Γράφει ο Παναγιώτης Δημόπουλος
Δύο σπουδαίοι μουσικοί έδωσαν μια εξαιρετική συναυλία στις 30 καρέκλες την περασμένη Κυριακή, τόσο αξιομνημόνευτη για τους ακροατές ώστε να πρέπει να μνημονευτεί και με λέξεις. Πρόκειται για τον Φαίδωνα Μηλιάδη στο βιολί και τον Θοδωρή Ιωσηφίδη στο πιάνο που συναρμολόγησαν ένα ιστορικά δόκιμο πρόγραμμα με άξονα την καλλιτεχνική δραστηριότητα στις Βρυξέλλες και το Παρίσι στο γύρισμα του 20ού αιώνα.
Η συναυλία ξεκίνησε με την Φαντασία του Pablo de Sarasate (1872) σε θέματα από την Όπερα Faust του Charles Gounod (1859). Οι δύο αξιοζήλευτοι μουσικοί κέρδισαν την εμπιστοσύνη απέναντι στο κοινό και το δεξιοτεχνικά απαιτητικό κείμενο με τους πρώτους ήχους τους, με την αρμονική πιστότητα και την καθαρή διάκριση της εκφοράς των φράσεων, ενώ η πτωτική ακρίβειά τους δεν αφαίρεσε τίποτα από τους suave χαρακτήρες των μερών. Ο κατάλογος των τεχνικών του βιολιού που ο κ. Μηλιάδης έφερε απρόσβλητα πάνοπλος ενίοτε ως ατομικό ντουέτο, άλλοτε ως εξερευνητής κάθε άκρης του οργάνου, όπως και η πληρότητα των ιριδισμών του συνόλου, δικαίωσαν ένα φωτεινό κείμενο που συχνά ακούγεται ως ορδή δυσεύρετων φθόγγων, ενώ αποτελεί μια νουνεχή σειρά από οργανικά συνδεδεμένες δραματικές σκηνές. Κάτι δύσκολο ακούστηκε εύκολο και αυτό είναι πάντα το προνόμιο της υψηλής τεχνικής.
Ακολούθησε η μεταμόρφωση της σκηνής με την Σονάτα του Claude Debussy (1918), το κύκνειο άσμα του συνθέτη όπου μεσαιωνικοί, σπανιόλικοι και νεωτερικοί συμβολισμοί συντίθενται σε έναν σχεδιασμό που όρια έχει την παιδικότητα και την σοφία, τον ανόθευτο χορό, το πρώτο νανούρισμα, το τραγούδι, την απουσία ακόμα της φωνής σε αναπόφευκτες ροές και διακοπές. Οι δύο ερμηνευτές βρήκαν τις σωστές ακουαρέλες και γραμμώσεις για τον χώρο και την στιγμή, κάλυψαν τις δυναμικές εκτάσεις που έπρεπε και ανταποκρίθηκαν στις φωνητικές και ορχηστρικές διαχρονίες του κειμένου. Τα idée fixe σινιάλα και οι συμβολισμοί των εκφορών, οι εισαγωγικές, κύριες και εφύμνιες χειρονομίες, αλλά και όλοι οι δραματουργικοί ή αφαιρετικοί χαρακτηρισμοί ήσαν ζωντανοί και παρόντες· ως αποτέλεσμα επετεύχθη μια σπάνια ισορροπία χωρίς κονστρουκτιβισμό αλλά με την αρμόζουσα αρχιτεκτονική αίσθηση, χωρίς ηδυπάθεια αλλά με τον προσήκοντα αισθαντισμό. Οι ηχητικές ποικιλίες της ερμηνείας ανέπτυξαν κάτι συνεχές και συναφές, αντιμετωπίζοντας με σπάνια διαύγεια τους δύσκολους συνεκτικούς στόχους ενός κειμένου που εικονογραφεί με περικοπές.
Το πρώτο μέρος ολοκληρώθηκε με μια επιστροφή στον κόσμο της δεξιοτεχνίας, με το Caprice d’après l’étude en forme de valse de Saint-Saëns γραμμένο από τον Eugène Ysaÿe (1901) ως «επέκταση» της έκτης σπουδής για πιάνο από το έργο αρ. 53 του Camille Saint-Saëns. Ως πιστοί και τελειομανείς υπηρέτες του εξεζητημένου κάλλους οι δύο μουσικοί απέβαλαν από την δεξιοτεχνική απαίτηση του κειμένου κάθε αγχογόνο αίσθηση και εντόπισαν τις παύσεις και αναπνοές που συνήθως χάνονται στις εκτελέσεις δεξιοτεχνικών έργων. Το φρενήρες βαλς και οι ευαισθησίες και ευγένειες του έργου υπηρετήθηκαν από την bravura και όχι τούμπαλιν. Μοιάζει αυτονόητο, αλλά είναι σχεδόν πάντα αδιανόητο.
Σε αυτό το σημείο θα μπορούσε να έχει ολοκληρωθεί μια άρτια καλλιτεχνική παρουσίαση, όμως οι μουσικοί έκαναν ένα μικρό διάλειμμα υποσχόμενοι την επιστροφή τους για να ερμηνεύσουν την παροιμιώδη και περίφημη Σονάτα για βιολί και πιάνο σε λα μείζονα γραμμένη από τον César Franck (1886), έργο αφιερωμένο στον Ysaÿe ως γαμήλιο δώρο.
Το έργο αυτό που προσωπικά δεν με συγκινεί και ίσως να μην με συγκινήσει ποτέ, προφανώς λόγω αδυναμίας μου, προσφέρει ωστόσο ένα πολύτιμο σύμπαν: στο πρώτο μέρος τους διαλόγους, τους αντιλόγους και τους καταλόγους από μονοπάτια μετατροπιών στο σύστημα μείζονος-ελάσσονος τρόπου, τους αναχρονισμούς της Sturm und Drang δραματουργίας αλλά και την ακαδημαϊκή ουδετερότητα. Στο δεύτερο μέρος έναν διχασμό από βούτυρο και ξυράφι, νέφος και γη, πυρ και ύδωρ, όνειρο και εφιάλτη ανιόντων και κατιόντων αγώνων. Στο τρίτο μέρος μια φαντασμαγορική διαστολή της αρμονίας και συστολή της έκφρασης, στην πιο λυρική στιγμή του κειμένου, γεμάτη αυτή νυχτερινές εντάσεις αλλά και πρώτες πρωϊνές ανταύγειες· έως και περιέχουσα μια ασαφή προήχηση της σονάτας του Debussy. Και στο τέταρτο μέρος, μια τροχαϊκή άρια τύπου γαλλικού κανόνα σε ένα απελπισμένο αλλά στοργικό rondo που επιδιώκει την επιστροφή στον χαμένο διάλογο, πριν απoχωρήσει με μία εξόδιο promenade.
Οι δύο ερμηνευτές τήρησαν την υπόσχεσή τους. Ο κ. Ιωσηφίδης επιφορτισμένος να ερμηνεύσει το «κονσέρτο για πιάνο» που φέρεται ως συνοδεία, έπραξε ακριβώς αυτό με όλους τους τόνους και τρόπους, όχι ως αναγνώστης εγχειριδίου αλλά ως εικονογράφος μιας ολόκληρης εγκυκλοπαιδικής παράδοσης. Ο δε κ. Μηλιάδης τον οδήγησε και τον ακολούθησε όπου και όταν έπρεπε, σε όλες τις περιοχές και φωτοσκιάσεις, με ποιητική διάθεση και με το βάρος της λαλιάς του συνθέτη: ο Franck ήταν οργανίστας και οι δύο ερμηνευτές αναγνώρισαν την προδιάθεση σε όλα τα ρέτζιστρα: το πιάνο κάποτε ακούστηκε ως πεντάλ 32 ποδών και το βιολί κινήθηκε ευέλικτα από τις clarion στις diapason και ακόμα και στιςnasard και larigot ακουστικές περιοχές. Οι δύο ερμηνευτές συνέπραξαν εδώ ως συναγωνιστές σε αγώνα διατυπώσεων και όχι ως διαγωνιζόμενοι για τις εντυπώσεις. Το tour de force της βραδιάς και ένα ειδικό βραβείο στον πιανίστα για την επίδοση, αφού ο γράφων αναγνωρίζει τον απύθμενο και επικίνδυνο βυθό του κειμένου.
Μετά από όλα αυτά το γοητευμένο ακροατήριο απαίτησε περαιτέρω μουσική και έλαβε ένα και μοναδικό τεμάχιο που όμως επελέγη με μουσική και φιλολογική ευστοχία. Μουσική μεν επειδή η απλή μελωδία και συνοδεία της έσβησαν με τις κατάλληλες χροιές και τους σωστούς τόνους τον ήχο της βραδιάς. Φιλολογική δε επειδή επρόκειτο για μεταγραφή του τραγουδιού Après un rêve του Gabriel Fauré (1878). Οι τελευταίοι στίχοι του, γραμμένοι από τον Romain Bussine, περιγράφουν την περίσταση του ρεσιτάλ και την επίγευσή της:
Είδαμε άγνωστες, λαμπρές κι ουράνιες φλόγες…
σε καλώ, νύχτα, επίστρεψέ μου την ψευδαίσθηση
γύρνα με λάμψη, γύρνα μυστηριώδη νύχτα
Πράγματι λυπούμαστε όλοι που οι δύο μουσικοί έπρεπε, μολαταύτα, να φύγουν. Σε έναν πιο ευνοϊκό κόσμο, η μυστηριώδης νύχτα τους θα παρέμενε εδώ και τώρα.