Το γυναικείο φύλο δεν είναι προβληματικό, δεν απέχει από την πολιτική λόγω φύλου. Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού…
Αν ζούσαμε σε άλλες δεκαετίες με το αίτημα της γυναικείας χειραφέτησης υπό αμφισβήτηση, αυτό το μέτρο θα είχε σημασία ως ένα βήμα για την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Αλλά δε ζούμε. Μπορεί οι γυναίκες να αδικούνται εν έτει 2019 από συντηρητικά στοιχεία, μπορεί οι οπισθοδρομικές φωνές να εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά οι γυναίκες περισσότερο παρά ποτέ θεωρούν τους εαυτούς τους ίσους και σίγουρα δεν αποτελούν μια ειδική κατηγορία που χρειάζονται καθοδήγηση, για να πολιτευτούν.
Βεβαίως ισχύει και η λογική «κάλλιο αργά, παρά ποτέ» και δέχομαι ότι έστω και καθυστερημένα κατοχυρώνεται η θέση της γυναίκας στην πολιτική σκηνή. Όμως εγώ θέλω η χώρα μου να μην είναι ουραγός στην καινοτομία και οι κατακτήσεις των δικαιωμάτων να μην έρχονται με καθυστέρηση δεκαετιών από την Ευρώπη ή την Αμερική. Η συζήτηση για τις έμφυλες ταυτότητες στο εξωτερικό έχει προχωρήσει σημαντικά και εμείς ακόμα συζητούμε για τα αυτονόητα. Άλλη μια ευκαιριακή λύση, λοιπόν, η ποσόστωση και θα εξηγήσω γιατί.
Διότι ένα σοβαρό κράτος που ενδιαφέρεται για την ισότητα των δύο φύλων δεν προχωράει μόνο στην ποσόστωση, αλλά κάνει τα εξής:
- Βελτιώνει την εργασιακή θέση της γυναίκας παρέχοντας της εκπαίδευση για την αξία της συμμετοχής στα κοινά, για την εξάλειψη των στερεοτύπων και των προκαταλήψεων που οδηγούν στην ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων.
- Βελτιώνοντας την ποιότητας ζωής της, την καθημερινότητα της με παροχές για την ανατροφή του παιδιού. Είναι γνωστοί οι πολλαπλοί ρόλοι μιας γυναίκας σήμερα (εργαζόμενη, σύζυγος, μητέρα). Πώς να εναρμονίσεις όλους αυτούς τους ρόλους και να έχεις και παρουσία στο πολιτικό γίγνεσθαι;
- Αν συμβούν τα παραπάνω από ένα κράτος με ουσιαστική κοινωνική πολιτική δεν θα χρειάζεται η ποσόστωση, γιατί οι γυναίκες ενδιαφέρονται εξίσου έντονα με τους άντρες για την πολιτική και θα βλέπαμε τα ποσοστά του ψηφοδελτίου να ανεβαίνουν από μόνα τους. Όταν βέβαια απέχουμε έτη φωτός από τα σοβαρά κράτη, τότε η ποσόστωση θεωρείται τεράστιο βήμα προς την ισότητα και το υποδεχόμαστε μετά βαϊων και κλάδων.
Από μόνη της λοιπόν η ποσόστωση μοιάζει κρυφορατσιστική και υποτιμητική για τις θέσεις του γυναικείου κινήματος. Βεβαίως δεν κοστίζει όπως οι κοινωνικές υπηρεσίες και η οικογενειακή πρόνοια. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι οι ρυθμίσεις ποσόστωσης πράγματι επιτυγχάνουν συγκεκριμένες μετατοπίσεις εξουσίας προς όφελος των γυναικών, αλλά δεν καλύπτουν παραδοσιακές αντιλήψεις περί της θέσης της γυναίκας στην πολιτική. Η γυναίκα παραμένει θύμα πατροπαράδοτων δομών σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, όπως είναι η πολιτική, και αγωνίζεται σκληρά για να επιβιώσει στο χώρο αυτό. Η ποσόστωση δεν αποκλείει αυτόματα ουσιαστικές αδικίες απέναντι της. Αυτό που χρειάζεται είναι η έννοια της ισότητας να «εμπεδωθεί» αρκετά στις συνειδήσεις των πολιτών.
Θα μου πείτε, δεν το αντιλαμβάνεστε ως ένα θετικό μέτρο που βοηθάει στην πραγματική ισότητα των δύο φύλων; Φυσικά! Και ούτε η ανάλυση μου σημαίνει ότι την αντιστρατεύομαι, δεν θέλω να παρεξηγηθούν οι θέσεις μου. Απλώς δεν δέχομαι να παρουσιάζεται ως πρωτοποριακό, το αυτονόητο. Ελπίζω σε έναν βαθύτατο εκδημοκρατισμό και όχι σε προσέλκυση περισσότερων γυναικών μέσω ποσόστωσης, σε μια μόνιμη ρύθμιση όχι ευκαιριακή, και σε λύσεις όχι μεταβατικές, όπως η ποσόστωση, αλλά ουσιαστικές προς την κατεύθυνση της χειραφέτησης της γυναίκας και της κατάργησης οποιασδήποτε μορφής διακρίσεων.
Τέτοια μέτρα, όταν δε συνδέονται με δομικές αλλαγές, μοιάζουν απλώς προσχηματικά, αν όχι εκ του πονηρού, περισσότερο για να λειτουργήσουν ως προεκλογικά παράσημα, παρά για να προωθήσουν ουσιαστικές κοινωνικές αλλαγές. Μοιάζει να ανασύρεται από τα χρονοντούλαπα της ιστορίας του φεμινιστικού κινήματος περισσότερο ως επιβεβλημένο σύνθημα, συχνά αφόρητα κλισέ. Επομένως η ποσόστωση αν περιοριστεί στην αριθμητική εκπροσώπηση δεν επιφέρει ουσιαστικές κοινωνικές αλλαγές. Αν δε συνοδευτεί με κίνητρα και παροχές προς τη γυναίκα, μητέρα, σύζυγο, επαγγελματία, πολιτικό. Κι αν δε συνοδευτεί με αλλαγές στάσεων πια…Κι εξηγούμαι κι άλλο.
Ακόμη και ως όρος (οικονομικός και πολιτικός) εμπεριέχει προαπόφαση ενός κοινωνικού αποτελέσματος. Επιβάλλει, απαιτεί, προϋποθέτει. Και αυτό ενέχει την έννοια της διάκρισης, γιατί τελικά υπηρετεί στερεοτυπικές αντιλήψεις. Η χαμηλότερη (σε σχέση με τους άνδρες) συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική συνδέεται σχεδόν αποκλειστικά με τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην εξισορρόπηση των πολλαπλών τους ρόλων στη σύγχρονη κοινωνία. Η λύση, επαναλαμβάνω, δεν μπορεί να είναι άλλη από τη δημιουργία αποτελεσματικών κοινωνικών δομών για τη γυναίκα που θέλει και μπορεί να κατέβει στον πολιτικό στίβο, για την εργαζόμενη γυναίκα, για την άνεργη γυναίκα. Δεν ξέρω αν η ποσόστωση τελικά την τιμά. Μου μοιάζει σαν πράξη ελεημοσύνης, μια παροχή φαινομενική, γι’ αυτό και εν τέλει ανέντιμη, σε κλίμα επερχόμενων εκλογών, βεβαίως βεβαίως….Άλλωστε το σχετικό σχέδιο νόμου είχε προαναγγελθεί από τον Πρωθυπουργό στις 8 Μαρτίου, ημέρα της γυναίκας, κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή για την κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας. Αυτό, για το σημειολογικό ενδιαφέρον του πράγματος.
Μοιάζει επίσης σα να θεωρείται δεδομένο ότι η γυναίκα αδυνατεί να αναδειχθεί αξιοκρατικά στην πολιτική σκηνή της χώρας και χρειάζεται τέτοια «δώρα», σα να πρόκειται για «ειδική κατηγορία». Και μιλώντας για ειδικές κατηγορίες, τι γίνεται αλήθεια με την εκπροσώπηση άλλων ευάλωτων κοινωνικά ομάδων όπως τα ΑμεΑ; Αλλά ξέχασα, στη χώρα που δεν υπάρχουν ράμπες για την πρόσβαση των ατόμων με κινητικά προβλήματα ή που κι αν υπάρχουν καταπατούνται από ασυνείδητους οδηγούς και πεζούς, ο δρόμος για τη Βουλή μοιάζει απροσπέλαστος, κυριολεκτικά.
Δε γκρινιάζω, αλλά πέρασε ανεπιστρεπτί η εποχή των συνθημάτων. Πράξεις μόνο. Λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά.
Δρ Βασιλική Ρεπανά (MA Edu., PhD)
Νηπιαγωγός