Ποτέ την Κυριακή στη Σκ΄ρκα, εκτός κι αν… (Της Τάσας Σιόμου)

5 Min Read

Οικοδόμοι κι εργάτες, αγρότες άγονων χωραφιών και μικρών αμπελιών κατοικούσαν στη Σκ΄ρκα, παλιότερη γειτονιά της Κοζάνης, φτωχικό γενέθλιο τόπο μου, μεγάλο σχολείο ζωής.

Οι γυναίκες βοηθούσαν κι αυτές στο βιος. Λυγερόκορμες, όχι από διατροφή, αλλά από τυράννια κι ανέχεια, παράβγαιναν στο να μετουσιώσουν τις στερήσεις σ΄αρχοντιά, παλεύοντας με τα ζυμάρια για τον επιούσιο, δυο ντέγκια αλεύρι και θα τον βγάλουμε το χειμώνα έλεγαν, και χτυπώντας στον αργαλειό τα πολύχρωμα κιλίμια για το στρώσιμο του σπιτιού.

- Advertisement -
Ad image
- Advertisement -
Ad image

Η ισοτιμία των φύλων ήταν άγνωστη. Οι προσφωνήσεις τους «η θ΄κια μ΄ή η άλλην» κι η απόσταση από τους άντρες τους στο δρόμο υποδήλωναν τις διαθέσεις τους.

Τα παιδιά πολλά, αποτελείωναν τα μπαλωμένα με όπλατες ρούχα στη γλίστρα της Αγιάννας. Δεν τα κυνηγούσαν για το μεσημεριανό ύπνο, για το φαγητό, αντιθέτως τα απειλούσαν, τα πιθάνει η μάνα΄ς άμα φας , όταν σουρουπών΄, έλεγαν. Ούτε τα δελέαζαν για διάβασμα για να τελειώσουν το σχολείο, το Δημοτικό δηλαδή. Έτσι οι επιδόσεις στα γράμματα ήταν πενιχρές, ήταν όμως πλούσιες στο σήκωμα των περιστεριών, στο πέταγμα της πέτρας, στο τσάκωμα των πουλιών, στις φιλίες…

Τα βράδια όλοι στο χωρατά, καθισμένοι σε σταθερές πελεκητές πέτρες.   Μιλώντας κατά πρόσωπο ο ένας στον άλλο με συμπάθεια, είτε κλαίγοντας, είτε τραγουδώντας τα βάσανά τους, είτε πειράζοντας ο ένας τον άλλο, λυτρώνονταν από τις έγνοιες της ζωής. Αριά και που εμφανίζονταν χαλβάς σιμιγδαλίσιος   ή φιλίτσες ψωμιού με ζάχαρη και λάδι.

Στη γειτονιά που και που ξετρύπωναν μπακάλικα –ταβέρνες, π.χ. τ΄Κουτσουσίμ΄,               τ΄Πατίκα, προνόμιο των ανδρών για τα ξεροσφύρια της ρακής ή του κρασιού, καθισμένων σε τσουβάλια με πατάτες ή ζάχαρη, αλλά και προνόμιο των παιδιών για λίγα δράμια λάδι ή ελιές.

Τα μεροκάματα των ανδρών λιγοστά , το ΙΚΑ ήταν στα αζήτητα, κι αυτά ήταν κερδισμένα στο ανθρωποπάζαρο, μπροστά στου Δαβάνη, δίπλα στο Δημαρχείο, όπου τα φευγαλέα αφεντικά διάλεγαν ανάλογα με τα μπράτσα και τη φήμη των εργατών.

Και σε καιρούς όμως που υπήρχαν φούριες, στο θέρος ή στον τρύγο, ποτέ δεν έκαναν μεροκάματο την ΚΥΡΙΑΚΗ. ΄Ηταν μέρα άγια, αφιερωμένη στα θεία κι ας μην πατούσαν το πόδι τους στην εκκλησιά, μόνο τις κούπες συμβόλιζαν με τα κεριά, αφού ρωτούσε ο ένας τον άλλο τις Κυριακές, με νόημα «πόσα κιριά άναψις σήμιρα;».

Δούλευαν όμως τις Κυριακές , αφιλοκερδώς, για να χτίσουν το αυθαίρετο σπίτι του φτωχού συντοπίτη. Πολλοί μαζί έριχναν τα θεμέλια, πολλοί μαζί ύψωναν τη στέγη από Κυριακή σε Κυριακή, για να προλάβουν την Αστυνομία, που φαίνεται χαλάρωνε τους ελέγχους την άγια μέρα και δύσκολα βεβαίωνε εντολές για κατεδάφιση των υψωμένων γιαπιών.

Τα σπίτια στα ανθρώπινα μέτρα, φαίνονταν ο Άι-Σαράντ΄ς από τη Σκ΄ρκα, ήταν δικής τους αισθητικής, καμωμένα με αργολιθοδομή και τσατμάδες. Τα δείγματα αυτά λαϊκής   αρχιτεκτονικής που επλήγησαν από τις αντιπαροχές κι έγιναν κουρνιαχτός από το σεισμό του ΄95 και τις μπουλντόζες, περιβάλλονταν από αυλές με ραλίκια και τενεκέδες λουλουδιών και περιτρέχονταν από στενοσόκακα στρωμένα με πέτρες.

Συχνά οι καινούριοι νοικοκυραίοι τα κατοικούσαν με υγρά ντουβάρια και κουρελούδες στα παράθυρα. Τα νυχτέρια όμως και τα γιορτάσια δεν έλειπαν, ενώ σιγά – σιγά τα πράγματα έμπαιναν σε σειρά.

Ο εθελοντισμός κι η αλληλεγγύη ήταν άγνωστες λέξεις, η αυτοθυσία όμως για το συνάνθρωπο έδινε κι έπαιρνε, αφού μαζί πάλευαν τις χαρές και τις λύπες. Τους φαντάζομαι ν΄ αναριωτιούνται: Τί είνι αυτήν η αλληλεγγύη? Φαίνιτι δεν τ΄ν έχ΄ν κι τ΄συζητούν.

Τα μαστόρια της Σκ΄ρκας δεν ήταν φημισμένοι πελεκάνοι, όπως αυτοί από το Βόιο, δε ζωγράφιζαν το αρμολόι και δεν έφταναν στην Πόλη για να χτίσουν και να καζαντίσουν.

Ήταν όμως ακροβάτες στις πρόχειρες σκαλωσιές και στις στέγες, είχαν χέρια γερά σαν φτυάρια, Μανόλης Δάλλας, ώμους γερούς για το χάρτσ΄ και κυρίως είχαν φιλότιμο και μπέσα, καρδιά μπαχτσέ, χωρίς ιδιοτέλεια, που χτυπούσε στους ρυθμούς της ανάγκης του άλλου!

Υ.Γ. Το αφιερώνω:

Στη μνήμη του πατέρα μου Μανόλη, εργάτη στο επάγγελμα, που με μύησε στα ζόρια του ντουνιά.

Στον Στέργιο Σακαλή, 85χρονο οικοδόμο της γειτονιάς, με αρχοντιά, σε κερνάει στο δρόμο καραμέλες, βασιλικούς και δενδρολίβανο, και με σοφία, οι σπουδαγμένοι ξέρ΄ν τα θ΄κα ΄τς , ιγώ πιρπατώ κι βλέπου ότι έχτ΄σα τ΄ μ΄ση τ΄ν Κουζάνη, λέει.

Σημειώνω πως και τα ξωκκλήσια ήταν δικό τους δημιούργημα. Μήπως πρέπει να τα δούμε, Κώστα Καραμάρκο;

 

                                                                                                                                     Τάσα Σιόμου

Μοιραστείτε την είδηση