Όταν οι άγγελοι επιστρέφουν στα ουράνια… του Χαρίτωνα Καρανάσιου

11 Min Read

… οι άνθρωποι απομένουμε πίσω πιο φτωχοί. Στον ουρανό επέστρεψε προ ημερών και ο ιερομόναχος Αυγουστίνος Μύρου, μετά από περίπου 50 έτη διακονίας των πιστών. Τέκνο τετραμελούς οικογένειας, όλοι τους με οσιακή βιωτή. Σημαιοφόρος στο εξατάξιο Βαλταδώρειο, ο νεαρός Παναγιώτης προκάλεσε μεγάλη θλίψη στους καθηγητές του για την επιλογή του να σπουδάσει στη Θεολογική. Ο νεαρός Παναγιώτης ήταν και όμορφος νέος, αλλά δεν ενέδωσε στις σειρήνες του κόσμου. Το νεαρό χωριατόπαιδο από το Παλαιογράτσανο, με πίστη όλο φλόγα, είχε αποφασίσει από καιρό για την εξέλιξή του. Από νωρίς αφιερώθηκε πνευματικά, με εδραίο φρόνημα, στον Χριστό και την Εκκλησία. Φοιτητής μάλιστα κολλούσε αφίσες χριστιανικές στην Κοζάνη και ήταν γνωστός στην Αστυνομία, ενώ κατηχούσε μαθητές γυμνασίου και Λυκείου. Το τελευταίο που έπρεπε να καταπολεμήσει ήταν η αγάπη του για την ηθοποιία. Αν δεν ακολουθούσε την πορεία της αφιέρωσης και της ιεροσύνης, οπωσδήποτε θα είχε γίνει ηθοποιός. Ο θεός όμως του ανέθεσε τον μεγαλύτερο ρόλο, του πνευματικού πατέρα, για να στηρίζει τα πολυάριθμα παιδιά του. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο αρχονταρίκι του πάντοτε επεδείκνυε με νοσταλγία και αγάπη φωτογραφίες με τα πάμπολλα παιδιά του, από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα.

Ο Παναγιώτης έλαβε κατά τη χειροτονία του το όνομα Αυγουστίνος. Παρόλο όμως που ο Ιερός Αυγουστίνος τον ενέπνεε με την ευαισθησία του (κάποτε μάλιστα τον υποδύθηκε ως λαϊκός σε παράσταση, αφού πρώτα ο ίδιος διασκεύασε τις «Εξομολογήσεις» του Αγίου), θα του ταίριαζε το όνομα Πανάρετος, καθώς ήταν κοσμημένος με όλες τις αρετές. Το όνομα αυτό έφερε όμως ο πνευματικός του πατέρας, μοναχός Πανάρετος της Ι. Μ. Γρηγορίου Αγ. Όρους, ο οποίος μάλιστα καταγόταν από τα μέρη μας.

Ως λαϊκός, πολλώ μάλλον αργότερα ως ιερωμένος και δη εξομολόγος, ο Αυγουστίνος ξεχώριζε για το ήπιον και απαλόν του χαρακτήρα του, τη γλυκύτητα, την ηρεμία και το χαμόγελό του. Ποτέ δεν τον είδα να εξάπτεται, να βάζει τις φωνές. Ακέραιος χαρακτήρας, υπόδειγμα ηθικής, φιλικότατος, γλυκομίλητος, ευπροσήγορος, προσηνής, πράος, αλλά σε θέματα εκκλησιαστικά και δογματικά ανυποχώρητος, χωρίς φανατισμούς. Σε έκανε να νιώθεις μοναδικός για τον ίδιο, ενώ καθένας ένιωθε ότι είχε αποκλειστική σχέση μαζί του. Με γλυκύτητα και χαμόγελο ανοιγόταν αμέσως, σε περιέλουε με ιλαρότητα και σε ανάπαυε. Δεν μπορούσες παρά να τον βάλεις αμέσως στην καρδιά σου. Ποτέ δεν τον άκουσα να κατηγορεί κανέναν, ενώ για καθέναν είχε έναν καλό λόγο να πει, αλλά και να τον δικαιολογήσει σε περιπτώσεις παραπτωμάτων, καθώς ο ίδιος ήταν άδολος και δεν μπορούσε να βάλει κακό με το μυαλό του. Χαρακτηριστική ήταν η πνευματική (όχι ψυχολογική) απάθειά του αλλά και το ενδιαφέρον του για ό,τι πρόβλημα και να του ανέφερες. Ρωτούσε λεπτομέρειες για το πρόβλημά σου, γινόταν μέτοχος στο πρόβλημά σου, αλλά σε καθησύχαζε απαλά, δίνοντάς σου θάρρος: «Ο θεός κάτι θέλει να σου δώσει. Υπομονή. Τίποτε δεν χαρίζει ο θεός χωρίς πόνο».

Η πραότητά του, ίσως ακόμη και συστολή, συνοδευόταν από άλλα εξωτερικά χαρίσματα: Ήταν λοιπόν ταυτοχρόνως και οργανωτικός, μεθοδικός, υπεύθυνος, ακριβής, πρακτικός, προσγειωμένος, ενώ φρόντιζε την τάξη σε όλα. Ακόμη και στην εξομολόγηση έδινε χαρτάκι με αριθμό προτεραιότητας! Δεν πίεζε με συμβουλές και πολλά λόγια. Ενθυμούμαι, σε δύσκολη περίπτωσή μου, όταν του εξέθεσα τα δεδομένα με μεγάλη ανησυχία, αντί κάποιας συμβουλής, με ρώτησε: «Το χρειάζεσαι αυτό;». Αμέσως μου έφυγαν όλες οι σκέψεις και διαλύθηκε η σύγχυση. Ο Αυγουστίνος ήταν και πολύ κοινωνικός. Οργάνωνε συνάξεις και στον ναό Αγ. Νικάνορος στην Κοζάνη και στο Ησυχαστήριο του Αγ. Νεκταρίου στο Παλαιογράτσανο και σε πορείες στα καταπράσινα Πιέρια, ενώ κήρυττε διαρκώς, και εντός της μητρόπολης Κοζάνης αλλά και σε διάφορα μέρη ανά την Ελλάδα.

Πάνω από όλα όμως ο Αυγουστίνος είχε θερμή, ακλόνητη πίστη, ταπείνωση και αγάπη. Η πίστη του φαίνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του. Ό,τι έκανε ήταν προς δόξαν θεού και προς οικοδομήν. Όσο για την ταπείνωση, όταν τον ρωτήσαμε να μας μιλήσει για αυτήν την αρετή, άνοιξε ένα από τα βιβλία του γέροντα Παϊσίου και διάβασε ένα κατάλληλο κείμενο. Δεν θυμάμαι τι έλεγε το κείμενο, αλλά αυτό που μου έμεινε είναι ότι αντί να μας πει ο ίδιος δυο λόγια περί ταπείνωσης, προτίμησε την ανάγνωση λόγων του Παϊσίου, δίνοντας ζωντανό παράδειγμα ταπείνωσης. Επίσης, ενώ διέθετε βαθιά μόρφωση (δρ. θεολογίας, κλασικός φιλόλογος, συγγραφέας και μεταφραστής βιβλίων), δεν παρασύρθηκε σε νοησιαρχικά σχήματα, αλλά παρέμεινε απλός, προσιτός, ταπεινός. Όσο για την αγάπη, ο βίος του ήταν μια συνεχής προσφορά προς τους γύρω του. Ο ίδιος προσευχόταν θερμά. Σε κάποια συζήτησή μας τον άκουσα αποσβολωμένος να μου λέγει για κάποια υπόθεσή του: «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, δεν θέλω να λυπήσω τον θεό μου». Ομιλούσε όχι για κάποιον θεό κάπου στον ουρανό, αλλά για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, με το οποίο είχε την πιο στενή σχέση αγάπης και υπακοής. Αυτή η σχέση αναπτύχθηκε μέσω πολλής προσευχής, μυστηριακής ζωής αλλά και χριστιανικής βιωτής.

Ο Αυγουστίνος, ως άνθρωπος του θεού, απέδειξε ότι κανείς δεν μπορεί να είναι «ξέμπαρκος», αλλά όλοι πρέπει να τελούμε υπό ζυγόν, είτε του γάμου είτε της μοναχικής πολιτείας, καθώς και η κουρά είναι γάμος και μυστήριο. Μόνον που ο ίδιος επέλεξε τον δυσκολότερο δρόμο, τον απολύτως μοναχικό: Ιερομόναχος εν τω κόσμω, χωρίς οικογένεια και σύντροφο, χωρίς την υποστήριξη μοναστικής αδελφότητας, ούτε καν ενός συνασκητή. Ο δυσκολότερος δρόμος είναι αυτός του κοσμοκαλόγερου αλλά ακόμη πιο δύσκολος του «καλογερόκοσμου», όπως ο ίδιος. Καλόγερος μοναχικός (δηλ. τελείως μόνος, από επιλογή), χωρίς να έχει «που την κεφαλήν κλίναι», με δράση εντός του κόσμου, όπως και ο αγαπημένος του Ιερός Χρυσόστομος, ο Αυγουστίνος ακολούθησε τη συριακή μοναστική παράδοση, που προέβαλλε τον σκληρό ασκητισμό αλλά και τον αστικό μοναχισμό. Τον νιώθω ως κομάντο, μαχητικό καταδρομέα του θεού, έτοιμο ανά πάσα στιγμή, με ηρεμία όμως και γλυκύτητα, να ανατινάξει τις αρνητικές μας σκέψεις, έτοιμο να φορτωθεί τα προβλήματά μας και να επωμισθεί με υπομονή και αγάπη τον πόνο του «άλλου». Και αυτός ο «άλλος» ήταν ίσως μερικές εκατοντάδες πιστών κάθε χρόνο.

Ο Αυγουστίνος, χτυπημένος από κορωνοϊό, έφυγε απροσδόκητα και αθόρυβα, μαζί με τον πνευματικό του πατέρα, μοναχό Πανάρετο Γρηγοριάτη, την ίδια μέρα (28.12.2020), λες και ο θεός ήθελε να μας πει κάτι. Μου λένε ότι δεν πρόσεχε και δεν φοβόταν. Οι καιροί είναι δύσκολοι και η σύγχυση μεγάλη. Προσωπικά, θεωρώ ότι ήθελε να απαλύνει τον πόνο των πνευματικών του τέκνων και να τους συνδράμει στις δυσκολίες, θέτοντας την υγεία του σε δεύτερη μοίρα, παρόλο που έπασχε και από υποκείμενα νοσήματα. Εμφατικά μου έλεγε, «τώρα είναι η ώρα να κάνουμε λιτανείες και να δεηθούμε στον Κύριο και όχι να απέχουμε από την εκκλησία». Δεν είμαι σε θέση να το κρίνω, αλλά ούτε και να κρίνω και κανέναν. Ίσως, έτσι έπρεπε να γίνει. Το κενό που άφησε ο Αυγουστίνος δυσαναπλήρωτο, αλλά ο θεός και από πέτρες μπορεί να δημιουργήσει νέους αγίους.

Ο Αυγουστίνος, εντέλει, απέδειξε ότι το μήνυμα της πνευματικής ζωής και ελευθερίας είναι ζωντανό και στις μέρες μας, όχι μόνον «τω καιρώ εκείνω». Ο Αυγουστίνος, ο οποίος τόσες δεκαετίες έζησε ανάμεσά μας, θα είναι ένα από τα μέτρα βάσει των οποίων θα (αυτο)κριθούμε εμείς που τον ζήσαμε από κοντά. Κανείς μας δεν μπορεί να πει ότι δεν γνώρισε αγίους ανθρώπους στα μέρη μας. Να αναφέρω τους Σιατίστης Πολύκαρπο, Αντώνιο και Παύλο, τον Κοζάνης Διονύσιο, τον Κιλκισίου Απόστολο, τον παπα-Νεόφυτο, τον π. Ιωσήφ Τζάλλα, τον π. Γεώργιο Μπετσάκο κ.ά., αλλά και λαϊκούς που περνάνε απαρατήρητοι. Ας κρίνει κανείς πόση απόσταση μας χωρίζει πνευματικά από αυτούς!

Ο Αυγουστίνος νιώθω ότι ανήκει πλέον στους 144.000 παρθένους της «Αποκάλυψης» (ιδ΄ 1-5) που θα ακολουθούν συνεχώς το αρνίον. Και ο Αυγουστίνος, μαζί με τον πνευματικό του πατέρα Πανάρετο, έφυγαν ως άνθη μυρίπνοα, που άνθησαν μέσα στο χιόνι της ανθρώπινης τύρβης, αφήνοντας πίσω τους οσμήν ευωδίας πνευματικής. Μακάριοι όσοι μπορούν να νιώσουν την πνευματική τους ευωδία και μακαριότεροι όσοι μιμηθούν το παράδειγμά τους. Και οι δύο όσιοί μας θα πρεσβεύουν για εμάς τους εναπομείναντες, που έχουμε πολλή δουλειά ακόμη. Καλό παράδεισο, Αυγουστίνε, ο θεός να σε αναπαύσει. Θα σε έχουμε πάντοτε στην καρδιά μας, όπως μας είχες και μας έχεις και εσύ. Και αυτό το λένε αγάπη, και αυτό είναι ο θεός και η όντως ζωή.

Και κάτι τελευταίο «αιρετικό»: Είναι φορές, ίσως και πολλές, που δεν καταλαβαίνω τον θεό μας. Ο Σιατίστης Παύλος έφυγε στα 70 του, ο Αυγουστίνος στα 68, ο Καστορίας στα 61, ο Άγιος Βασίλειος Καππαδοκίας στα 49! Ο θεός μας είναι απροσωπόληπτος, τελείως δημοκρατικός, χωρίς καθόλου διακρίσεις. Είναι σκληρό, αλλά ο θεός μας είναι «αλλιώς» και διαλογίζεται εντελώς διαφορετικά από εμάς. Και ευτυχώς για εμάς!

Μοιραστείτε την είδηση