50% μειωμένη η παραγωγή του κρόκου την τελευταία εικοσαετία
Η καλλιέργεια του κρόκου Κοζάνης, ενός από τα πιο πολύτιμα προϊόντα της ελληνικής γης, βρίσκεται σε κρίση τα τελευταία χρόνια. Η παραγωγή αυτού του «χρυσού», που υπήρξε πάντα σύμβολο της περιοχής, έχει μειωθεί σημαντικά, φτάνοντας μόλις τον ένα τόνο φέτος, ενώ παλιότερα οι αποδόσεις άγγιζαν τους δυόμισι τόνους. Η μείωση αυτή είναι αποτέλεσμα συνδυασμένων παραγόντων, με κύριο υπεύθυνο την κλιματική αλλαγή, αλλά και τις συνθήκες που διαμορφώνονται στην τοπική κοινωνία και την αγροτική παραγωγή να επιβαρύνουν την κατάσταση.
Φέτος, όπως και τα τελευταία τρία χρόνια, η παραγωγή του κρόκου, του «χρυσαφιού» της ελληνικής γης, θα είναι χαμηλότερη και θα φτάσει τον ένα τόνο, ενώ παλιότερα έφτανε τους δυόμισι τόνους. Η παραγωγή είναι μειωμένη κατά 50% από το αναμενόμενο, βάσει των μέσων όρων της τελευταίας εικοσαετίας. Την τελευταία εικοσαετία υπήρχε μια μέση απόδοση λίγο περισσότερο από μισό κιλό ανά στρέμμα και πλέον είναι κοντά στα 200 γραμμάρια. «Είναι πολύ λίγη η ποσότητα πλέον και δημιουργεί πολλά προβλήματα. Κάνει την καλλιέργεια μη βιώσιμη» τόνισε, μιλώντας στο «Χ», ο Πρόεδρος του Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Κροκοπαραγωγών Κοζάνης, Βασίλης Μητσόπουλος.
Όπως εξηγεί ο κ. Μητσόπουλος, η απόδοση της καλλιέργειας είναι χαμηλή και υπάρχει πτωτική τάση από το 2022 και έπειτα. Η μέση ποσότητα είναι πλέον κοντά στα 200 γραμμάρια το στρέμμα και από τη στιγμή που καλλιεργούνται 5600 στρέμματα, δεν θα υπάρχει η παραγωγή των 2-2,5 τόνων που υπήρχε παλαιότερα. Αιτία για αυτή την κατάσταση, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ο καιρός καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου και όχι μόνο κατά την περίοδο της συγκομιδής. «Βλέπουμε ακόμα και τους βολβούς του φυτού να μην αναπτύσσονται φυσιολογικά λόγω των καιρικών συνθηκών που επικρατούν τα τελευταία χρόνια. Κατά την περίοδο της άνοιξης, οι βολβοί δεν παχαίνουν όσο θα έπρεπε, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα, η ανθοφορία να είναι χαμηλή το φθινόπωρο» σημειώνει.
Προς το παρόν, ο συνεταιρισμός δεν αντιμετωπίζει μαζική αποχώρηση των μελών του, παρά τη χαμηλή παραγωγή και το μειωμένο εισόδημα που αυτή συνεπάγεται. Ωστόσο, ο κ. Μητσόπουλος εκφράζει τον φόβο του για το μέλλον: «Φοβάμαι ότι είναι κάτι το οποίο θα ακολουθήσει. Θα βλέπουμε τα μέλη μας να φεύγουν σιγά σιγά». Παράλληλα, εξηγεί πως η δημογραφική συρρίκνωση της περιοχής επιδεινώνει την κατάσταση. «Πολλοί δυνητικοί καλλιεργητές έχουν μεταναστεύσει σε άλλες περιοχές της Ελλάδας ή του εξωτερικού. Όταν οι νέοι επιλέγουν να μη μείνουν στην Κοζάνη και τα χωριά τους, μειώνονται αυτόματα οι υποψήφιοι καλλιεργητές».
Η έλλειψη εργατικών χεριών αποτελεί έναν ακόμα παράγοντα που αποθαρρύνει τους νέους από την καλλιέργεια. «Αυτό που γινόταν τα τελευταία χρόνια ήταν πως υπήρχαν και μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις με κρόκο, όπου δούλευε όλη η οικογένεια του παραγωγού, αλλά χρειαζόταν να προσλάβουν και εργάτες γης, οι οποίοι πλέον δεν υπάρχουν στην περιοχή», αναφέρει ο κ. Μητσόπουλος.
Σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης των δυσκολιών, κάποιοι παραγωγοί δοκιμάζουν να μεταφέρουν την καλλιέργεια σε πιο βόρειες περιοχές, όπως η Κοιλάδα και το Βατερό. Ωστόσο, ο κ. Μητσόπουλος παραμένει επιφυλακτικός: «Είναι ρίσκο. Κάποιοι το κάνουν και μπορεί να αποδώσει ή όχι. Δεν μπορούμε να το ξέρουμε». Ο συνεταιρισμός προσπαθεί να καταγράψει τις συνθήκες και το μικροκλίμα της περιοχής μέσω εφαρμογών ψηφιακής γεωργίας, ώστε να ταυτοποιήσουν το πρόβλημα και να βγάλουν συμπεράσματα για την απόδοση της καλλιέργειας σε διαφορετικές περιοχές. «Ο κρόκος είναι μια καλλιέργεια που αξιοποιεί τα φτωχά και μέτριας γονιμότητας χωράφια, αλλά εξαρτάται πάρα πολύ από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν», υπογραμμίζει.
Παρά τις δυσκολίες, ο συνεταιρισμός παραμένει σταθερός στις υποχρεώσεις του προς τα μέλη του. «Τη δεδομένη στιγμή μπορούμε να πληρώνουμε ένα ικανοποιητικό ποσό και σχετικά γρήγορα», δηλώνει ο κ. Μητσόπουλος. Το προϊόν εξάγεται σε περισσότερες από 20 χώρες, με συμφωνίες σε αγορές όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς και η Ελβετία να ξεχωρίζουν. Ωστόσο, η μειωμένη παραγωγή δεν επιτρέπει την κάλυψη της αυξανόμενης ζήτησης. «Για την επόμενη πενταετία, η τιμή του κρόκου δεν φαίνεται να αλλάζει, αλλά αν υπήρχαν μεγαλύτερες ποσότητες θα ήταν καλύτερο, καθώς η ζήτηση υπάρχει και δεν μπορούμε να την καλύψουμε», εξηγεί.
Για τη διατήρηση της καλλιέργειας του κρόκου, απαιτείται συνδυασμός ενεργειών, τόσο από την πλευρά της πολιτείας όσο και από τους ίδιους τους παραγωγούς. «Η πολιτεία έχει κάνει κάποια βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, όπως η μείωση της φορολογίας για τους συνεταιριζόμενους αγρότες, τα Π.Ο.Π. προϊόντα και τα προγράμματα νέων αγροτών. Όμως, δεν αρκεί. Είναι γενικότερο το πρόβλημα: ερημώνουν τα χωριά, κλείνουν τα σχολεία, δεν υπάρχουν καλές παροχές υγείας στα περιφερειακά νοσοκομεία», αναφέρει ο κ. Μητσόπουλος. Παρά τις δυσκολίες, επιμένει ότι «οι παραγωγοί πρέπει να συνεχίσουν να καλλιεργούν με την ίδια ένταση και για όλα τα υπόλοιπα θα φροντίσει ο συνεταιρισμός».
Η καλλιέργεια του κρόκου, λοιπόν, αν και βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι, παραμένει σημαντική τόσο για την τοπική οικονομία όσο και για τη διατήρηση της αγροτικής ταυτότητας της Κοζάνης. Η ανάγκη για στρατηγικές λύσεις, νέες τεχνολογίες και διατήρηση των κινήτρων, τόσο για παλιούς όσο και για νέους παραγωγούς, είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Με κοινές προσπάθειες από την πολιτεία και τους καλλιεργητές, ο κρόκος Κοζάνης μπορεί να συνεχίσει να «ακτινοβολεί» στο διεθνή χάρτη και το «χρυσάφι» της ελληνικής γης, να σταματήσει να «ματώνει».
Θένια Βασιλειάδου – www.xronos-kozanis.gr