Μακροχρόνιες επιπτώσεις του κορωνοϊού (Long -COVID). Των Καθηγητών Ιατρικής Κωνσταντίνου και Χαρισίου Μπουντούλα

8 Min Read

«Ενός κακού μύρια άλλα έπονται» -Σοφοκλής

 

Η πανδημία του κορωνοϊού που έχει στοιχίσει  εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές και  είχε (ακόμα έχει), μεταξύ άλλων, τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις  σε όλο τον κόσμο,  ευελπιστούμε   πως οδεύει προς το τέλος. Δυστυχώς όμως,   μελέτες έχουν δείξει πως ένας σημαντικός αριθμός ασθενών που  έχει αναρρώσει από τον κορωνοϊό,  εξακολουθεί να έχει συμπτώματα για αρκετό χρονικό διάστημα και μετά από την πάροδο  της οξείας φάσης της νόσου. Η παρουσία συμπτωμάτων  μετά  από την οξεία φάση της νόσου έχει ονομασθεί long-COVID.  Το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (National Institute of Health) των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ) έχει  ορίσει ως long-COVID την παραμονή συμπτωμάτων ένα μήνα μετά από την πάροδο της οξείας φάσης της νόσου, ενώ ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, τοποθετεί   το όριο αυτό  στους τρεις μήνες. Είναι περιττό να λεχθεί ότι όπως και στην πρώτη φάση της πανδημίας  ήμασταν απροετοίμαστοι  να αντιμετωπίσουμε τη νόσο, έτσι και τώρα δεν είμαστε  σε θέση να αντιμετωπίσουμε  επαρκώς τους ασθενείς με  long- COVID.  Για το σκοπό αυτό έχουν οργανωθεί κλινικές, αλλά ακόμα είναι στα αρχικά στάδια, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σχεδόν σε όλο τον κόσμο.   

Στις 24 Μαΐου του 2022 το American College of Physicians   (Κολλέγιο Ιατρών Εσωτερικής Παθολογίας των ΗΠΑ), οργάνωσε ένα συνέδριο  όπου παρουσιάστηκε η έρευνα από πολλές πηγές, μεταξύ των οποίων και  έρευνα  του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας  των ΗΠΑ πάνω σ ’αυτό το θέμα. Tα αποτελέσματα του συνεδρίου δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Annals of Internal Medicine   στις 27 Μαΐου του 2022.  Από  τα δεδομένα  που υπάρχουν προκύπτει ότι η συχνότητα του long-COVID   είναι 20% με 25% περίπου. Από τα υπάρχοντα στοιχεία, παράγοντες που προδιαθέτουν σε long-COVID    είναι το «ιικο φορτίο» (μεγαλύτερη ποσότητα ιού στην αρχή της νόσου  συνοδευόταν με μεγαλύτερη πιθανότητα για  long-COVID). Επίσης άτομα με αυτοανοσοποιητικά νοσήματα (π.χ. ρευματοειδή αρθρίτιδα, ερυθηματώδη λύκο, άλλα), σακχαρώδη διαβήτη, ιστορικό άγχους, κατάθλιψης ή κεφαλαλγίας είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να πάθουν  long-COVID.  Το long-COVID  εμφανίζεται στην ίδια συχνότητα  σε άτομα που είχαν νοσηλευθεί κατά την οξεία φάση της νόσου  σε σχέση με  αυτά που δεν  είχαν νοσηλευθεί.  Long-Covid όμως ήταν πιο σπάνιο σε άτομα που είχαν εμβολιασθεί  σε σχέση με αυτά που δεν είχαν εμβολιαστεί και είχαν νοσήσει από κορωνοϊό. Long-COVID δυνατόν να εμφανισθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, συνήθως όμως εμφανίζεται σε μεσήλικες (μέση ηλικία 40 ετών) και είναι πιο συχνό στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες (60% των ατόμων που έχουν long-COVID είναι γυναίκες).

Τα συμπτώματά του long-COVID προέρχονται από πολλαπλά συστήματα  είναι δε  ασαφή και μη ειδικά.   Οι ασθενείς συνήθως  παραπονούνται ότι έχουν  δυσκολία   να συγκεντρωθούν,  ότι έχουν  διαταραχές   της μνήμης, διαταραχές του ύπνου, άγχος ή και κατάθλιψη, πόνο ή άλλα ακαθόριστα ενοχλήματα στο στήθος, εύκολη κόπωση, διαταραχές της όσφρησης ή της γεύσης και  ζαλάδες. Στην κλινική εξέταση  ένα 10% περίπου παρουσιάζει ευαισθησία στο μυοσκελετικό σύστημα. Λεπτομερείς εργαστηριακές εξετάσεις (ηλεκτροκαρδιογράφημα, ακτινογραφία θώρακος, ηχωκαρδιογράφημα, λειτουργικές δοκιμασίες των πνευμόνων, δείκτες που συνοδεύονται με βλάβη του μυοκαρδίου, δείκτες φλεγμονής, δείκτες λειτουργίας ήπατος, νεφρών, αιματολογικές εξετάσεις ), δεν διέφεραν μεταξύ των ατόμων που είχαν νοσήσει και είχαν long-COVID  σε σχέση με  άτομα  που είχαν νοσήσει αλλά δεν είχαν long-COVID. Αν  και τα συμπτώματα είναι κυρίως υποκειμενικά, χωρίς να υπάρχουν αντικειμενικά  ευρήματα, αυτό δεν σημαίνει ότι τα άτομα αυτά δεν νοσούν. Απλούστατα, ίσως οι εξετάσεις που είχαν  γίνει  δεν ήταν αυτές που έπρεπε να γίνουν ή ότι η Ιατρική επιστήμη σήμερα δεν έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτά τα άτομα.  Επιπλέον, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να μην αποδίδουμε  όλα τα συμπτώματα πάντα στο long-COVID, και  να   αγνοούμε την   πιθανότητα συνύπαρξης  άλλων νόσων.

Τα ακριβή αίτια του long-COVID,   προς το παρόν τουλάχιστον,   παραμένουν άγνωστα. Πιθανολογείται ότι η ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος που συνέβη στην αρχή της λοίμωξης παραμένει  και μετά την υποχώρηση της οξείας φάσης της νόσου. Αυτό ενδεχομένως οδηγεί σε μια χρόνια φλεγμονώδη κατάσταση η οποία  και προκαλεί  τα συμπτώματα, αν και οι δείκτες φλεγμονής στα άτομα με  long-COVID δεν διέφεραν από αυτά που δεν έχουν  long-COVID. Μια άλλη πιθανότητα είναι ότι υπάρχει δυσλειτουργία του ενδοθηλίου (μεμβράνη που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των αγγείων). Επίσης πιθανολογείται  ότι δυνατόν  να έχουν   ενεργοποιηθεί  ιοί  από τους οποίους τα άτομα αυτά είχαν νοσήσει στο παρελθόν. 

Για την αντιμετώπιση  των ασθενών με long-COVID απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή από  τους ιατρούς ώστε   να μην ζητούν εργαστηριακές εξετάσεις που δεν έχουν συγκεκριμένο στόχο, και να μην αρχίζουν θεραπεία που έχει αμφίβολα αποτελέσματα και ενδεχομένως είναι επιβλαβής, όπως π.χ. κορτιζόνη, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (π.χ.Voltaren, Advil, Argoxia) και άλλα.  Η αντιμετώπιση αυτών των ασθενών πάντα πρέπει να εξατομικεύεται και  οι εργαστηριακές εξετάσεις  πάντα πρέπει  να έχουν ένα συγκεκριμένο στόχο. Η θεραπεία εν πολλοίς, εφόσον δεν γνωρίζουμε τα ακριβή αίτια, πρέπει να απευθύνεται στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων συμπτωμάτων. Χορηγούνται παυσίπονα π.χ. για την αντιμετώπιση του πόνου,  ασκήσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας των πνευμόνων εφόσον ο ασθενής έχει δύσπνοια, φάρμακα για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων από το γαστρεντερικό, φυσικοθεραπεία για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων από το μυοσκελετικό σύστημα κ.ο.κ..   Επειδή έχει αποδειχθεί ότι το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού προφυλάσσει όχι μόνο από τη νόσο, αλλά και από το long-COVID,  εφόσον ένα άτομο που έχει κάνει το εμβόλιο αρρωστήσει, συνιστάται εμβολιασμός  των ατόμων εφόσον ήδη δεν έχουν εμβολιασθεί (κάλιο αργά παρά ποτέ). Δεδομένα που να δείχνουν ότι θεραπεία με αντιικά φάρμακα θα βοηθήσουν σε αυτές τις περιπτώσεις, προς το παρόν τουλάχιστον,  δεν υπάρχουν.  

Ο ιατρός που αντιμετωπίζει άτομα με long-COVID,  πρέπει να λαμβάνει υπόψη  την πλήρη εικόνα του ασθενούς και να μην αντιμετωπίζει μόνο   μεμονωμένα συμπτώματα. Πρέπει να προσέχει ώστε στην προσπάθεια  του  να βοηθήσει να μη βλάψει τον ασθενή. Όπως είχε επισημάνει ο Ιπποκράτης, αν δεν μπορείς να κάνεις καλό, τουλάχιστο μην κάνεις κακό «Ωφελέειν ή μη βλάπτειν». 

Konstantinos Dean Boudoulas MD, Professor of Medicine/Cardiovascular Medicine, Section Head Interventional Cardiology, Director Cardiac Catheterization Laboratories, The Ohio State University, Columbus Ohio, USA

Harisios K Boudoulas, MD, PhD, PhD Hon, Professor of Medicine/Cardiovascular Medicine and Pharmacy (emeritus), The Ohio State University, Columbus Ohio, USA

Honorary Professor, Academician (an. mem.)

 

Μοιραστείτε την είδηση