Ου τσιώκους τ’ Τσιώμου απ’ τ’ Σκρκα, της Φανής Φτάκα

9 Min Read

Κόλιαντα χωρίς τσιώκουν γίνιτι; Αμ δε κι όμως στ’ Σκρκα ου Τσιώμους τ’ Μαντζιάρη σκέφτουνταν να  κινήσει μια χρονιά για τα κόλιαντα χωρίς τουν τσιώκου. Τουν είχιν τσακίσει λίγο πριν την παραμονή κοιτώντας να σπάσει καρύδια για να φτιάξει η μάνα τ’ που γιόρταζιν τ’ς Αναστασίας σαλιάρια. Τη μάνα τ’ τν Τσιτσιούλα ούτιν που τ’ ένιαξιν αυτή η τρανή απώλεια, ίσα -ίσα που γύρσιν και τουν είπιν:

-Ευκιρία είναι φετους να μη πας, τόσις  πουλές χρουνές που πήγις, απουρώ πώς δε τα χόρτασις; Έριξις απότουμα μπόι κι θα σι λεν «ου παλιάντρα, κόλιαντα σι χραζονται, τραβα ρα να δλεψεις να βγαλτς κάνα μερουκαματου». Ξερ’ς τι ξιπατουμενοι είναι οι Σκαρκιώτ’ σ’ αυτά. Βελόνι δεν αφήν’ να πέσει καταής χωρίς να του σχουλιάσν. Άλλοι  παραπάν’ βιρανιάιδις άμα σι δουν τι κρίκς τρανός γίνκις θα σι πουν σίγουρα «Ά ι και τ’ χρόν μι τ’νυφ’».

Ου Τσιώμους κόντευιν να σκάσει απ’ του κακό τ’, παρόλο που όξω είχιν ψόφουν γερό. Είχιν χιονίσει από βραδίς και του πρωί τα βρήκαν όλα παγωμένα. Αυτός όμους μέσα τ’ έβραζιν, όπως του καλοκαίρι μι τον καύσωνα τουν πολύ. Όλοι οι φίλοι τ’ απ’ του 3ου Δημουτικό να πααίν στα κόλιαντα- ψηλοί ίσια με του νταβάνι οι παραπάν, κόντευαν να αρραβωνιαστούν κι ακόμα στην Ε’ Δημοτικού ήταν, ο Δεληγιαννίδης ο δασκαλος δε χαρίζουνταν σε κανέναν, μερικοί δε θυμούνταν πια πόσις φουρές είχαν απομείνει στην ίδια τάξη-    κι αυτός να κάθεται στου μαειρειό και να τις τηράει να περνούν ένας-ένας από την πόρτα τ’ με τουν τρουβά στουν ώμου και τουν τσιώκου στου χέρι!. Πώς να μην είσι σειισμένους όλ’ τ’ μέρα;  Αυτό δε τίπουτα δε μπορούσε να του χωνέψει. Πάει κι ήρθιν πάν’ κάτ’ πουλλές φουρές, σαν του λιουνταρ’ στου κλουβί,  ώσπου η μάνα τ’ δεν άντεξιν πια. Δε βγαινς λίγου όξου να σι κρούξει ου κρέχτους, μπας κι ξιμπουμπουνήισ’ς ψίχα σαν πουλύ βαλαντουμένου σι βλέπου.

Ου Τσιώμους, δεν ήθελιν δεύτερη κουβέντα, πήριν των ομματιών του κι έφυγιν. Όπως όμους περνούσιν όξου απ΄τα Βουρκάθκα που είχαν του μαειριό κολλητά με του δρόμου βλέπει τ’ μάνα τ’ Μίχου να ανοίγει φύλλου με τον κλώστη για  να φκιάξει τηγανότουρτες.. Τ’ς  ετοίμαζε για τ’ν άλλ’ μέρα για τα μικρά  για καφαλτού. Ήταν μέρα μεγάλης νηστείας, κι κάποιες τρανες Σκαρκιώτσις ούτε μουκουσιά δεν έβαζαν στου στόμα τα,  μούγκι νιρό έπιναν. Ου Τσιώμους σταμάτσιν λες κι τουν τσίμπσν μπόντους. Ένα κι ένα τουν ήρθιν η επιφοίτησ’ ικείν’ ν ώρα. Του μαζώνει γρήγορα τς ουπίς. Μπαίνει μέσ’ στο κατώι και αρχίζει να ψαχουλεύει. Δεν αργησιν να τουν βρει. Μια φορα είχε δει τ’ μανα τ’ που τον έκρυβε. Να ο τσιώκους μου για αύριο τ’ χαραί  σκέφκιν πιτώντας απ’ τ’  χαρά τ’ μόλις έπιασιν τουν κλώστη της μάνας τ’ για ν πίτα στα χέρια τ’.

Εκείνου του βράδυ ου Τσιώμους δεν έκλεισιν μάτι όλη τ’ νύχτα απ’ ν αγωνία τ’. Το άλλο πρωί έφυγιν χαραή-χαραή απ’ του σπίτι μόλις άκσιν να τουν φώναζ’ οι φίλοι τ’ για τα κόλιαντα. Φεύγουντας άρπαξιν τελευταία στιγμή κι τουν κλώστη απ’ του κατώι για να μην τουν δει η μάνα τ.’ Γυρ’σαν πολλά σπίτια εκείνη τ’ μέρα κι μαζί  μι τ’ν παρέα τ’ βαρούσιν ασταμάτητα  τις  ξύλινες  ουξώποτρτες. Δεν άφκιν καμιά παραπονιμένη. Στην προτελευταία, μια βαριά πόρτα με καρφιά από ξω από την πολλή δύναμη που έβαλιν γιατί η νοικουκυρά δεν άνοιγιν, βαρούσιν μέχρι που άνοιξιν  ου κλώστς στα δυο. Δεν τουν πείραξιν και πολύ όμους γιατί είχιν γιουμώσει του τρουβά με χίλια δυο καλούδια, μέχρι και ξυλοκέρατα τς έδωκαν σ’ ενα σπίτι, σαλιάρια κι κουραμπιέδες σ’ ένα άλλο, φιρίκια και καρύδια σ’ ενα τρίτο και πάει λέγουντας, όσο από παράδις γιόμσιν με κέρματα του υφασμάτινου σακουλάκι  που τουν είχιν ράψει η μάνα τ’ και κρέμουνταν απ’ του θλίκι απ’ του πανταλόνι. Γύρσιν σπίτι ικανουποιημένους. Τ’ αντετι είχιν γίνι κι δε χράστκιν να ντρουπιαστί μπρουστά στν παρέα τ’.  Πλάκα στου νταβάνι όμως στ’ μάνα τ’ για τουν κλώστη. Τουν εβαλιν με τρόπου στ’ θέση τ’ εστου κι τσακζμένου.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς που η μάνα τ’ θέλτσιν να φκιάξει τη χρουνιάτκη κριατόπτα και κατεφκιν στου κατωι να τουν πάρει, πως δε βαριάσκι καταής μόλις τουν ίδιν ανοιγμένου στα δυο. Τρέχει αγλήγουρα στ γειτόνισα της ν Κουκούλα τ’ Τσαμπόυρη να πάρει έναν δαν’κό για λίγου. Χωρίς κλώστη δε γίνονταν η πίτα και μάλιστα στου τρανό το σνί της προίκας της, που τούχειν φκιαξι ου παππους ου Παγκαρλιώτας, ου χαλκιάς. Απ’ τουν τρανού του σειισμον, κουβαλούσιν μαζί τ’ς και τουν θκό τ’ς  τουν κλώστη. Μόλις τν είδιν η Κουκούλα μι τουν κλώστη, ένα κι ένα τς τα κένωσε. Πώς να μην ανοίξει μαρ ου κλώστς, έτσια που τουν βαρούσιν ου Τσιώμους στς ουξώπουρτες; Τη θκια μας κόντεψιν ναν τρυπήσει, όχι μια αλλά δυο τρύπες να τ’ ανοίξει. Πάλι καλά που δεν γρεντώθκι μπροστά της η Τσιτσιουλα χρονιάρα μέρα που ήταν απ’ τουν τρανό τουν σειισμόν για τ’ αδεύτιρουν που πήριν.

Με τουν δανκό τουν κλώστη στου ένα χέρι και μι τουν θκό της τουν σπασμένου στ’ άλλου τρέχει στου σπίτι τς και βρίσκει τουν Τσιώμου να παιδεύετι να ανοίξει δρόμουν μέχρι του κουμάσι μι τα πιριστέρια. Είχιν χιονίσει πάλι αποβραδίς και του χειν στρώσει για τα καλά. Μέχρι του γόνατο τουν έρχονταν του χιόνι. Μόλις τουν είδιν ανέφκιν πάλι του αίμα στου κεφαλι κι με τον κλώστη τουν σπασμένου τουν πατάει μια καλή στα κουλιά έτσι που ήταν σκυμμένους και φτιάρζιν.

-Τι μα θελτσς και μι βαραιντς, πεταθκιν ουρθός κι ανταριασμένος αυτός.

-Όχι μια, χίλιες θελτς τουν αντιλόγησιν αυτή, τι τουν έφκιαξις μπρε τουν κλώστη, αχαίριυτη;

– Τι θελτς  μα κι μι βαράς απάντησιν  ου  Τσιώμους, μι του νου παραπάν στα πιριστέρια παρά σν κωλιά που εφαγιν.  Γίνουνται κόλιαντα χωρίς τσιώκουν; Α πε γίνουντι;

-Πως δε γίνουνται μπρε. Ντιπ δε σι κόβει, ίσα με του Μπανούσια του Γιώρη απ’ τουν Αη-Δημήτρη δεν είσι που όταν τσακσιν του τσιώκου τ’ από του πολύ του βάρεμα, πήγιν στα χασαπλά κι πήριν ένα τρανό κόκκαλο από μπούτι απού βόδι κι μ’ αυτό χτπούσιν όλις τς πόρτις στουν Αη Δημήτρη. Φρίξη τουν ειχαν πάρει οι Αη –Δημητρώτσις κι μόλις τουν άκουγαν έτρεχαν ένα κι ένα κι τουν άνοιγαν για να μη τς γκρεμίσει τς ουξώπορτις. Δεν ήθελαν κι πουλύ τετοιες καναγκερίσιες που ’ταν. Αλλά που μυαλό, ποιος τόχασιν κι να του βρεις ισύ, όλ τη μερα κοιτάς ψηλά στα πιριστέρια. Μι του κόκκαλο τ’ Μπανούσια στου κιφαλ  θέλτς κι όχι με τουν κλώστη μπας κι ρθεις στα συγκαλά σ’!

Κι ετσι έληξιν η πιριπέτεια τ’ Τσιώμου με τουν τσιώκου τ’ εκείν’ τ’ χρονιά. Για χρόνια πάντως σκέφτουνταν πόσο πιο ξύπνιους ήταν ου Μπανούσιας απ’ τ’ αυτόν. Μήπους ήρθιν η ώρα να αλλάξουμι γειτουνιά έλεγιν τ’ φίλοι τ’, όταν κάποτι κι άλλο τς διηγήθκιν του περιστατικό. Καλά λεν ότι φ’σάει πιο κρέχτους στον Αη Δημήτρη και ξελαμπικαρίζν πιο γλήγουρα.;

 

 

Μοιραστείτε την είδηση