Αν κανείς προστρέξει στην Εurostat θα διαπιστώσει πως το διαθέσιμο ισοδύναμο εισόδημα των Ελλήνων μειώθηκε κατά περίπου 30% τα προηγούμενα 15 χρόνια. Αν κανείς προσθέσει στο φαινόμενο τον εορτασμό των κρατικών δημοσιονομικών εκπλήξεων και αιφνιδιασμών – πάντα δυσάρεστων σαν έκτακτο τέλος ή πρόστιμο – τότε το υπόλοιπο 70% χάνει αρκετή από την αξία του. Αν κανείς επίσης αφαιρέσει από το εισόδημά του την πληθώρα παράλογα προσαυξημένων απαιτήσεων και φαντασμαγορικών επιτοκίων που η πλειοψηφία επωμίστηκε, πολλαπλάσια από όσα προέβλεπε το μονομερώς ματαιωμένο κοινωνικό συμβόλαιο που είχε συνάψει, τότε μάλλον μιλάμε για το ήμισυ του ισοδύναμου. Κι αν κανείς ζει στην Δυτική Μακεδονία, τότε πιθανότατα πρέπει να αφαιρέσει από την εξίσωση και την δυνατότητα αυτενέργειας για την βελτίωση των οικονομικών του επιδόσεων και θα πρέπει να δεχθεί πως ζει αιχμάλωτος, ισοδύναμος μικρού κλάσματος του παλιού του εαυτού. Εν ολίγοις η εργασία πληρώνεται μέρα-παραμέρα. Εν πολλοίς εργάζεται κανείς 40 έτη και αποζημιώνεται σκάρτα 20. Εν τέλει, αρρωσταίνει κανείς και δανείζεται, πεθαίνει και χρεώνονται οι επόμενοι. Εν τάχει η αγορά αυτορυθμίζεται, σωστός χρησμός, ψηλά κι αγνάντι. Αλήθεια, τολμάμε ακόμη να ασκούμε κριτική στον βάναυσο φόρο της δεκάτης, να όμως που το Ευρώ προέκυψε το Γιούρω του Γιουρούκου.
Δεν χάθηκε ο κόσμος· χάθηκε όμως η οικονομία. Έκανε φτερά. Την εξαφάνισε ο περίφημος, διαχρονικά επανεμφανιζόμενος εθνικός αρχιλογιστής ήρως Φούφουτος. Στο μεταξύ, στην γλώσσα του Φούφουτου όλα είναι θέμα ψυχολογίας κι αλληλούια: οι αγορές αναβαθμίζονται και αναπτυξιακές επενδύσεις δισεκατομμυρίων ωριμάζουν και οσονούπω έρχονται, μοχλεύονται, καλομαγειρεύονται με δικαιούχους πάντα όσους ομιλούν τα πιο ακατάληπτα και κωμικά γκρηκλέζικα. Πόσο θα θέλαμε να έχει, έστω μια φορά, δίκιο αυτή η μπαχαρική πρωτογλώσσα, αλλά πόσο ο συλλογικός, λαίμαργος Φούφουτος που ευαγγελίζεται όλα αυτά τα μυθεύματα δεν ξέρει ποτέ τι λέει. Αξιώνει ωστόσο να τον πιστέψουν όλοι. Έπειτα, όσοι δεν τον πιστεύουν είναι συνωμοσιολόγοι και αρνητές της μεγάλης δοθείσης ευκαιρίας, της νέας ηλεκτρικής οικογραβάτας, της επιβεβλημένης ψηφιακής Τσετσενίας και του χρηματιστηρίου ελπίδας. Αντί εργασίας η επανακατάρτιση, αντί προκοπής η αόριστη «μετάβαση», αντί παραγωγής πλούτου η ορισμένη διάβαση γονυπετών προς Άγιο Παντελεήμονα και το ψηλό, ανακαινισμένο ξωκκλήσι του αλουμινόχαρου Άη-Έσπα. Κι όμως, επιμένει το μεγάφωνο να ανακοινώνει μέτρα-ασύμμετρα, προγράμματα-αγράμματα, νόμους χωρίς ζωή. Και η ζωή, παρ’ όλα τα συνθήματα, σκύβει σε όλο και πιο δριμεία κατάσταση σκολίωσης και υποβάλλει επιλέξιμα σέβη και αιτήσεις συμπερίληψης στο κοιμητηριακό, νεοφυές δίκτυο, σε εθιμικές τελετές μαύρης βλακείας.
Μέσα σε όλα αυτά, πήρε το αυτί μας είδηση υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος, ίσως το πλέον χαρακτηριστικό και ακατανόμαστο του αιώνα μας, να ασκεί κριτική στους Έλληνες για την τάση τους να εκφράζουν υπερβολική δυσφορία. Το μικρότερο κακό αυτό, αλλά κακόγουστο αστείο. Το πραιτώριο και οι πολιτευτές σε απόσταση βολής από την εκτελεστική εξουσία θα πρέπει πάντως να αντιληφθούν πως η αρνητική ψήφος τους ανήκει πλέον συντριπτικά, και αυτό δεν μπορεί να είναι αδιάφορο. Είναι κατανοητή η Τσαουσέσκειος υπεκφυγή στα όρη και βουνά των συγκοινωνουσών ιδεολογιών του δικαιωματισμού και του εκσυγχρονισμού, ή στη μωροδοξία της σταδιοδρομίας και τις δεξαμενές της αγανάκτησης, αλλά δεν είναι ούτε δικαιολογημένη ούτε αποδεκτή ως κοινός βωμός. Η πολιτική πρέπει να αφορά τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, κι όχι τα κέρματα των υπο-ομάδων και μονάδων της. Κι η πρώτη ανάγκη αυτήν την στιγμή είναι η εξασφάλιση παραγωγικής εργασίας και η επιστροφή του εισοδήματος σε φυσιολογικά επίπεδα. Ούτε λόγος για παραγωγική ανασυγκρότηση και τα τοιαύτα λησμονημένα ελληνικά, αρκεί απλώς αρχικά να γίνει το οικουμενικά αυτονόητο: οι άνθρωποι να εργάζονται παραγωγικά και να αμείβονται. Αλλιώς θα φύγουν. «Ε, και;» απαντάει ο Φούφουτος, «θα βρούμε άλλους». Σε αυτήν την απάντηση συνοψίζεται το πνεύμα του, που γράφεται πλέον καθαρά με τα έρημα κολλυβογράμματα της κατακαημένης Ρούμελης και με λεζάντες φιλανθρωπικής σίτισης ή υποσχέσεις εμπορίου πολέμων.
Ας θυμηθούμε τα βασικά. Η Δυτική Μακεδονία κάποτε δέχθηκε να υποθηκεύσει το μέλλον της για να μπορεί η Ελλάδα να είναι ενεργειακά αυτόνομη και να καταστεί ο Λερναίος Φούφουτος μερικώς περιορισμένος. Αυτό ήταν ένα κοινωνικό συμβόλαιο που κόστισε στην περιοχή τις υπόλοιπες προοπτικές της, στο πλαίσιο μιας πολύτιμης εθνικής συνδρομής. Σήμερα ήδη, αλλά πολύ πιο εντυπωσιακά από την ενεργειακά αινιγματική Άνοιξη του 2025 και μετά, ο κίνδυνος γενικευμένης φτώχειας προσεγγίζει τα επίπεδα πιθανού σεναρίου. Ας είμαστε δίκαιοι: ας μη σώσουμε οι Δυτικομακεδόνες ακόμα τον πλανήτη, ας τον σώσουν προσώρας όσοι έλαβαν βιώσιμο και αειφόρο bonus αεργίας τα τελευταία 15 χρόνια ή όσοι πόνταραν και κερδοσκόπησαν στο πεδίο της ενέργειας ανοιχτά τα τελευταία 25. Δεν το λέει ούτε η δεξιά, ούτε η αριστερά, ούτε το κέντρο, δεν το μολογούν οι πράσινοι, οι Βένετοι, οι Χμερ ή οι κατήμαυροι, μα ούτε κι ο πάνω ή ο κάτω μαχαλάς. Το λέει η λογική: είναι καιρός να σταματήσει να καννιβαλίζει και να μας αδειάζει την γωνιά ο Φούφουτος, ειδικά αν στο εγγύς μέλλον οι εξελίξεις και τα νταηλίκια που θα προκαλέσουν τα μεγάλα αδέρφια του αλλού δημιουργήσουν πρωτόγνωρες καταστάσεις στην ταλαιπωρημένη κοινωνία μας. Ο κόπος της δεν μπορεί να μένει ενέχυρο στις ορέξεις του. Το εισόδημά της δεν μπορεί να είναι παρά το ισοδύναμο όλον του ειρηνικού μόχθου της. Άγνωστο πώς, γνωστό γιατί, και είναι ώρα για αυτό ακριβώς το συμβόλαιο· τα ρέστα πλείστα είναι της Βαβυλώνας ή Νεβάδας και ουδεμία σχέση δύνανται φέρειν με Ελλάδα και συναφή πολιτεύματα.