Ο λιγνίτης δεν έχει θέση στο ενεργειακό μέλλον της χώρας. Tου Νίκου Μάντζαρη*

6 Min Read

Η πρόοδος των ΑΠΕ τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Το πρώτο πεντάμηνο του 2023, σχεδόν το 60% της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο δίκτυο προήλθε από ΑΠΕ και μεγάλα υδροηλεκτρικά. Την ίδια στιγμή συνεχίζεται η κατακόρυφη πτώση του ορυκτού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, ενώ ο λιγνίτης κινείται σε μερίδια κάλυψης της ζήτησης κάτω από το 10%. Αν η χώρα συνεχίσει σε αυτό το μονοπάτι έως το τέλος του έτους, τότε είναι πολύ πιθανόν ο τομέας της ηλεκτροπαραγωγής να καταγράψει μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου περισσότερο από 25% σε σχέση με το 2022, έτος κατά το οποίο σημειώθηκε ιστορικό χαμηλό με εκπομπές 19,3 εκατ. τόνων.

Παρότι ευεργετικές για το κλίμα και το κόστος των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας, αυτές οι εξελίξεις φαίνεται να έχουν δυσαρεστήσει τη βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων στη χώρα μας. Κατ’ αρχάς εκφράζονται πολλές αντιρρήσεις για τη στόχευση του υπό αναθεώρηση Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα να περιορίσει την κατανάλωση ορυκτού αερίου κατά 50% το 2030 σε σχέση με το 2021, παρά το γεγονός ότι ο στόχος αυτός κινείται κάτω από τα επίπεδα μείωσης που έχουν τεθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο με το REPowerEU για το 2030, και η κατακόρυφη μείωση στη χρήση αερίου που πέτυχε η χώρα κατά τη διάρκεια της κρίσης ήταν περισσότερο από εντυπωσιακή.

- Advertisement -
Ad image
- Advertisement -
Ad image

Ταυτόχρονα, πυκνώνουν οι φωνές που ζητούν την αναβολή της απολιγνιτοποίησης με αιχμή του δόρατος την παράταση ζωής της λιγνιτικής μονάδας «Πτολεμαΐδα 5». Η μονάδα αυτή, που βρίσκεται ακόμη σε δοκιμαστική λειτουργία, αποτελεί το μεγαλύτερο διακομματικό λάθος στη σύγχρονη ιστορία της ελληνικής ενεργειακής πολιτικής, καθώς η επένδυση προωθήθηκε σε μια περίοδο που η Ευρωπαϊκή Ενωση απομακρυνόταν ολοταχώς από τον λιγνίτη και δεν υπήρχε κανένα περιθώριο για την οικονομική της βιωσιμότητα. Ωστόσο εξακολουθούν να υπάρχουν υποστηρικτές της παράτασης λειτουργίας της και μετά το 2028, την καταληκτική ημερομηνία της λιγνιτικής της υπόστασης, η οποία μάλιστα αποτυπώνεται και στον πρώτο Εθνικό Κλιματικό Νόμο. Η κύρια εναλλακτική που προτάσσεται είναι η συνέχιση της λιγνιτικής λειτουργίας σε συνδυασμό με τεχνολογίες δέσμευσης και αποθήκευσης ή χρήσης άνθρακα (CCSU), προκειμένου να περιοριστούν ή και να εξαλειφθούν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και το αντίστοιχο υπέρογκο κόστος που πληρώνουν οι λιγνιτικές μονάδες στο χρηματιστήριο ρύπων.

Το κύριο επιχείρημα υπέρ μιας τέτοιας προοπτικής συνίσταται στη μη απαξίωση μιας επένδυσης που κόστισε 1,4 δισ. ευρώ. Επίσης, παρά το γεγονός ότι πάνω από 1,4 δισ. ευρώ θα διατεθούν την περίοδο 2021-2027 μέσω του Προγράμματος Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΠΔΑΜ) για τη στροφή των τοπικών οικονομιών στις λιγνιτικές περιοχές σε βιώσιμη κατεύθυνση, οι θιασώτες της λύσης CCSU εξακολουθούν να παρουσιάζουν τη διαιώνιση της εξόρυξης λιγνίτη ως αυταξία που υπηρετεί το συμφέρον της τοπικής κοινωνίας, και είναι περίπου μονόδρομος για την καταπολέμηση της ανεργίας που έχει χτυπήσει κόκκινο στην περιοχή. Στα επιχειρήματα συχνά επιστρατεύεται και το παράδειγμα της Γερμανίας, η οποία καταρτίζει πολιτική διαχείρισης άνθρακα, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται ότι αυτή δεν αφορά λιγνιτικές μονάδες –αφού αυτές θα κλείσουν έως το 2030–, αλλά άλλες βιομηχανικές διεργασίες, όπως η παραγωγή τσιμέντου ή χάλυβα, όπου οι εναλλακτικές για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος είναι περιορισμένες.

Κατά τα άλλα, αποφεύγεται συστηματικά η οποιαδήποτε αναφορά στο κόστος εγκατάστασης συστημάτων CCSU ή στο επιπλέον κόστος λειτουργίας. Είναι γνωστό ότι τέτοια συστήματα είναι ενεργοβόρα, μειώνοντας τον συνολικό βαθμό απόδοσης και αυξάνοντας συνεπώς το κόστος λειτουργίας. Κι όμως, ανάλυση έχει δείξει ότι το συνολικό σταθμισμένο κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από την «Πτολεμαΐδα 5» σε συνδυασμό με CCS είναι με διαφορά το υψηλότερο σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική έχει κατά καιρούς προταθεί για το μέλλον της μονάδας (μετατροπή σε μονάδα βιομάζας, αντικατάσταση από μονάδα ορυκτού αερίου ή μετατροπή σε μονάδα θερμικής αποθήκευσης).

Επίσης, καμία αναφορά δεν γίνεται στα αποτελέσματα της εφαρμογής παρόμοιων λύσεων σε άλλες λιγνιτικές μονάδες ανά την υφήλιο. Ισως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μονάδα της Petra Nova στο Τέξας των ΗΠΑ, η οποία έκλεισε το καλοκαίρι του 2020, ενώ όσο λειτουργούσε κατόρθωνε να δεσμεύει μόλις το 33% των παραγόμενων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Ενδεικτικό της αποτυχίας του εγχειρήματος είναι το γεγονός ότι, τον Οκτώβριο του 2022, μερίδιο 50% της εγκατάστασης πωλήθηκε για 3,6 εκατ. δολάρια, λιγότερο από 0,5% του κόστους εγκατάστασής της, το οποίο έφτασε το 1 δισ. δολάρια.

Τέλος, οι υποστηρικτές των τεχνολογιών CCSU για την «Πτολεμαΐδα 5» ξεχνούν τη δυσκολία που θα έχει η χρηματοδότηση της σχετικής επένδυσης. Ο νέος ευρωπαϊκός κανονισμός για τις βιώσιμες επενδύσεις αποκλείει από τη χρηματοδότηση όλες τις υποδομές που στηρίζονται σε στερεά ορυκτά καύσιμα, καθώς είναι προφανές ότι για την ηλεκτροπαραγωγή ειδικά υπάρχουν ήδη ώριμες, φθηνότερες και περιβαλλοντικά βιώσιμες λύσεις.

Η διαιώνιση της λιγνιτικής λειτουργίας της «Πτολεμαΐδας 5» θα επιβαρύνει ποικιλοτρόπως το κόστος ηλεκτροπαραγωγής και το περιβάλλον. Το συμφέρον τόσο για τη χώρα όσο και για τη Δυτική Μακεδονία επιβάλλει οριστική αλλαγή σελίδας και αποφασιστική στροφή σε ΑΠΕ σε συνδυασμό με αποθήκευση και εξοικονόμηση ενέργειας.

Ο Νίκος Μάντζαρης είναι Συνιδρυτής – Αναλυτής πολιτικής στο Green Tank

Μοιραστείτε την είδηση