Πανδημία και επιστήμη, της Ελένης Γερούση Εκπαιδευτικού, Δρος Φιλοσοφίας (ΑΠΘ)

14 Min Read

Σύμφωνα με μια έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Medicine, το κίνημα κατά του εμβολιασμού για την covid-19 υπονομεύει τις προσπάθειες να περιοριστεί και να δοθεί ένα τέλος στην πανδημία, που έχει ταλαιπωρήσει τόσους μήνες όλο τον πλανήτη. Η έρευνα, στην οποία ρωτήθηκαν 13.426 άνθρωποι από 19 χώρες σχετικά με το πόσο πιθανό είναι να εμβολιαστούν όταν κυκλοφορήσει το εμβόλιο, ανέδειξε ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Το 72% των ερωτηθέντων απάντησε ότι θα κάνει το εμβόλιο κατά της covid-19, εάν αποδείξουν οι επιστήμονες ότι είναι αποτελεσματική και ασφαλής η χρήση του. Το 14% απάντησε ότι θα αρνηθεί να εμβολιαστεί και το υπόλοιπο 14% φάνηκε διστακτικό. Το ενδιαφέρον είναι ότι τα ποσοστά διαφοροποιούνται από χώρα σε χώρα. Σχεδόν το 90% των Κινέζων απάντησε ότι θα εμπιστευθεί το εμβόλιο ενώ οι πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών φάνηκαν περισσότερο δύσπιστοι· μόνο το 58% στη Γαλλία και το 56% στην Πολωνία επιθυμούν να εμβολιαστούν. Στη Ρωσία το αντίστοιχο ποσοστό πέφτει στο 55%. Πώς εξηγούνται τα χαμηλά ποσοστά των ευρωπαϊκών χωρών; Οι ερευνητές σχολιάζουν ότι η εμπιστοσύνη στο εμβόλιο εξαρτάται από την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι πολίτες στην κυβέρνησή τους. (https://www.nature.com/articles/s41591-020-1124-9)

Αν το εμβόλιο, που κυκλοφορεί ήδη, δεν θεωρείται ασφαλές ή αναγκαίο, ποιος έχει την ευθύνη να αποδείξει ότι είναι όντως επικίνδυνο για τον άνθρωπο; Όχι βέβαια η επιστήμη καθώς στο παρελθόν (αλλά ακόμη και σήμερα) εκατομμύρια άνθρωποι έχουν σωθεί και ασθένειες έχουν εξαφανιστεί λόγω των εμβολιασμών. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Michael Shermer, στο βιβλίο του Γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν σε παράξενα πράγματα; η «ευθύνη της απόδειξης ότι δεν συνέβη ποτέ το Ολοκαύτωμα των Εβραίων ανήκει σε εκείνους που το αμφισβητούν – δεν είναι ευθύνη των ιστορικών του Ολοκαυτώματος να αποδείξουν ότι πράγματι συνέβη. Και αυτό διότι υπάρχουν βουνά ολόκληρα από στοιχεία που αποδεικνύουν πως το Ολοκαύτωμα έχει πράγματι συμβεί» (σ. 62). Με βάση αυτή την προσέγγιση, υπεύθυνοι να αποδείξουν την επισφάλεια ή αναποτελεσματικότητα του εμβολίου είναι οι αρνητές του εμβολιασμού κατά της covid-19.

Ο Shermer μάς λέει το αυτονόητο: οφείλουμε να στηριζόμαστε σε αποδεικτικά στοιχεία, να εξετάζουμε κατά πόσο είναι ορθός ένας ισχυρισμός και να ζητάμε στοιχεία που να τον επιβεβαιώνουν ή να τον καταρρίπτουν. Το θέμα, βέβαια, είναι ότι ακούγονται πολλές διαφορετικές απόψεις μέσα στην ίδια την επιστημονική κοινότητα. Εδώ δεν συμφωνούν οι ίδιοι οι επιστήμονες, λένε πολλοί, πώς περιμένουν να τους πιστέψουμε; Δεν ξέρω αν θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν όλοι οι επιστήμονες της πρώτης γραμμής σε ένα εργαστήριο για να συνεργαστούν και να βρουν το τέλειο εμβόλιο για την covid-19. Σίγουρα δεν το κάνουν όταν παρασκευάζουν τα φάρμακα. Εκεί, όμως, δεν βλέπουμε αντιδράσεις. Αντίθετα, μας λένε ότι ο ανταγωνισμός των φαρμακοβιομηχανιών είναι υγιής και καταλήγει προς όφελος των ασθενών. Μόνο που δεν έχουμε δει μαζικές αντιδράσεις για τις παρενέργειες των φαρμάκων (που είναι και πολλές). Καμία φορά δεν συγκεντρώθηκαν αγανακτισμένοι πολίτες στην πλατεία Τραφάλγκαρ για να διαμαρτυρηθούν για τις παρενέργειες που έχουν οι στατίνες, φάρμακο για την αντιμετώπιση της υπερλιπιδαιμίας, όπως έκαναν κάποιες εκατοντάδες για να μας πείσουν να μην εμπιστευτούμε το εμβόλιο, που θα μας προστατεύσει από την  covid-19. Και δεν γίνεται αποδεκτό κανένα εμβόλιο από καμία εταιρεία.

Αυτές οι αντιδράσεις φανερώνουν ότι υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι σε όσα η επιστήμη μπορεί να μας προσφέρει. Πού οφείλεται αυτή η δυσπιστία; Πριν επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα, ας δούμε τα αποτελέσματα μιας δημοσκόπησης με τη μορφή προσωπικών συνεντεύξεων (31.243 ατόμων σε 32 ευρωπαϊκές χώρες) που διενεργήθηκε από το Ευρωβαρόμετρο, με στόχο την αξιολόγηση της γενικής στάσης των Ευρωπαίων πολιτών απέναντι στην επιστήμη και την τεχνολογία (https://www.ekt.gr/el/magazines/features/19076). Σύμφωνα με την έρευνα, οι απόψεις των Ελλήνων σχετικά με τον ρόλο της επιστήμης στην καθημερινή ζωή διίστανται: 45% των πολιτών υποστηρίζει πως, στην καθημερινότητα, δεν είναι σημαντικό να γνωρίζεις επιστημονικά θέματα, ενώ το 36% πιστεύει το αντίθετο. Ακόμη, το 67% των ερωτηθέντων πιστεύει πως οι επιστήμονες μπορούν να γίνουν επικίνδυνοι λόγω της γνώσης τους (με το αντίστοιχο ποσοστό σε όλη την ΕΕ να είναι 53%). Τέλος, ένα πολύ υψηλό ποσοστό (64%) πιστεύει πως οι επιστήμονες δεν είναι πάντα αξιόπιστοι σε αμφιλεγόμενα ζητήματα, καθώς εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από τη χρηματοδότηση της βιομηχανίας αλλά και της έρευνας.

Η εξάρτηση της επιστήμης από οικονομικά συμφέροντα είναι ο ένας λόγος της δυσπιστίας προς την επιστήμη. Ο άλλος λόγος είναι η συστηματική παραπληροφόρηση. Κι εδώ ευθύνη έχουν και τα ΜΜΕ, που, όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, συνέβαλαν στη δημιουργία ενός πολωτικού κλίματος, διχαστικού για το ελληνικό κοινό. Η ετήσια Έκθεση για την Ενημέρωση στο Διαδίκτυο (του Ινστιτούτου Reuters του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης) δείχνει ότι η Ελλάδα είναι η πιο ευάλωτη χώρα στην κακόβουλη παραπληροφόρηση μετά τις ΗΠΑ, σε δείγμα 18 δυτικών χωρών. Οι συγγραφείς της έρευνας διαπιστώνουν ότι οι παράγοντες, που ευνοούν την έλλειψη ανθεκτικότητας στην παραπληροφόρηση στην Ελλάδα, είναι η «χαμηλή εμπιστοσύνη στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, η υψηλή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για ενημέρωση, η χαμηλή θέαση της δημόσιας τηλεόρασης και η διάδοση του λαϊκισμού στην κοινωνία». Όντως, γνωρίζουμε ότι το 71% των Ελλήνων, που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, ενημερώνεται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ότι οι χρήστες των μέσων αυτών έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης στην αναπαραγωγή ψευδών ειδήσεων. Σύμφωνα με άλλη έρευνα (https://gh.bmj.com/content/5/5/e002604), το 25% των πιο προβεβλημένων βίντεο που ανέβηκαν στο YouTube, τον Μάιο του 2020, με πάνω από 62 εκατομμύρια συνολικά προβολές, περιείχαν παραπλανητικές πληροφορίες για την covid-19.

 

Μέσα στο πεδίο της παραπληροφόρησης εντάσσονται και οι θεωρίες συνωμοσίας. Σύμφωνα με το YouGov Cambridge Globalism Project, μια έρευνα που διεξήχθη πρόσφατα σε περίπου 26.000 άτομα από 25 χώρες, το 46% των Ελλήνων πιστεύει ότι ο ιός έχει σκοτώσει λιγότερους ανθρώπους απ’ ό,τι υποστηρίζουν οι ειδικοί.  37%, 22% και 23% είναι τα ποσοστά για τους Ισπανούς, τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς, αντίστοιχα. Ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό ανθρώπων στη χώρα μας που πιστεύουν ότι ο κορονοϊός κατασκευάστηκε σκόπιμα σε εργαστήριο της κινεζικής πόλης Γουχάν, με στόχο την εξόντωση κάποιου πληθυσμού ή την αύξηση των κερδών των φαρμακευτικών εταιρειών. Και, βέβαια, μην ξεχνάμε ότι υπάρχει ένα υπολογίσιμο ποσοστό που δεν πιστεύει καν στην ύπαρξη του ιού. Κι εδώ ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι καθοριστικός στη διάδοση των θεωριών συνωμοσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Twitter, το οποίο πρόσφατα απενεργοποίησε 170.000 λογαριασμούς, οι οποίοι διέδιδαν ψευδείς ειδήσεις για τον κορονοϊό.

Γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν στις θεωρίες νομοθεσίας; Σε συνθήκες κρίσης τα άτομα είναι πιο εύκολο να δεχτούν ατεκμηρίωτες πληροφορίες ή να εμπιστευτούν ανθρώπους, που επικαλούνται περισσότερο το συναίσθημα παρά τη λογική. Λόγοι ψυχολογικοί, όπως είναι η αίσθηση της απώλειας του ελέγχου απέναντι σε ένα μεγάλης κλίμακας τραυματικό γεγονός, οδηγούν τους ανθρώπους στην άκριτη υιοθέτηση των θεωριών συνωμοσίας. Η ιδέα ότι ισχυρές δυνάμεις δρουν παρασκηνιακά, έχοντας κακή πρόθεση, είναι προτιμότερη από την τυχαία εκδήλωση φαινομένων και προσδίδει μια ψευδαίσθηση παρηγοριάς.

Δεν ισχύουν όμως μόνο λόγοι ψυχολογικοί. Μια άλλη εξήγηση θα μπορούσε να είναι το χαμηλό κοινωνικό και μορφωτικό προφίλ αλλά φαίνεται, τελικά, ότι το πρόβλημα δεν είναι ταξικό. Είναι και ιδεολογικό. Στο άρθρο του «Why Americans came to distrust science» (Boston Review, 08.12.20) ο Andrew Jewett προβαίνει σε μια ενδελεχή ανάλυση των παραγόντων που εξηγούν την έλλειψη εμπιστοσύνης των Αμερικανών στην επιστήμη. Διαπιστώνει ότι οι συντηρητικοί Ρεπουμπλικανοί πιο εύκολα υιοθετούν τις θεωρίες συνωμοσίας σε σχέση με όσους κινούνται στην άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος. Ας θυμηθούμε τον απερχόμενο πρόεδρο Trump που απέρριπτε τα επιχειρήματα των ειδικών σε θέματα υγείας τόσο εύκολα όσο και τα επιχειρήματα για την κλιματική αλλαγή. Βέβαια, τα πράγματα γίνονται πιο επικίνδυνα όταν οι Ρεπουμπλικανοί θεωρούν ότι οι επιστήμονες δεν είναι τίποτε άλλο από πράκτορες μιας φιλελεύθερης συνομωσίας που στόχο έχει να πλήξει τους αμερικανικούς θεσμούς και τις πατροπαράδοτες αξίες. Πρόκειται για διαπιστώσεις που ισχύουν και στην περίπτωση της χώρας μας, όπου, επιπρόσθετα, η Εκκλησία, τουλάχιστον στο πρώτο κύμα της πανδημίας, δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων.

Οι θεωρίες συνωμοσίας – ειδικά εκείνες που αφορούν την επιστήμη, την ιατρική και θέματα που σχετίζονται με την υγεία – είναι ευρέως διαδεδομένες και ενέχουν σημαντικές αρνητικές κοινωνικές συνέπειες. Στην ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής γίνεται προσπάθεια να ενημερωθούν οι πολίτες της Ευρώπης για τα χαρακτηριστικά και τις αιτίες τους, με στόχο τον μετριασμό των επιβλαβών συνεπειών των θεωριών αυτών στο γενικό καλό.

Όσοι/ες προσχωρούν στο κίνημα κατά του εμβολιασμού ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί το κράτος να τους/τις υποχρεώσει να κάνουν το εμβόλιο, επικαλούμενοι/ες την αρχή της ελευθερίας. Ο John Stuart Mill, στο εμβληματικό δοκίμιό του Περί ελευθερίας (1859), προσδιορίζει τα όρια της ελευθερίας του πολίτη και, πιο συγκεκριμένα, καθορίζει τη φύση και τα όρια της εξουσίας, την οποία νόμιμα μπορεί να ασκεί η κοινωνία στο άτομο. Για να το δείξει αυτό, αρχικά προβαίνει σε μια διάκριση ανάμεσα στις πράξεις, που αφορούν αποκλειστικά το άτομο, και τις πράξεις, που αφορούν τους άλλους. Γράφει: «το άτομο δεν είναι υπόλογο στην κοινότητα για τις πράξεις του, στο βαθμό που θίγουν αποκλειστικά και μόνο τα δικά του συμφέροντα. Οι συστάσεις, οι νουθεσίες, η μετάπειση και η απομάκρυνσή του από τους άλλους […] είναι τα μόνα μέτρα που δικαιολογείται να λάβει η κοινωνία για να εκφράσει την απέχθεια ή την αποδοκιμασία της για τη διαγωγή του». Το άτομο είναι, λοιπόν, υπόλογο στην κοινωνία για τις πράξεις εκείνες που ζημιώνουν τα συμφέροντα των άλλων. Σε αυτή την περίπτωση, η κοινωνία είναι δυνατόν να του επιβάλει ποινές, αν κρίνει ότι είναι απαραίτητες για την προστασία της (εκδ. Επίκουρος, 1983, σσ. 158-59)

Τι γίνεται λοιπόν στην περίπτωση που η συμπεριφορά κάποιου βλάπτει τους συνανθρώπους του; Η απόφαση κάποιου να μην εμβολιάσει το παιδί του μπορεί να συμβάλει στην αναζωπύρωση μιας ασθένειας που έμοιαζε να έχει εξαλειφθεί. Σε αυτή την περίπτωση δηλαδή μια ατομική (ανεύθυνη) συμπεριφορά μπορεί να επιφέρει αρνητικές κοινωνικές συνέπειες

Αυτή η δυσπιστία απέναντι στην επιστήμη φτάνει πολλές φορές μέχρι την απαξίωσή της. Όπως επισημαίνει ο Shermer, «για τους περισσότερους ανθρώπους, η επιστήμη, παρουσιάζοντας ένα άπειρο, αδιάφορο και άσκοπο σύμπαν, φαίνεται πως δεν έχει να προσφέρει παρά μόνον μια ψυχρή και αδυσώπητη λογική. Η ψευδοεπιστήμη, η δεισιδαιμονία, οι μύθοι, η μαγεία και η θρησκεία προσφέρουν απλούς, άμεσους και παρήγορους κανόνες ηθικής και νοήματος της ζωής» (σ. 313).

Πολλοί ταυτίζουν τη δυσπιστία απέναντι στην επιστήμη με τον σκεπτικισμό, τη φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενική και απόλυτη γνώση. Ο σκεπτικισμός, ειδικά έτσι όπως τον διατύπωσε ο Σκωτσέζος φιλόσοφος David Hume, πρόσφερε πολλά στη φιλοσοφία και είναι τουλάχιστον άδικο να τον επικαλούνται όσοι και όσες καταλήγουν να απορρίπτουν την επιστημονική εξήγηση.

Κλείνοντας, είναι τρομακτική η ευκολία με την οποία η κοινωνία υποκαθιστά την έρευνα και την κριτική εξέταση με τη δεισιδαιμονία, την παραπληροφόρηση και τις θεωρίες συνωμοσίας. Τα όρια της επιστήμης από την ψευδοεπιστήμη είναι θολά και είναι ανάγκη να είμαστε σε εγρήγορση με όπλο την παιδεία, τη σωστή ενημέρωση και την κριτική σκέψη. Η επιστροφή στον ανορθολογισμό και η κυριαρχία της μετα-αλήθειας, κυρίαρχα γνωρίσματα των κοινωνιών που διέρχονται μακρές περιόδους κρίσης, αποτελούν οπισθοδρόμηση σε μια προνεωτερική εποχή, που βλάπτει, εντέλει, σοβαρά τη δημοκρατία.

Μοιραστείτε την είδηση