Γράφω αυτή τη μικρή ανασκόπηση ενός σχολικού προγράμματος τις πρώτες πρωϊνές ώρες σε έναν διάδρομο ξενοδοχείου των Αθηνών όπου συντελείται η γνωστή, αινιγματική αλλά αδήριτη ολονυκτία των έφηβων μαθητών της χώρας σε πολυήμερες εκδρομές. Είναι μια ανάγκη, σχεδόν τελετή, αυτή η συλλογική αγρυπνία, η οποία ούτε εξηγείται, ούτε αναστέλλεται, ούτε και μπορεί να παραλειφθεί και αποτελεί βέβαια άτυπο καθήκον απόλυτης αϋπνίας των συνοδών καθηγητών, καθώς μια ζωηρή νύχτα δεν είναι ποτέ ακίνδυνη. Είναι όμως και μια δίκαιη επιβράβευση, εν προκειμένω, των μαθητών του Μουσικού Σχολείου Πτολεμαΐδας, οι οποίοι έχουν μόλις ολοκληρώσει έναν μικρό άθλο, καθιστώντας σαφές ότι είναι ικανοί για πολλούς, πολύ μεγαλύτερους και σημαντικότερους άθλους στο μέλλον. Και επομένως μια επιβράβευση που δεν είναι δίκαιο να τους στερήσει κανείς.
Τους προηγούμενους 12 περίπου μήνες, τα 70 αυτά παιδιά ξεκινώντας από το στείρο – μουσικά – περιβάλλον της τηλεκπαίδευσης, πέρασαν σε δια ζώσης μαθήματα με πολλούς περιορισμούς και ασάφειες και ολοκλήρωσαν την παρουσίαση αποτελεσμάτων με συνέπεια και στοχοπροσήλωση που θα ζήλευαν αρκετοί επαγγελματίες. Το γιατί το εξηγούν το σχολικό και οικογενειακό περιβάλλον τους, αλλά και ο ίδιος ο φυσικός χαρακτήρας τους που τους δεσμεύει σε μια αριστεία χωρίς το παραμικρό δείγμα έπαρσης και σε ένα αξιακό πλαίσιο που υπόσχεται μόνο θετικές συνέχειες.
Το αντικείμενο του προγράμματος ήταν η εκμάθηση και εκτέλεση ενός νέου μουσικού έργου που γράφτηκε για τα επίπεδα δεξιοτήτων και τους στόχους προόδου τους, με αφορμή τα 200 χρόνια από την Επανάσταση των Ελλήνων. Η παρουσίαση έγινε 5 φορές στο διάστημα ενός μηνός, στην Πτολεμαΐδα, τα Σέρβια, την Αίθουσα Τέχνης Κοζάνης και το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Το πρόγραμμα ήταν εξαιρετικά εύθραυστο σε κάθε στάδιό του λόγω των πολλών ιδιαιτεροτήτων του, όμως το μόνο που χρειάζεται να καταγραφεί εδώ δημοσίως είναι η συνδρομή όλων των μαθητών ονομαστικά. Όχι για το κενό γράμμα της αναφοράς, αλλά επειδή σε έναν κόσμο όπου οι υποσχέσεις συνήθως δεν κρατούν, όταν τελικά τηρούνται και μάλιστα από τους νέους μας, το γεγονός πρέπει να τυγχάνει κοινής θέας προς παραδειγματισμό.
Ο «Τρούλλος» λοιπόν – αυτός ήταν ο τίτλος του έργου – χτίστηκε από πέντε-έξι μάστορες και εβδομήντα μαθητάδες και ακολουθεί εδώ μια εκτενής για την τάξη του πράγματος.
Με μόλις οκτώ βιολιά και τρία βιολοντσέλα η πρόγνωση ήταν εξ αρχής δυσοίωνη: πώς μπορούν έντεκα έγχορδοι να πείσουν ότι αποτελούν συμφωνικό υποσύνολο; Η απάντηση προέκυψε αποστομωτική για δύο λόγους: από τη μία τους μαθητές Κωνσταντίνο Βογιατζή, Άννα Γκόσις, Βάια Καραδήμου (κονσερτίνο), Σοφία Μπαλαπανίδου, Θεόδωρο Μπαλτζή, Ιωάννη Μυλωνά, Πέτρο Στογιάννη στο βιολί και Πέτρο Λαζαρίδη και Κωνσταντίνα Πετρίδου στο βιολοντσέλο. Οι μαθητές αυτοί υπερέβησαν όλοι ανεξαιρέτως και την υφιστάμενη δεξιότητά τους και την προσωπική τους θέση χτίζοντας αρραγές πλέγμα 36 χορδών στις κόγχες και την διάμετρο του Τρούλλου. Τα εννιά αυτά παιδιά στάθηκαν στο ακριβές ύψος πολλαπλάσιων ενηλίκων και δικαίως θεωρούνται εδώ το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αντίρρησης στην γνωστή και διαδεδομένη ρήση «δεν γίνεται». Ο δεύτερος λόγος είναι οι δύο οδηγοί τους καθηγητές Χριστίνα Τσίγκα και Δημήτρης Ρογάρης. Η κ. Τσίγκα, δικαιούχος άδειας, προτίμησε την εργασία, πέτυχε έναν ακατόρθωτο ήχο και παρέδωσε ανεξίτηλα μαθήματα όπως κάνει πάντα, ενώ ο κ. Ρογάρης αντιστοίχισε τις χιλιομετρικές του επιδόσεις εξ Ημαθίας με το αυξημένο ενδιαφέρον του για την υπόθεση. Μια μόνο εντεκάδα, αλλά πάντως μεικτή εντεκάδα επιλέκτων.
Οι τέσσερις νυκτοί έγχορδοι του συνόλου Άννα Κεβρεκίδου (κιθάρα), Μενέλαος Τοκμακίδης (κανονάκι), Δημοσθένης Ρώσσιος και Νικόλαος Τσαβδαράς (μπουζούκι), ανέλαβαν τον χρωματισμό του φινάλε του έργου στωϊκά και προσέδωσαν στην κατάληξη τον ξαφνικό ελληνοπρεπή πλούτο των ήχων τους, αποτυπώνοντας αθωνική προοπτική. Ο άτυχος της ορχήστρας, Δημοσθένης Εφραιμίδης (μπάσο), ενίσχυσε τις βάσεις σταθερά στις πρώτες παρουσιάσεις, όμως αλίμονο, στενή επαφή με κρούσμα τον κράτησε μακριά από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Εκεί οι νότες του ακούστηκαν απαράλλακτες από τον διπλό πράκτορα βιολονίστα-μπασίστα Πέτρο Στογιάννη, αλλά με την σαφή απώλεια της φυσικής παρουσίας του. Του χρωστάμε μια εκδρομή.
Τέλος, οι κολώνες του Τρούλλου στήθηκαν και κρατήθηκαν από τους Γιώργο Τσαλιάνη (πιάνο) και Γιώργο Καρακώστα (κρουστά). Ουδείς αναντικατάστατος με εξαίρεση τον Γιώργο Τσαλιάνη και όσο για τον δεύτερο, ήρθε στο πρόγραμμα μόλις μερικές εβδομάδες πριν την ολοκλήρωσή του, ωστόσο έφτασε ταχύρρυθμα στο ίδιο αίσιο τέλος με τους υπόλοιπους σε έναν πολύ απαιτητικό και εκτεθειμένο ρόλο παλμογράφου.
Στις πνευστές τάξεις της ορχήστρας διακρίθηκαν για την συνέπεια και πρόοδό τους τα τέσσερα φλάουτα Γεωργία Αναγνωστοπούλου, Γιώργος-Ιωακείμ Λιάκος, Ειρήνη Πασπάλη και Κωνσταντίνα
Φραγκουλίδου – σπάνια θα συναντήσει κανείς την προσήλωση, συνεργατικότητα, διαγωγή και διάθεση και των τεσσάρων. Τα δύο κλαρινέτα του συνόλου, Βασίλης Ζυμάρας και Ελένη Ρούσση προσέδωσαν στο κείμενο ο μεν πρώτος τονική ευελιξία και δεξιοτεχνικά ήδη δείγματα, η δε δεύτερη αβίαστο λυρισμό και φυσική διακριτικότητα. Η Ελευθερία Αναγνωστοπούλου θυσίασε το σαξόφωνό της στους βωμούς του δεύτερου κόρνου και φαγκότου με φιλοκαλία και πλαστικότητα έμπειρου εκτελεστή και η Αγγελική Ίτσκου (τρομπόνι) διατήρησε ένα καθησυχαστικό και σίγουρο «αλάθητο» σε όλη την διαδικασία. Η Κωνσταντίνα Πέμα κάλυψε όλες τις ηχοχρωματικές περιοχές της τρομπέτας και όλους τους χαρακτήρες από το σάλπισμα μέχρι την παστοράλ αντικατάσταση του όμποε – δεν της ήταν δύσκολο, δεν είναι όμως επ’ ουδενί εύκολο. Τέλος, η Μαρία Θεοδοσίου (κόρνο) ως φυσική «αξιωματικός» της ορχήστρας, ανέλαβε την δύσκολη συναρμολόγηση του συμφωνικού μας ήχου με αξιοθαύμαστη μουσικότητα που προμηνύει βίο και πολιτεία wunderhorn.
Οι μαθητές της χορωδίας αναφέρονται ονομαστικά και τους αποδίδεται συνολικά και κατά μόνας έπαινος. Ανταποκρίθηκαν με την ίδια ζέση και φιλομάθεια τόσο στις ευγενικές παραινέσεις της κ. Ντελέζου όσο και στις ακατάληπτες, θεραπευτικές κραυγές του γράφοντος, επιτυγχάνοντας μελωδική και ρυθμική ακρίβεια, καθαρή άρθρωση, λυρισμό και πολύμορφους χορωδιακούς όγκους. Πρόκειται για τους Λήδα-Λουντμίλα Βαλιάκα, Δήμητρα Βαρταλάμη, Μαρία Γιούρου, Ευαγγελία Γκουτζιαμάνη, Αθανασία, Ευαγγελία και Ιωάννα Δαβίτη, Κωνσταντίνο Διρχαλίδη, Δημοσθένη Εφραιμίδη, Βασιλική και Ευθαλία Ιωαννίδου, Χρήστο Καραβόλτσο, Άννα Κεβρεκίδου, Παναγιώτα Κλοκίδου, Γρηγόριο Κουϊμτσίδη, Παρασκευή Κουλιούφα, Θωμά Κουντουρά, Χαρίκλεια Κωνσταντινίδου, Σάρα Λέκα, Μαρία Μαυροματίδου, Αγνή Μαγιάγκα, Σοφία Μπούρμπουλα, Eυανθία Νάκου, Ζωή Νιτσιοπούλου, Βερονίκη Πασχαλίδου, Γλυκερία Πλεξίδα, Γεωργία-Ρέα Σβώλη, Κωνσταντίνα και Συμέλα-Μελίνα Σιδηροπούλου, Αναστασία Τατσίδη, Ελισσάβετ Τσακιλτσίδου, Κυπαρισσία Τσαμπούρη, Βασιλική-Μπέκυ Τσετσέκου, Αλέξανδρο Τσιώγκα, Ειρήνη, Καλλιόπη και Μαρία Χαντζάρη, Μαριάννα Χαριτωνίδου, Ελένη Χατζηαποστόλου και Παναγιώτη Χατζηαυγουστίδη.
Κατέστησαν όλοι τους την φωνή τους αναγκαία δίνοντας λόγο και μιλιά στα κείμενα, στους ήρωες, στην Επανάσταση των Ελλήνων.
Έξι φωνές, της Δήμητρας Βαρταλάμη, Χαρίκλειας Κωνσταντινίδου, Σοφίας Μπούρμπουλα, Ζωής Νιτσιοπούλου, Βερονίκης Πασχαλίδου και Κωνσταντίνας Πέμα πέρασαν και στην διάσταση της μονωδίας με ύφος κομψότητας, είδος αγνής έκφρασης, γένος ενημερωμένης αισθητικής και με τρόπο ελικτό και σαφή. Χειροκροτήθηκαν δικαίως. Ο δε αφηγητής Δημήτρης Ταγτεβερενίδης απήγγειλε τα εμβόλιμα ιστορικά επιτύμβια ως έτοιμος ξεναγός, έμπειρος περιηγητής, συγκολλητής αναγνώστης του ολόκληρου. Στο παράγγελμά του για στάση προσοχής στον Εθνικό Ύμνο κανείς, πουθενά δεν τον αμφισβήτησε και το ενοποιητικό του στοιχείο ένωσε.
Και βέβαια όλοι οι παραπάνω μαζί, άκουσαν ο ένας τον άλλον, μέτρησαν τις παύσεις και τους διαλόγους τους, συμφώνησαν ως πολύφωνοι να διαφωνούν χωρίς να παραφωνούν ή να μονολογούν, έγιναν μουσική ο ένας μέσα στον ήχο του άλλου. Διανοήθηκαν και συνεννοήθηκαν, σε έναν καιρό που δεν επιτρέπει και πολλή διανόηση ή συνεννόηση. Αρνήθηκαν να σχολιάζουν και να μένουν στην διαπίστωση, απέφυγαν παντελώς τις μομφές, την φλυαρία, τις έριδες, την ατομική επιδίωξη και ενήργησαν διαρκώς για το κοινό καλό. Υπήρξαν δηλαδή, με πλήρη επίγνωση, μέλη αυτοδύναμου ορχηστρικού συνόλου. Ανέβηκαν στην σκηνή για να κάνουν μουσική και δεν έκαναν μουσική για να ανέβουν στην σκηνή. Προσέγγισαν την τέχνη και επιστήμη των οργανωμένων ήχων με κοινή και καθαρή αντίληψη. Ερμήνευσαν το μουσικό κείμενο στα ακροατήριά τους. Είναι νέοι μουσικοί.
Για τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους συναδέλφους εκπαιδευτικούς, απαραίτητη ελάχιστη αναφορά: ο Παύλος Ταγτεβερενίδης, φυσικός ηγέτης και προικισμένος σημαιοφόρος μας, διηύθυνε τα πάντα στο κυριολεκτικό έπακρο με υγειονομικό αδιαπραγμάτευτο, αν και σε διαρκή διπλωματική διαπραγμάτευση με την πραγματικότητα, την οποία τελικά δάμασε προς το μέγιστο όφελος των μαθητών. Η χοράρχις Ειρήνη Ντελέζου, καλαίσθητη και παιδαγωγικά παραδειγματική, αποκάλυψε τις φωνές της χορωδίας πίσω απ’ τις μάσκες και δίδαξε τα κείμενα σα να τα έγραψε η ίδια. Ο Γιώργος Εμμανουήλ αναστήλωσε σε κάθε βήμα τον ανά πάσα στιγμή ετοιμόρροπο σκηνικό και παρασκηνιακό διάδρομο του προγράμματος και οι Ελένη Τσιλιπάκου και Παναγιώτης Έντβιν ανέλαβαν δυσανάλογες ποιμενικές ευθύνες στην Αθήνα με προθυμία που υπερβαίνει κατά πολύ το καθηκοντολόγιό τους και χωρίς δείγμα ψόγου στον τελικό λογαριασμό. Μα και όλοι οι διδάσκοντες του Μουσικού Σχολείου συνέδραμαν με πολλούς τρόπους στο πρόγραμμα αυτό και οι μαθητές διδάχτηκαν από αυτήν την γενική στάση τις χάρες και χαρές της ομαδικής εργασίας. Εν ολίγοις, παρά τα όποια λαογραφικά μυθεύματα απαξίωσης, οι πολύ φτωχά αμειβόμενοι αλλά πεισματικά άξιοι εργαζόμενοι του Σχολείου έκαναν όπως πάντα πάρα πολύ καλά την δουλειά τους.
Θα ήταν εδώ παράλειψη να μην αναφερθεί και το όνομα της εξωσχολικής ευεργέτριάς μας κ. Φένιας Ρουγκούνη, συντονίστριας του εορταστικού διημέρου του Υπουργείου Παιδείας στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, η οποία ενθουσιωδώς έδωσε κάθε ευκαιρία στους μαθητές μας να προσλάβουν τις πολλαπλασιαστικές εύνοιες της εμπειρίας τους εκεί. Την ευχαριστούμε όπως και τους Δήμους Εορδαίας, Σερβίων και Κοζάνης αλλά και τον Σύλλογο Γονέων του σχολείου για την πολύτιμη βοήθειά τους.
—
Ξεκίνησα να γράφω από την καρέκλα στρατηγικού ελέγχου του διαδρόμου του ξενοδοχείου ως υπνοβάτης ανταποκριτής και ολοκληρώνω πίσω στην Κοζάνη, εκεί που γράφτηκαν και οι νότες του «Τρούλλου» για αυτά τα θαυματουργά παιδιά. Οι μαθητές, γονείς και εργαζόμενοι του Μουσικού Σχολείου μπορούν σίγουρα να είναι υπερήφανοι για αυτές τις στιγμές που περιέκλεισαν οι τελευταίες εβδομάδες. Εγώ, από την άλλη, δεν μπορώ παρά να είμαι υπόχρεος στους εβδομήντα καλφάδες κι αγιογράφους του «Τρούλλου» που σχεδίασα σε βουβά χαρτιά. Κάτι μου λέει πως οι επτά Δυτικομακεδόνες ήρωες τους οποίους εξύμνησαν τα παιδιά μας, οι ανεξήγητοι κι απερίγραπτοι εκείνοι «ἄλκιμοι νεανίαι» που άλλαξαν την Ιστορία με το παγκόσμιο γεγονός της Επανάστασης, κάπου και κάπως ενέκριναν με ανεπαίσθητο νεύμα όσα πέτυχαν οι «πολλῶ κάρρονες» μαθητές του σχολείου μας. Σταθήκαμε άλλωστε για λίγο έξω από την τελευταία κατοικία του Γεωργίου Λασσάνη στην Αθήνα και είπαμε δυο σκέψεις για τον λόγο που φτιάξαμε αυτήν τη μουσική – εκεί και επιβεβαίωσα πως ο Ιερολοχίτης θα επαινούσε τους μεθυστικούς μαθητές μας.
Για την δική μου εμπειρία μένει μόνο μια ευτυχής αντήχηση από την όλη υπόθεση, ο αληθινός χαιρετισμός στην Δημοκρατία και την Ελευθερία που άκουσα από τους επόμενους και καλύτερούς μου, όταν έψαλλαν, εννοώντας πλήρως το βάθος της διατύπωσης, τις τρεις αιώνιες κι αναστάσιμες λέξεις του Σολωμού που συγκρατούν και μοιράζονται την Ελλάδα: …και σαν πρώτα…