στο μέτρο που τις αφορά- αλληλεπιδρούν εντός ενός λειτουργικού πλέγματος ενισχυμένων συνεργασιών, στις οποίες εντάσσονται -ή όχι- αυτόβουλα.

Σε αυτό το μοντέλο -το οποίο δεν περιορίζεται στην ΕΕ, αλλά την περιλαμβάνει ως μία από τις συνιστώσες του, τυγχάνει δε εφαρμοστέο και εντός αυτής- δεν υπάρχει καμία αξιολογική διάκριση ανάμεσα στους διαφορετικούς βαθμούς ολοκλήρωσης, αλλά ένα ανοικτό, οριζόντιο πεδίο πολιτικών πρωτοβουλιών και συνεργασιών. Κάθε ευρωπαϊκή χώρα έχει τη δυνατότητα να επιλέγει ελεύθερα το δικό της επίπεδο ενσωμάτωσης σε αυτό το nexus, συμμετέχοντας ή μη στα διάφορα σχήματα στενότερης ολοκλήρωσης και διαρθρωμένων συνεργασιών, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, την ετοιμότητα, τις προτεραιότητες και τις ανάγκες της.

Εν κατακλείδι: αυτό που προτείνεται είναι η προσανατολισμένη στην επίτευξη χειροπιαστών αποτελεσμάτων διαμόρφωση μιας δημοκρατικής Ευρωπαϊκής Κοινοπολιτείας, η οποία θα συμπεριλαμβάνει την ΕΕ των 27 (επί του παρόντος) κρατών-μελών, αλλά δε θα περιορίζεται σε αυτήν, καθόσον δυνητικά αφορά όλα τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και θα κάνει χρήση του ήδη υπάρχοντος θεσμικού και κανονιστικού πλαισίου που παρέχεται από την ΕΕ, αναλόγως προσαρμοσμένου. Μιας Ευρωπαϊκής Κοινοπολιτείας που δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως ένας νέος ευρωπαϊκός οργανισμός, επιπλέον των ήδη υφιστάμενων, αλλά μάλλον ως ένας νέος τρόπος σκέψης και δράσης για την ευρωπαϊκή συνεργασία και ολοκλήρωση. Συναφώς, μία δυναμικότερη ερμηνεία των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας -ήδη κατοχυρωμένων στις Συνθήκες- και η αυστηρή εφαρμογή τους σε όλα τα στάδια χάραξης ευρωπαϊκών πολιτικών είναι το καταλληλότερο εργαλείο για την επίτευξη αυτού του στόχου, χωρίς να απαιτούνται ριζικές αλλαγές στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες.

* Δικηγόρος, LLM London School of Economics, Δρ. Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών, επιστημονικός συνεργάτης του Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων ΕΝΑ

Μοιραστείτε την είδηση