Περί Βαλτινού και πολιτισμού! Του Παύλου Ταγτεβερενίδη*

8 Min Read

Το μουσικό σχολείο Πτολεμαΐδας, στο οποίο έχω την ευτυχία να υπηρετώ ως διευθυντής, έδωσε προχθές Τρίτη μια πανέμορφη συναυλία – παράσταση μαζί με τον σπουδαίο Γρηγόρη Βαλτινό υπό τον εμφατικό και ουσιαστικό, συγχρόνως, τίτλο “Ό,τι αγαπώ θα ζει για πάντα”. Το μέγεθος του θεάματος (είκοσι τραγούδια), η γοητευτική ποικιλία τους (από Θεοδωράκη και Χατζηδάκη μέχρι βαλς και Ζαμπέτα), η επιμελημένη διάνθισή τους με απαγγελίες ποιημάτων εγνωσμένης αξίας και καταξιωμένων ποιητών, η στιβαρή παρουσία του Βαλτινού ως προς τη φωνή, τη θεατρικότητα, το χιούμορ και την οικειότητα που εξέπεμψε και η νεανική φρεσκάδα των παιδιών που συμμετείχαν, χάρισαν στο κοινό μια καλλιτεχνική εμπειρία που δύσκολα ξεχνιέται. Όταν, όμως, σβήνουν τα φώτα και τελειώνει το θέαμα, αναδύονται οι τάσεις αναστοχασμού, διαπιστώσεων και διατυπώσεων προβληματισμών. Αρχίζω με επαγωγική σειρά, από το ειδικότερο προς το γενικότερο:

1. Όταν οδεύεις προς την έβδομη δεκαετία της ζωής σου (βροντόσαυρος αυτοαποκαλείται αυτοσαρκαζόμενος) και έχεις κατακτήσει την συνολική αναγνώριση για τις ικανότητές σου, τη συνέπεια, τη συνέχεια και την εν γένει παρουσία σου στον τομέα του πολιτισμού, τότε μάλλον κάτι έχεις κάνει καλά! Και ο Γρηγόρης Βαλτινός ανήκει στην ευάριθμη ομάδα των καλλιτεχνών που τραβούν τα φώτα της δημοσιότητας μόνο για θετικούς λόγους είτε αναφερόμαστε στη θεατρική του υπόσταση είτε στον τηλεοπτικό του παρελθόν (και μέλλον) είτε στις συμπεριφορές και τις επιλογές του στο πέρασμα του χρόνου. Ο αρχοντικός αλλά και ισότιμος τρόπος επικοινωνίας με τους μαθητές και τις μαθήτριες στις από κοινού πρόβες, η ειλικρινής διάθεση να κοινωνήσει τις γνώσεις του και την πλούσια εμπειρία του σε δεκαπεντάχρονα και δεκαεξάχρονα παιδιά, η ακούραστη παρουσία του στην σκηνή, το αστείρευτο και πηγαίο χιούμορ του, η θέλησή του να ελέγχει -με την καλή έννοια του όρου- ό,τι σχετίζεται με την παράσταση και πολλά άλλα που δεν είναι επί του παρόντος αποτέλεσαν ένα πολύτιμο μάθημα για τη μαθητιώσα νεολαία του σχολείου, αλλά και για το εκπαιδευτικό προσωπικό που συμμετείχε. Το διαρκές και παρατεταμένο χειροκρότημα του κόσμου το βράδυ της συναυλίας αποδεικνύει, εξίσου, του λόγου το αληθές.

2. Η μαζική προσέλευση του κόσμου όχι μόνο από την Πτολεμαΐδα, αλλά και από την Κοζάνη, τη Σιάτιστα, τα Σέρβια και όλα τα σημεία του νομού, επέφεραν ως αναπόφευκτη συνέπεια την αδυναμία να παρακολουθήσουν όλοι τη συναυλία, αλλά την ίδια στιγμή απέδειξαν έμπρακτα και για πολλοστή φορά τη δίψα των ανθρώπων του τόπου μας για επαφή με την τέχνη, τον πολιτισμό και την καλλιέργεια του πνεύματος. Όσο και να θέλουμε να το αποκρύψουμε, όλοι όσοι μένουμε στα μέρη μας ανεξαρτήτως ηλικίας, κατοχής τίτλων σπουδών ή κοινωνικού και οικονομικού υπόβαθρου, δεν έχουμε δυστυχώς τη δυνατότητα να απολαύσουμε ανά πάσα στιγμή ένα παιδευτικό θέαμα είτε είναι θέατρο είτε οποιαδήποτε άλλο παρόμοιο ερέθισμα. Και όσο στερούμαστε τέτοιες απολαύσεις ή καλούμαστε να διανύσουμε πολλά χιλιόμετρα για να το πετύχουμε, τόσο μεγαλώνει η θέληση να το καρπωθούμε. Ίσως έτσι γινόταν και από παλιά, αλλά τώρα που τα ερεθίσματα της ενημέρωσης είναι πολλαπλά, οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις μας εντονότερες από ποτέ και ο πήχυς των απαιτήσεων δικαιολογημένα υψηλός, μάλλον συνειδητοποιούμε πιο έντονα τη συγκεκριμένη αδυναμία του «επαρχιακού» βίου.

3. Απόλυτα ταιριαστό με το προηγούμενο είναι οι ατελείωτες ευκαιρίες που (σου) παρέχει η μεγαλούπολη, το μεγάλο αστικό κέντρο, στην περίπτωση της χώρας μας η πρωτεύουσά της, που προφανώς είναι η μοναδική ευρωπαϊκών προδιαγραφών, πόλη που υπάρχει στην ελλαδική επικράτεια. Στη μετασυναυλιακή και πιο «απελευθερωμένη» συνύπαρξή μας ο Βαλτινός μας εξιστορούσε με απαράμιλλο τρόπο αναρίθμητα περιστατικά με την Κοτοπούλη, τον Μινωτή και άλλα ιερά τέρατα του θεάτρου και του πολιτισμού, μοιραζόταν μαζί μας σπάνιες εμπειρίες από την πολυετή δράση του και ακριβώς εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιείς μελαγχολικά πόσο έχει ξεφύγει η Αθήνα, πόσες απεριόριστες σε ποσότητα και μοναδικές σε ποιότητα ευκαιρίες παρέχει, πόσος πλούτος κάθε είδους έχει συγκεντρωθεί στο αττικό λεκανοπέδιο και τελικά, παρά τις προφανείς αντίξοες συνθήκες σε διάφορα πεδία της εκεί ζωής, πώς μπορούμε να μεμφόμαστε ιδίως τους νέους ανθρώπους που θέλουν να ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν προς το λαμπερό πρόσωπο των μεγαλύτερων πόλεων; Οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουμε καλά πόσο έντονη είναι αυτή η θέληση, αλλά και πώς αδυνατούμε συνήθως να αντιτείνουμε ισχυρή επιχειρηματολογία, για να κρατήσουμε τους νέους ανθρώπους εδώ ή να τους πείσουμε να επιστρέψουν.

4. Συνεπώς, τι κάνουμε εμείς οι αθεράπευτα ρομαντικοί με τον τόπο μας; Πώς μπορούμε ιδίως μέσω των θεσμικών φορέων εξουσίας να βελτιώσουμε την κατάσταση και την ποιότητα ζωής ώστε τόσο εμείς να διάγουμε ομορφότερο βίο όσο και να καταστήσουμε τον τόπο μας πιο ελκυστικό σε γηγενείς και μη; Κατά την προσωπική μου ταπεινή άποψη, η μόνη απάντηση, όπως μάλλον ισχύει για όλα τα σημαίνοντα ζητήματα, είναι ο πολιτισμός, η ουσιαστική ανάδειξη και ενίσχυσή του, προπάντων σε μια περιοχή που όχι μόνο δε διαθέτει πολλές και αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις, αλλά επιπλέον διαθέτει ένα ζηλευτό πολιτιστικό και πολιτισμικό υπόβαθρο, το οποίο αποτυπώνεται πολυδιάστατα και πολλαπλά: με την σπάνια βιβλιοθήκη που διαθέτει η πρωτεύουσα του νομού, με την χορεία πνευματικών ανθρώπων που είχαν καταγωγή από όλο το δυτικομακεδονικό έδαφος ή έζησαν και έδρασαν εδώ, με όλες τις εκπαιδευτικές δομές (τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα μουσικά σχολεία, το καλλιτεχνικό σχολείο, αλλά και με όλες τις σχολικές μονάδες και τα ωδεία, δημοτικά και ιδιωτικά), με τους πάμπολλους πολιτιστικούς συλλόγους που υπάρχουν στις πολυπολιτισμικές μας επιμέρους κοινωνίες και παράγουν πολύτιμο έργο χωρίς, όμως, να αναδεικνύεται πάντοτε από την πολιτεία με τον αρμόζοντα τρόπο ή λειτουργώντας, όχι σπάνια, από μόνοι τους περιχαρακωμένα ή χωρίς διάθεση ανάληψης συνεργασιών.

Κοντολογίς, υπάρχει το αναγκαίο ιστορικό και πολιτισμικό υπόβαθρο, περιμένει με αναμμένες τις μηχανές το άξιο ανθρώπινο δυναμικό, αναζητείται η απαραίτητη οργάνωση, ο “άνωθεν” συντονισμός που θα αξιοποιήσει τις εγχώριες δυνάμεις, θα αναγάγει τον πολιτισμό σε μείζονα προτεραιότητα και θα δώσει πολύτιμες ανάσες πολιτισμού σε όλους όσοι συνειδητά επιλέγουμε να ζούμε τις ζωές μας στα πατρώα εδάφη! Ό,τι επείγει είναι η κατάθεση απτών και χειροπιαστών προτάσεων, που υπάρχουν και είναι πολύ εφικτές να υλοποιηθούν: οι νέες αρχές πολιτειακές αρχές του τόπου οφείλουν, εκτός όλων των άλλων σημαντικών ζητημάτων, να καταπιαστούν και με τον συγκεκριμένο τομέα!

Ο Παύλος Ταγτεβερενίδης είναι Δ/ντης του Μουσικού Σχολείου Πτολεμαίδας

Μοιραστείτε την είδηση