Μια ματιά στην Κοζάνη του 1960 μέσα από τις λέξεις του Μιχάλη Πιτένη- Στα σκαριά το νέο του μυθιστόρημα «Η φωτογραφία»

4 Min Read
Η φωτογραφία είναι του Μάρκου Πατσίκα

Ένα μικρό απόσπασμα από το νέο του μυθιστόρημα, το οποίο αναμένεται το επόμενο χειμώνα, μοιράζεται ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Μιχάλης Πιτένης. Όπως λέει «το να γράφεις για το χιόνι μες τον καύσωνα, το λες και ανάσα δροσιάς ή προσπάθεια να παραμυθιαστείς μόνος σου. Η ιστορική, πια, φωτογραφία είναι του φίλου Μάρκου Πατσίκα και το κείμενο οι πρώτες σειρές του μυθιστορήματος που πασχίζω να στήσω και ξεκινά στην Κοζάνη του 1960 και θα ‘χει τίτλο “Η φωτογραφία”.

Ακολουθεί το απόσπασμα:

- Advertisement -

“Πήρε να χιονίζει με το πρώτο σκοτάδι. Στην αρχή λίγες, αραιές, νιφάδες. Πύκνωσαν. Ψύχρανε. Σφάλισαν τα παντζούρια. Το κρύο γλίστρησε μες απ’ τις χαραμάδες. Σύρθηκε στα πατώματα. Τα πόδια ξύλιασαν. Τα χνώτα πάσχιζαν να ζεστάνουν τα χέρια. Οι νοικοκυρές έριξαν κι άλλα κάρβουνα στις μασίνες και δοκίμασαν με το δάχτυλο την θερμοκρασία του νερού που έβραζε μες το δοχείο. Τα παιδιά μαζεμένα πάνω στα ντιβάνια της κουζίνας κρατούσαν την ανάσα τους με την ελπίδα να την γλιτώσουν. Μάταια. Μόλις το νερό ετοιμάζονταν το πρώτο παιδί ανέβαινε τουρτουρίζοντας στον νεροχύτη και έκλεινε τα μάτια μέχρι να το νιώσει να κυλάει ζεστό στην πλάτη του και την σκληρή πλάκα του πράσινου σαπουνιού να ξύνει το δέρμα του. Κι ύστερα, στοιβαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, κουκουλωμένα με το πάπλωμα ίσα με την μύτη, πειράζονταν μεταξύ τους, τσιμπώντας και σπρώχνοντας το ένα το άλλο μέχρι ν’ ακουστεί για δεύτερη ή τρίτη φορά η αγριεμένη φωνή της μάνας.

  • Σκάστι. Ύπνου!

Στο δρόμο, μια παρέα νεαρών, με ξεκούμπωτα τα παλτά τους αλλά με τους γιακάδες τους σηκωμένους, έστησαν χιονοπόλεμο και σήκωσαν την γειτονιά στο πόδι μέχρι ν’ ακουστεί μια βαριά ανδρική φωνή.

  • Δεν έχτι σπίτια ισείς; Άιντι μην βγω όξου κι σας χιρίσω…

Οι νεαροί απομακρύνθηκαν αφήνοντας πίσω τους τον αντίλαλο του γέλιου τους και τα χνάρια τους πάνω στο χιόνι, την ώρα που από την απέναντι γωνία εμφανίστηκε ένας άντρας που μόλις πρόλαβε να στηριχτεί στον τοίχο ενός αυλόγυρου. Στο επόμενο βήμα τα πόδια του άνοιξαν και έκλεισαν απότομα και προσγειώθηκε με τα μούτρα στο λευκό απαλό στρώμα πριν προλάβει ν’ απλώσει τα χέρια για να προστατευτεί απ’ την πτώση. Ασάλευτος, σιωπηλός, λες και αποκοιμήθηκε πέφτοντας με τα ρούχα στο κρεβάτι του μετά από μια πολύ κουραστική μέρα. Βαριά, δυσκολεμένη, έβγαινε η ανάσα απ’ το μισάνοιχτο στόμα του λιώνοντας το φρεσκοστρωμένο χιόνι. Η ξύλινη αυλόπορτα έτριξε κι η μαυροφορεμένη με την ζακέτα της ριγμένη στους ώμους ξεμύτισε. Με αργά, σταθερά βήματα, σέρνοντας τις παντόφλες της, ζύγωσε τον πεσμένο. Μια ματιά κι ύστερα κούνησε το κεφάλι κι έβαλε φωνή.

  • Κατίνα. Ου θκος  είνι! Γριντώθκιν.  Πχιάλα. Άκσις;

Η Κατίνα δεν αποκρίθηκε. Προσέτρεξε φουριόζα, χωρίς πανωφόρι. Έσκυψε, άρπαξε με δύναμη τον πεσμένο απ’ τους αστραγάλους, τον έστριψε κατά το σπίτι κι άρχισε να τον τραβάει σαν να ‘ταν σακί, μουρμουρίζοντας.

  • Μιθούκα μι τουν μιθούκα σ’. Απ’ να ξιπατώνουσαν κι να μην φαίνουσαν, απ’ μ’ έφαγις τα σκώτια!

Η μαυροφορεμένη κούνησε το κεφάλι της αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό και κοίταξε προς την άκρη του δρόμου. Ο δικός της ακόμα να φανεί. Σταυροκοπήθηκε. Ξημέρωνε Κυριακή.

Χιόνιζε μέχρι το ξημέρωμα. Οι νιφάδες αραίωσαν αλλά συνέχιζαν να πέφτουν. Σταμάτησαν μόλις γέμισε το φως. Λευκό παντού. Το μάτι χανόταν. Δυσκολευόταν να βρει άλλο χρώμα για να πιαστεί. Δρόμοι κι αυλές ένα. Λοφάκια κάτασπρα σκαρφάλωναν μέχρι τα περβάζια των παραθύρων των ισογείων. Εξώπορτες καλυμμένες μέχρι την μέση. Τα πόδια βούλιαζαν μέχρι το γόνατο. Στο δεύτερο, στο τρίτο βήμα, βάραιναν, γίνονταν ασήκωτα. Οι πιο τολμηροί έφτασαν στην εκκλησιά αργοπορημένοι…”

Μοιραστείτε την είδηση