H τάση των ανθρώπων να προδίδουν, να εξαπατούν και να υφίστανται προδοσίες σε κάθε πεδίο της ζωής, στην γονεϊκή αγάπη, στον έρωτα, στην φιλία, στις ιδέες, στην πολιτική.Ένας ύμνος στην αληθινή φιλία, που είναι η μόνη »συγγένεια» με επιλογή!
Η Αλεξάνδρα Μελά, σύγχρονη όμορφη και καλλιεργημένη γυναίκα της αστικής τάξης της Θεσσαλονίκης, συναντά τον μεγάλο έρωτα στο πρόσωπο του Νάιτζελ Τζάκσον, διάσημου καθηγητή της χειρουργικής. Τον ακολουθεί στην Αμερική, όπου πραγματοποιείται και το όνειρό της να γίνει γνωστή συγγραφέας.
Όμως αισθάνεται προδομένη, όταν ο ίδιος της εξομολογείται τον έρωτά του για ένα φοιτητή του. Εγκαταλείπει τον άνδρα που αγάπησε και το υπέροχο σπίτι τους στο Σαν Φρανσίσκο και μετακομίζει στο Λος ΄Αντζελες. Με την στήριξη και την αγάπη φίλων, ξαναβρίσκει τον εαυτό της και συνεχίζει με μεγαλύτερη επιτυχία την συγγραφική της καριέρα.
Πολεμώντας δαίμονες και αμφιβολίες, μέσα από συνεχή εκ βαθέων αναμόχλευση και ανασκόπηση των συναισθημάτων της, κατορθώνει να ισορροπήσει. Επιτρέπει στον εαυτό της μία δεύτερη »δοκιμή» στον έρωτα… Σε φάση ψυχικής διερεύνησης των συναισθημάτων της, την επισκέπτεται η αγαπημένη φίλη της, η ψυχίατρος Μαρίνα Φωτίου, προβληματισμένη από τη δική της ταραγμένη προσωπική ιστορία.
Μαζί προσπαθούν να βρουν απαντήσεις μέσα από αναλύσεις των γεγονότων, των »πιστεύω» τους, των ιδεών τους σε βασικά ζητήματα της ζωής, ενώ, παράλληλα, ένα οδοιπορικό στα πιο όμορφα μέρη της Καλιφόρνιας, φέρνει κοντά την ενδεχόμενη λύση των προβλημάτων τους. Λοιποί ήρωες που εμπλέκονται στις ζωές των δύο γυναικών δημιουργούν έναν ενδιαφέροντα, περιπετειώδη μύθο.
Για τη συγγραφέα:
Η Τζένη Μανάκη γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε ως συντάκτρια και μεταφράστρια σε εφημερίδα και στο Δημόσιο. Ασχολήθηκε με πολιτιστικά θέματα και με την αποκλειστική ευθύνη έκδοσης συνδικαλιστικής μηνιαίας εφημερίδας.
Γνωρίζει Αγγλικά και Γαλλικά. ΄Εχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο Λος ΄Αντζελες
Είναι φανατική αναγνώστρια λογοτεχνίας.
Δημοσιεύει από ετών κείμενα με αφορμές που την ευαισθητοποιούν.
Αγαπάει τη ζωγραφική, με έργα της πήρε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
Το βλέμμα της πλανιόταν στην απέναντι ακτή. Προσπαθούσε κάτω από τις σιδεριές της γέφυρας να διακρίνει την περιοχή που βρισκόταν το παλιό της σπίτι. Η αχλή της ατμόσφαιρας αντιστεκόταν σθεναρά στον εντοπισμό, όμως εκείνη παρά τις συνομιλίες γύρω της, στις οποίες προσπαθούσε αφηρημένα να συμμετέχει, επέμενε. Της χρειάστηκαν περισσότερα από δύο ποτήρια κρασί για να χαλαρώσει. Όπου κι αν γύριζε το βλέμμα της έβλεπε θάλασσα. Η χαλαρή διάθεση από την επίδραση του αλκοόλ την έκαναν να αισθάνεται ότι κλυδωνιζόταν στην καρέκλα της, σαν να βρισκόταν πάνω σ’ ένα αργοκίνητο καράβι. Ξαφνικά, την είχε κυριεύσει, μια αίσθηση ευτυχίας, ένα στιγμιαίο ψυχικό σκίρτημα που είχε πολύ καιρό να νιώσει. Μισόκλεισε τα μάτια της κι αφέθηκε σ’ αυτό, ήταν μια αίσθηση που ήθελε να φυλακίσει μέσα της για πάντα, μ’ όλο που ήταν βέβαιη για την ματαιότητα της επιθυμίας της. Η φωνή του, διέκοψε ευχάριστα την απόλαυση της ακατάληπτης εκείνης στιγμιαίας ευτυχίας, που είχε έρθει σαν προάγγελος παράτασης μιας όμορφης συνέχειας.
Εκείνος πέρασε πίσω της, έσκυψε της έδωσε ένα φιλί και της ψιθύρισε καθώς κάθισε: “Δεν θέλω να διακόψω την ονειροπόληση σου, είχες μια έκφραση ευτυχίας, μου θύμισε την παλιά αγαπημένη μου !’.
Το άγγιγμα του, παρά την αντίθετη άποψη που θα είχε θεωρητικά, παρέτεινε εκείνο το όμορφο συναίσθημα σε μικρότερη ένταση, έτσι δέχθηκε θετικά, ότι τουλάχιστον δεν το κατέστρεψε! Είχε εγκατασταθεί μέσα της η απόφαση να συγχωρήσει την αθέλητη προδοσία του! Ένιωθε ξαλαφρωμένη από το βάρος συναισθημάτων που ξέφτιζαν κάθε καλή στιγμή, στη ζωή της. Είχε αναλύσει τόσες φορές στα βιβλία της, την καταστροφική επίδραση στις ψυχές των ηρώων της, από την εμμονή σε αρνητικά συναισθήματα, είχε εκθειάσει την γαλήνη των συνειδήσεων εκείνων που απέβαλαν το μίσος, την κακία, την τάση εκδίκησης που προερχόταν από σε βάρος τους εξαπατήσεις και προδοσίες. Όμως το προσωπικό βίωμα, κατέληγε μέσα της, διαφέρει από την θεωρητική αντιμετώπιση. Ο χρόνος είναι που επουλώνει τα τραύματα, κι όσο κι αν το αναιμικό δέρμα της επούλωσης διαφέρει σε χρώμα και σύσταση σε κάθε άνθρωπο, ήθελε το δικό της ν’ αποκτήσει ξανά την σπαργή του υγιούς. Κι ήταν εκείνες ακριβώς οι στιγμές, που καθώς τσούγγριζαν τα ποτήρια τους, σ’ εκείνο το τραπέζι, στην γαλάζια τζαμαρία, την αφημένη θαρρείς, πάνω στην θάλασσα, που της συνέβη η απώλεια της άρνησης να δεχθεί την διαφορετικότητα ακόμη και στον τρόπο που αγαπάει κανείς. Καθώς χαμογελαστή τσούγγριζε το ποτήρι της με τους φίλους της, άγγιξε για ένα δευτερόλεπτο το χέρι του και του ψιθύρισε: “Σ’ ευχαριστώ γι αυτό που είπες.’’