Όταν η Φιλαρέτη Κομνηνού συνάντησε την Καίτη τη Μαζόχα

6 Min Read

Η Φιλαρέτη Κομνηνού διηγείται μια απρόσμενη συνάντηση που έπαιξε ρόλο στο… ρόλο της στην παράσταση «Αρίστος» του Θ. Κοροβίνη στο Θέατρο Άνεσις.
«Κάνουμε θέατρο για να διηγούμαστε ιστορίες. Ιστορίες πραγματικές ή φανταστικές. Κάποιες από τις ιστορίες είναι φωτεινές, κάποιες όμως είναι σκοτεινές, όπως η ιστορία του Αρίστου μας. (σ.σ. Όπου Αρίστος, ο Αριστείδης Παγκρατίδης, ο φερόμενος ως “Δράκος του Σέιχ Σου” από το βραβευμένο διήγημα του Θωμά Κοροβίνη που μετέφερε στη σκηνή ο Γιώργος Παπαγεωργίου). Σε αυτή την παράσταση ο ένας ρόλος που ερμηνεύω είναι της Σύλβας∙ μια τραγουδιάρα σε σκυλάδικο που έζησε για ένα φεγγάρι μεγάλο έρωτα με τον Αρίστο. Δεν είχα ξαναπαίξει τέτοιο ρόλο και ανησυχούσα γιατί ο κόσμος της Σύλβας, η συμπεριφορά της, δεν μου ήταν γνώριμος.
Η πρώτη παράσταση που έπαιξα αντί της Ελένης στην περσινή χειμερινή περιοδεία ήταν στην Κοζάνη (σ.σ. τον ρόλο στην Αθήνα τον έπαιζε η Ελένη Ουζουνίδου. Η Φιλαρέτη Κομνηνού πρωταγωνιστούσε στην περιοδεία της παράστασης και αυτή τη σεζόν θα συνεχίσει στην επανάληψή της στην Αθήνα, στο θεάτρο Άνεσις). Ήταν βράδυ Σαββάτου. Μετά την παράσταση πήγαμε για φαγητό σε μια ταβέρνα και ύστερα βγήκαμε να περπατήσουμε στους δρόμους της πόλης. Το θυμάμαι σαν τώρα. Δεν είχα τα κέφια μου∙ με έτρωγε ο ρόλος της Σύλβας, κάτι μου έλειπε στην ερμηνεία της. Τέτοιους ρόλους δεν αρκεί να τους κατασκευάσεις∙ απαιτούν αυθεντικότητα. Όχι, δεν μιλάω για θέμα ταύτισης − η σκηνοθετική γραμμή της παράστασης εξάλλου μας έβαζε σε θέσεις αφηγητών που κάποια στιγμή υιοθετούν τις συμπεριφορές των προσώπων. Αυτά σκεφτόμουν ενώ περπατούσαμε νυχτιάτικα στους δρόμους της Κοζάνης ώσπου…
Η βόλτα χωρίς σχέδιο μας έφερε μπροστά σε ένα νυχτομάγαζο. Στην αφίσα του μια φωτογραφία της Καίτης της Μαζόχας. Ένας περαστικός ήταν που μας έλυσε την απορία. “Δεν ξέρετε την Καίτη τη Μαζόχα; Είναι η μεγαλύτερη φίρμα της Κοζάνης∙ όταν τραγουδάει γίνεται προσκύνημα”. Αυτόματα σχεδόν χωρίς δεύτερη κουβέντα μπήκαμε στο μαγαζί…
…Μέσα σε άλλο κόσμο. Πνιγμένο στον καπνό των τσιγάρων και καμένο από την καψούρα που δεν λογάριαζε καθωσπρεπισμούς. Με κορμιά που δεν θα έμπαιναν βέβαια σε σελίδες περιοδικών lifestyle, να χορεύουν τσιφτετέλια και να γουστάρουνε∙ κι εμείς επισκέπτες, ξένοι στον κόσμο τους, να χαζεύουμε θαμπωμένοι και αμήχανοι.
Κάποια στιγμή αφήνω τους άλλους και πάω δίπλα στην πίστα να δω από κοντά την Καίτη που τραγουδούσε. Ίσως να ήταν η Σύλβα που έψαχνα. Τη χάζευα σαν υπνωτισμένη όταν ξαφνικά την ακούω να ψιθυρίζει στο μικρόφωνο “Φιλαρέτη; Εσύ είσαι;” Ώπα, λέω, τι γίνεται εδώ; Με ξέρει προσωπικά η Καίτη η Μαζόχα; Τραγουδούσε και μου χαμογελούσε κι εγώ σαστισμένη ανταπέδιδα. Όταν γύρισα πίσω στα παιδιά, έκπληκτα με ρωτούσαν από πού τη γνώριζα∙ εγώ όσο και να έκανα ασκήσεις μνήμης δεν μπορούσα με τίποτα να μας συνδέσω. Μέχρι που ήρθε στην παρέα μας.
“Δεν με θυμάσαι, Φιλαρέτη; Παίζαμε τα καλοκαίρια όταν ερχόσασταν στο σπίτι του παππού σου στο χωριό”. Ξεθόλωσε το τοπίο μονομιάς. Αστραπή οι εικόνες. Να ανεβαίνουμε στις μουριές, να παίζουμε στα χώματα, να βελονιάζουμε τα καπνά… “Βρε Κατινούλα, εσύ είσαι;”.
Σφιχταγκαλιαστήκαμε, γελάσαμε. Φώναξε να μας φέρουν και άλλα ποτά. Της σύστησα τα παιδιά. “Αυτός είναι ο γιος μου, ο Γιώργος”. Γούρλωσε τα μάτια, άνοιξε τα χέρια και τον πήρε μια μεγάλη αγκαλιά. Μετά, όταν μείναμε μόνες μας, μου εξομολογήθηκε ότι τη γιαγιά μου τη Στυλιανή την είχε σαν αγία γιατί σε κάτι χοντρά ζόρια έβαλε πλάτη και τη στήριξε… Μου είπε και άλλα. Πριν ξανανέβει στο πάλκο της ζήτησα να μου πει το τραγούδι που λέει η Σύλβα στην παράσταση. Άνοιξε τα κιτάπια της να θυμηθεί τα λόγια και μου το αφιέρωσε: “Για κοίτα, κόσμε, ένα κορμί που μπήκε μες στο μαγαζί, αμάν πασά μου θα τρελαθώ ως και τα ρούχα μου πουλώ…”
Ήρθε το άλλο βράδυ στο θέατρο να δει τον “Αρίστο” που σκηνοθέτησε ο γιος της παιδικής της φίλης. Έπαιξα για εκείνη. Για την Κατινούλα. Σε αυτήν έλεγα από σκηνής τον νταλκά της Σύλβας. Όταν ήρθε στα παρασκήνια μετά, περίμενα με αγωνία τη γνώμη της για τη Σύλβα. Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα όταν μου είπε: “Βρε Φιλαρέτη, εσύ με τα πανεπιστήμιά σου πού τη βρήκες αυτή τη μαγκιά και την αλητεία και έπαιξες έτσι μια δικιά μας;”. Έλιωσα. Ό,τι καλύτερο μπορούσα να ακούσω. Την αγκάλιασα. Πριν φύγει δεν άντεξα και τη ρώτησα. “Και γιατί σε λένε, βρε Καίτη μου, Μαζόχα;”. “Γιατί με κυνηγούν τα βάσανα, Φιλαρέτη, μου και εγώ είπα να κάνω πλάκα μαζί τους”.
Αυτά είπε και αποχώρησε.
Εκείνο το βράδυ νομίζω ότι κατάλαβα τη Σύλβα του Αρίστου. Δώσαμε το χέρι και συστήθηκαμε.
Γεια σου, ρε Κατινούλα! Κάθε φορά που θα παίζω τη Σύλβα φέτος τον χειμώνα εσένα θα θυμάμαι…»
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης – Athensvoice

Μοιραστείτε την είδηση