Οι βιβλιοπροτάσεις της εβδομάδας από τη “Στοά του βιβλίου”

5 Min Read

Νυχτωδία της Χιλής

Roberto Bolaño

- Advertisement -
Ad image
- Advertisement -
Ad image

Μετάφραση: Κρίτων Ηλιόπουλος

Άγρα, 2023

σ. 192

«Η Νυχτωδία της Χιλής θέτει στο προσκήνιο τον Χιλιανό Σεμπαστιάν Ουρούτια Λακρουά, ιερέα και κριτικό λογοτεχνίας, μέλος του Opus Dei και μέτριο ποιητή, ο οποίος, κατά τη διάρκεια μιας νύχτας αγωνίας, προσπαθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του από τις κατηγορίες που ακούει και οι οποίες πιθανώς είναι μια τελευταία εκδήλωση της συνείδησής του πριν απ’ το θάνατό του.

Καθώς η ιστορία πλησιάζει στο τώρα, ο ιερέας διολισθαίνει στην κόλαση, χωρίς να χάνει καθόλου τη μεγαλομανία η την τύφλωσή του, που φτάνουν στο αποκορύφωμά τους όταν δέχεται να παραδώσει μαθήματα μαρξισμού στον Πινοτσέ και συμμετέχει σε πάρτυ στο σπίτι της Μαρίας Κανάλες, της οποίας ο Βορειοαμερικανός σύζυγος βασανίζει στο υπόγειο του αχανούς σπιτιού τους αντιπάλους της δικτατορίας (δυστυχώς, πρόκειται για πραγματικά γεγονότα…).

Το πορτραίτο τελειώνει τότε, γελοίο και τρομακτικό, και ο πρωταγωνιστής έρχεται τελικά αντιμέτωπος με τη «σκατοκαταιγίδα », την προσωπική του Αποκάλυψη. Σε αυτό το μυθιστόρημα, που αναμειγνύει το όραμα με το γκροτέσκο, ο συγγραφέας ρίχνει φως σε μισό αιώνα χιλιανής ιστορίας και ξαναθέτει ένα από τα ερωτήματα που τον στοιχειώνουν : Τί μπορεί να κάνει η λογοτεχνία μπροστά στο σκοτάδι ;»

Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο (Σαντιάγο της Χιλής, 1953 – Βαρκελώνη 2003), πεζογράφος και ποιητής, έχει επιβληθεί ως ένας από τους σημαντικότερους Λατινοαμερικανούς συγγραφείς του καιρού μας. Γεννήθηκε στη Χιλή, αλλά σε ηλικία 13 ετών μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Μεξικό. Το 1973 αποφάσισε να επιστρέψει στη Χιλή προκειμένου να στηρίξει το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Αλλιέντε, έφτασε όμως λίγες μέρες μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοσέτ. Συνελήφθη για τη συμμετοχή του στην αντίσταση ενάντια στη δικτατορία, ενώ μετά την απελευθέρωσή του επέστρεψε στο Μεξικό, απ’ όπου αργότερα μετανάστευσε στην Ισπανία (1978) για να εγκατασταθεί οριστικά στην Blanes, μια μικρή παραθαλάσσια πόλη της Καταλωνίας. Πέθανε στη Βαρκελώνη το 2003 από μια δυσλειτουργία του ήπατος, η οποία τον ταλαιπωρούσε για περισσότερο από μία δεκαετία. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1975. Ωστόσο, αν και ξεκίνησε από την ποίηση, γρήγορα στράφηκε στην πεζογραφία· έγραψε συλλογές διηγημάτων, νουβέλες και μυθιστορήματα. Για το μυθιστόρημά του “Los detectives salvajes” τιμήθηκε με τα βραβεία Herralde (1998) και Romulo Gallegos (1999), ενώ για το “Llamadas telefonicas” (“Τηλεφωνήματα”, 2009, Εκδόσεις Άγρα) τού απονεμήθηκε το 1998 το Premio Municipal de Santiago de Chile, η ανώτατη λογοτεχνική διάκριση στη Χιλή. Το τελευταίο του μυθιστόρημα, “2666” (εκδ. Άγρα, 2011), θεωρείται η κορύφωση της μυθοπλαστικής του ικανότητας, κέρδισε το 2004, έναν χρόνο μετά το θάνατο του συγγραφέα, το βραβείο Salambo για το καλύτερο ισπανόφωνο μυθιστόρημα. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και η επιρροή του θεωρείται από τις σημαντικότερες στη σύγχρονη ισπανόφωνη λογοτεχνία.

Το χαμόγελο της Πυθίας

Γιάννης Μαρής

Άγρα,2023

σ. 232

«Στάθηκα σε μια άκρη της μικρής αίθουσας που την κυριαρχούσε το αριστούργημα. Έψαξα ένα ένα τα πρόσωπα των ανθρώπων που το κοίταζαν. Υπήρχε ο θαυμασμός, η περιέργεια, ακόμα και το λίγο βαριεστημένο βλέμμα των ανθρώπων που επισκέπτονται ένα μουσείο γιατί πρέπει να το επισκεφτούν. Τέσσερα όμως πρόσωπα είχαν μια διαφορετική έκφραση. Την έκφραση μιας απορίας, σκέψεως, «μελέτης» θα μπορούσα να πω. Τέσσερις άνθρωποι δεν θαύμαζαν ή χάζευαν το αριστούργημα, αλλά το μελετούσαν σαν αντικείμενο δουλειάς. Κι αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι με την ιδιαίτερη έκφραση ήταν ο εισαγωγεύς των ηλεκτρικών μηχανημάτων, ο πρίγκιπας, ο Εγγλέζος μπεκρής μου και, φυσικά, ο καθηγητής κάτω από το καλοκάγαθο ύφος και την αρχαιολογική φλυαρία του. Ο πέμπτος, ασφαλώς, αλλά αυτό δεν το’ βλεπα, θα ήμουν εγώ.»

Ο Γιάννης Τσιριμώκος (ψευδ. Γιάννης Μαρής) [[1916-1979] γεννήθηκε στη Σκόπελο. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στη Λαμία. Σπούδασε νομικά στη Θεσσαλονίκη. Προπολεμικά εργάστηκε στην Αγροτική Τράπεζα ως διευθυντής υποκαταστήματος στην Αρναία Χαλκιδικής. Το 1943 βγήκε στο βουνό και εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Ανήκε στη σοσιαλιστική αριστερά και στην ΕΛΔ (Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας), το κόμμα του Αλέξανδρου Σβώλου και του ξαδέλφου του Ηλία Τσιριμώκου. Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Αρχικά στη Μάχη και στον Προοδευτικό Φιλελεύθερο και αργότερα στο συγκρότημα Μπότση (Ακρόπολις, Απογευματινή) και το περιοδικό Πρώτο.

Μοιραστείτε την είδηση