Καταγγελίες για βίαιη απολιγνιτοποίηση και απουσία σχεδίου μετάβασης στη Δυτική Μακεδονία
Οι τελευταίες πράξεις του δράματος, όπως περιγράφεται στο κείμενο του Σωματείου Συνταξιούχων ΔΕΗ – ΑΔΜΗΕ «Ο Πυλώνας», γράφονται με τις μαζικές αποχωρήσεις εργαζομένων από σταθμούς και ορυχεία της ΔΕΗ, καθώς εκατοντάδες υπάλληλοι προστρέχουν στο πρόγραμμα εθελούσιας εξόδου που χρηματοδοτεί η επιχείρηση, βλέποντας το αβέβαιο μέλλον που τους περιμένει. Με δεδομένες τις αποφάσεις της κυβέρνησης για το οριστικό κλείσιμο του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου και των Ορυχείων και έναν χρόνο μετά τη λειτουργία της Πτολεμαΐδας 5, η ανησυχία στην περιοχή κορυφώνεται, όπως τονίζεται.
Στο κείμενο επισημαίνεται ότι «εξέπνευσαν και οι τελευταίες ελπίδες» για αλλαγή πλεύσης της κυβέρνησης όσον αφορά τον «ξαφνικό θάνατο» της περιοχής, επιμένοντας στη βίαιη απολιγνιτοποίηση με πρόσχημα το τέλος των ορυκτών καυσίμων. Τονίζεται ότι η χώρα ήταν απολύτως συμβατή με τις διεθνείς περιβαλλοντικές συνθήκες, ενώ γίνεται αναφορά στις πολιτικές άλλων ευρωπαϊκών χωρών σε σχέση με τα ορυκτά καύσιμα και τους λιγνίτες. Το κλείσιμο ακόμη και της πιο σύγχρονης μονάδας, της Πτολεμαΐδας 5, που κόστισε 2 δισεκατομμύρια ευρώ στον ελληνικό λαό, περιγράφεται ως επιλογή που οδηγεί στη πλήρη εξάρτηση από το φυσικό αέριο και στην πληθυσμιακή και οικονομική κατάρρευση της περιοχής, χωρίς να έχει προηγηθεί στοιχειώδες σχέδιο μετάβασης που θα δημιουργούσε προϋποθέσεις απασχόλησης και συγκράτησης του πληθυσμού, ιδιαίτερα των νέων.
Καταγράφονται επίσης οι κυβερνητικές εξαγγελίες για το τέλος των ορυκτών καυσίμων, οι συμφωνίες αξιοποίησης των κοιτασμάτων φυσικού αερίου και η διακίνηση υγροποιημένου φυσικού αερίου με στόχο τη μετατροπή της χώρας σε κόμβο διανομής στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη. Παράλληλα, ασκείται κριτική για την απουσία πραγματικού σχεδίου μετάβασης, κάνοντας λόγο για διαδικτυακά σεμινάρια επιμόρφωσης νέων από εταιρίες με έδρα την Αθήνα, για την κάλυψη της περιοχής με φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες χωρίς ανταποδοτικότητα, για σενάρια διαχείρισης απορριμμάτων, για την ανάπλαση των ορυχείων που «φορτώθηκε» στο σχέδιο μετάβασης, για τη μετάβαση από τον «Λευκό Δράκο» στα data centers, καθώς και για την αναβολή της σιδηροδρομικής σύνδεσης στο 2044. Αναφέρεται ακόμη ότι τα επενδυτικά κίνητρα είναι ελάχιστα, το Πανεπιστήμιο αποδυναμώνεται κάθε χρόνο, ο αγροτικός και κτηνοτροφικός τομέας παραμένουν χωρίς υποδομές, ενώ στον τουρισμό δεν υπάρχει σχεδιασμός αξιοποίησης των λιμνών, των ορυχείων, των εργοστασίων ή της βιομηχανικής κληρονομιάς.
Με ιδιαίτερη ένταση σημειώνεται ότι η περιοχή «τελείωσε και έμεινε μόνη», με τους συνταξιούχους να αποτελούν την πλειοψηφία και να στηρίζουν οικονομικά τα παιδιά τους, ενώ η νεολαία εγκαταλείπει τον τόπο. Γίνεται αναφορά στην καθημερινή εικόνα των άδειων χωριών και των αστικών κέντρων που αδειάζουν με ταχύτητα, όπως και στις δυσκολίες των παραγωγικών ηλικιών που προσπαθούν να επιβιώσουν με χαμηλούς μισθούς.
Το κείμενο καταλήγει με κάλεσμα για συντονισμένη αντίδραση από Βουλευτές, Περιφέρεια, Δήμους, Επιμελητήρια, Συνδικάτα και συλλογικότητες, προκειμένου να διεκδικηθεί ένα πραγματικό σχέδιο που θα «ανακόψει τον κατήφορο» όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά. Ζητείται να παραταθεί η λειτουργία των μονάδων, να κατασκευαστεί το σιδηροδρομικό δίκτυο, να ενισχυθούν οι υποδομές των αγροτών με αρδευτικά, βιομηχανίες και βιοτεχνίες, να δοθεί ηλεκτρικός χώρος στην αυτοδιοίκηση, στους αγρότες και στους επιχειρηματίες, και να ενισχυθεί το Πανεπιστήμιο με δυναμικές σχολές. Επισημαίνεται ότι ο κατήφορος, η εγκατάλειψη και η παρακμή είναι εμφανή σε κάθε τομέα, ενώ υπογραμμίζεται η ανάγκη συνολικής και ισχυρής αντίστασης για να μην είναι το μέλλον της περιοχής προδιαγεγραμμένο.
«Τελειώσαμε και μείναμε μονάχοι. Μείναμε μόνο οι συνταξιούχοι να βλέπουμε τα παιδιά μας να φεύγουν και την περιοχή να αδειάζει» καταλήγουν.








