Τα καλλιστεία είναι πανάρχαια υπόθεση. Μπορεί κανείς να πει ότι ξεκίνησαν όταν ο Πάρις προσέφερε το μήλο «τη Καλλίστη», επιλέγοντας την Αφροδίτη έναντι της Ήρας και της Αθηνάς. Στους νεώτερους χρόνους έγιναν θεσμός. Όχι μόνο για την εκλογή της ωραιότερης γυναίκας, ή του άνδρα με τις ωραιότερες γραμμώσεις μυών, αλλά ακόμη και για σκύλους και γατάκια.
Εκείνο όμως που δεν σκέφθηκαν οι αρχαίοι, το επινόησαν κάποιοι σύγχρονοι. Το αντίθετο των καλλιστείων. Τα …κακιστεία. Την επιβράβευση του χειρότερου. Όπερ βεβαίως ξεκίνησε από εκεί που ξεκινούν συνήθως όλες οι τρέλες. Από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με την καθιέρωση των «χρυσών βατόμουρων», τα όποια εμπνεύσθηκε το 1980 ο Τζον Ουίλσον και είναι κινηματογραφικά, ανακοινώνονται δε την παραμονή της γνωστοποίησης των υποψηφιοτήτων για τα βραβεία Όσκαρ.
Εμείς όμως μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι ότι και οι σύγχρονοι Έλληνες δεν υστερούμε. Έχουμε και εμείς τα δικά μας κακιστεία. Αν ανατρέξετε την διαδρομή της περιόδου από την μεταπολίτευση και εντεθέν, θα το διαπιστώσετε. Οι εκάστοτε εξουσιαστές μας, δεν αγωνίζονται τόσο να αποδείξουν κατά πόσον εκείνοι είναι καλύτεροι, αλλά πως θα μας πείσουν ότι οι άλλοι, κυρίως οι προκάτοχοι τους, ήταν χειρότεροι. Δεν διακινδυνεύουν να διεκδικήσουν κάποιο «χρυσό μήλο» για τον εαυτό τους. Προτιμούν, ως ευκολότερη υπόθεση, να απονέμουν «χρυσά βατόμουρα», στους προηγηθέντες στην άσκηση της εξουσίας.
Ο άτυπος αυτός «θεσμός» ενεργοποιήθηκε και στην περίπτωση των πυρκαγιών που αποψίλωσαν ακόμη περισσότερο τα ήδη δεινώς αποψιλωμένα δάση της χώρας. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, προτίμησε να εμφανισθεί όταν βεβαιώθηκε ότι ο μεγάλος κίνδυνος στην Αττική είχε τεθεί υπό έλεγχο. Και τι μας είπε; Ότι πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι. Διότι, το 2009, όταν κυβερνούσε η Νέα Δημοκρατία, η καταστροφή ήταν μεγαλύτερη. Απένειμε δηλαδή το δικό του «βατόμουρο» στην αξιωματική αντιπολίτευση.
Η γενιά μου δεν μπορεί να ονειρεύεται ότι θα δει μια Ελλάδα όπου το ζητούμενο θα είναι πάντα το καλύτερο, αν μη και το άριστο, αντί να ανάγεται σε ιδεώδες το «μη χείρον». Δεν προλαβαίνουμε. Οπότε μόνη ελπίδα μας είναι μήπως ζήσουν τουλάχιστον τα παιδιά και τα εγγόνια μας σε μια χώρα όπου οι πολιτικοί θα ανταγωνίζονται σε επίπεδο καλλιστείων, τιμητικών διακρίσεων δι’ εαυτούς, και δεν θα αρκούνται να μας προβάλουν τα στραβά των άλλων.
Γ. Π. ΜΑΣΣΑΒΕΤΑΣ