ΜΙΣΘΙ / ΜΙΣΤΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ
(Μίσθι, Μίσλυ, Misti, Misli, Misly, Mistli, Mysti, Mustilia, Moustila, Misthi, Μιστί, Μισθί, Mystília και σήμερα Konaklı)
Σταύρου Π. Καπλάνογλου
Συγγραφέα – Ιστορικός ερευνητής
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το Μιστί ή Μισθί (στα Τούρκικα Konaklı), είναι πρώην ελληνική κωμόπολη στην ιστορική περιοχή της Καππαδοκίας.
ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ
Βρισκόταν 82 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της περιφερειακής πρωτεύουσας Καισάρειας. Διοικητικά, αποτελούσε τμήμα της κοντινής πόλης Νίγδης, που βρισκόταν 26 χιλιόμετρα βόρεια-βορειοδυτικά σε υψόμετρο 1380 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
ΤΟ ΟΝΟΜΑ
Το Μίσθι είναι ένας παλιός οικισμός, παλαιότερα γνωστός κυρίως ως Misthi, Mustbilia, και ως Misli. Διαχρονικά εμφανίζονται τα ονόματα Μίσθι, Μίσλυ, Misti, Misli, Misly, Mistli, Mysti, Mustilia, Moustila, Misthi, Μιστί, Μισθί, Mystília και σήμερα Konaklı.
Μισθί
Υπάρχουν πολλές απόψεις για την προέλευση του ονόματος.
Κάποιοι λένε ότι το πήρε από τους μισθοφόρους του, οι οποίοι αναφέρονται στο βιβλίο του Ξενοφώντα “Κύρου Ανάβαση”. Μια άλλη εκδοχή είναι αυτή του Αναστασιάδη, ο οποίος υποστηρίζει ότι η πόλη χτίστηκε από Έλληνες μισθοφόρους που ήταν μέρος του στρατού του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Ρίζος (1856), από την άλλη, ισχυρίζεται ότι οι κάτοικοι του Μισθίου κατάγονταν από τα ελληνικά νησιά Δήλο, Λήμνο και Νάξο, ενώ ο Καρολίδης υποστηρίζει ότι οι κάτοικοι του Μίσθι ήταν απλώς Έλληνες από τις κατώτερες λιμενικές πόλεις που ήρθαν στο Μίσθι για να δουλέψουν ως έμμισθοι εργάτες αγρότες.
Πολλοί πάλι υποστηρίζουν ότι το όνομα είναι γένους θηλυκού, δηλαδή η Μυστή και όχι Μιστί.
Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν ότι η πρώτη άποψη είναι η σωστή. Στην απόμακρη εκείνη περιοχή έχτισαν οι στρατιώτες του Ξενοφώντα το χωριό τους, που το ονόμασαν Μισθί, επειδή ήταν μισθοφόροι. Από το Μίσθιοι, δηλαδή μισθωτοί ή μισθοφόροι.
Μίσθιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μίσθιος (που παίρνει μισθό) < αρχαία ελληνική μισθός (λόγιο), που εργάζεται ή πραγματοποιείται λαμβάνοντας μισθό.
Μισθεία ή Μίσθια
Στα Βυζαντινά χρόνια οι Μιστιώτες ήταν καστροπολεμίτες, και το χωριό τους ήταν τότε το μεγάλο Βυζαντινό κάστρο “Μισθεία” ή “Μίσθια”.
Γκιούλ Σεχίρ (ροδίνη πόλη)
“…Η πολίχνη εκαλλωπίσθη και ηυξήθη το 1776 υπό του Καρά Βεζίρ, ο οποίος την μετωνόμασεν Γκιούλ Σεχίρ (ροδίνη πόλη). Μετά ταύτα προσήλθον και άλλοι άποικοι, ομιλούντες διάλεκτον ομοίαν προς τας περικείμενας χώρας και προς την της Μισθής.”
ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΟ 1922
Από τα πιο αμιγή ελληνοχριστιανικά χωριά της Καππαδοκίας ήταν το Μιστί. Οι κάτοικοι του ήταν φιλειρηνικοί.
Στα χρόνια 1800-1840 πολλοί Μιστιώτες έφυγαν από το χωριό τους και δημιούργησαν αποικίες σε άλλες περιοχές. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι αρκετοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Αραβισό, που βρισκόταν βόρεια του Άλυ ποταμού.
Τα νέα χωριά που δημιούργησαν ήταν το Τσαρικλί, το Τσελτέκ, η Δήλα, και το Καράτζορεν στα μεταλλεία του Ταύρου.
Πολλοί επίσης Μιστιώτες εγκαταστάθηκαν στο χωριό Σεμέντρα και στο Ιντζέσου, όπου ζούσαν σε δική τους γειτονιά με το όνομα “Μισθιλί”.
Από το Μιστί δημιουργήθηκαν άλλα δύο χωριά: τα Δήλα, που διοικητικά ανήκαν στην περιφέρεια της Νεαπόλεως, και το Τσαρικλί, που ανήκε στην περιφέρεια της Νίγδης.
Πρόσφυγες από το Μισθί ανέφεραν ότι στο τέλος του 19ου αιώνα οι κάτοικοι του πλησίαζαν τις 4000 περίπου.
Για αργότερα ανέφεραν ότι είχε 5-6000 κατοίκους, οι οποίοι κατοικούσαν στους μαχαλάδες Αρπαντζή, Κιουμουρτζή, Ασιμλού και Σαρλού.
Για να μείνουν λίγο πριν την ανταλλαγή, τετρακόσιες χριστιανικές οικογένειες, περίπου 2400 όλοι Έλληνες.
ΥΠΟΓΕΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ
Η πόλη μας είναι ένας αρχαίος (Musthilia, δηλαδή το Misli) υπόσκαφος οικισμός. Το Μιστί ήταν ένα χωριό σκαλισμένο στο έδαφος.
Το έδαφος στην περιοχή αποτελείται από μαλακό βράχο, ο οποίος ήταν πολύ εύκολο να λαξευτεί. Με τον τρόπο του λαξεύματος δημιούργησαν τα υπόγεια σπίτια τους, τα οποία διαμόρφωναν σύμφωνα με τις ανάγκες τους.
Το χωριό σκαλίστηκε στο υπέδαφος λόγω της ανάγκης που είχαν οι κάτοικοί του να προστατευτούν από εξωτερικούς κινδύνους, όπως ήταν οι επιδρομές ληστών και από την έννομη τάξη των Τούρκικων αρχών, καθώς απέφευγαν την κατάταξή τους στον τουρκικό στρατό.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Μιστί, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε το 401 π.Χ. από Έλληνες μισθοφόρους στρατιώτες, που πήραν μέρος στην εκστρατεία του Πέρση βασιλιά Κύρου κατά του αδελφού του, Αρταξέρξη. (Το φαινόμενο των Ελλήνων μισθοφόρων πολεμιστών σε στρατούς ξένων ηγεμόνων ήταν πολύ συνηθισμένο εκείνα τα χρόνια, γιατί οι Έλληνες πολεμιστές ξεχώριζαν για την αντρειοσύνη και την αποτελεσματικότητά τους σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις.)
Η ονομασία που δόθηκε σχετίζεται με το επαγγελματικό τους status: οι Μίσθιοι ήταν μισθωτοί στρατιώτες ή μισθοφόροι.
Μίσθιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μίσθιος (που παίρνει μισθό) < αρχαία ελληνική μισθός (λόγιο), που εργάζεται ή πραγματοποιείται λαμβάνοντας μισθό.
Στο Μιστί έφεραν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, οργάνωσαν τη ζωή τους και έμειναν ως την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924, διατηρώντας τα ήθη και τα έθιμα του τόπου τους. Πολλοί Μιστιώτες διατήρησαν την παράδοση να ζουν από τα επαγγέλματα του εμπορίου και του αμπελουργού.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η πόλη και οι κάτοικοί της διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της περιοχής. Το Μιστί αποτέλεσε σημείο συνάντησης και πολιτιστικού σταυροδρόμι, και η πολιτιστική του κληρονομιά αντέχει ως μαρτυρία των αιώνων, διατηρώντας τη σύνδεση με την αρχαία ελληνική παράδοση και κουλτούρα.