Όπου και να γυρίσεις, συναντάς κατήφεια που πηγάζει από μια διαρκή ανασφάλεια για το αύριο. Αναρωτιέσαι εύλογα γιατί σ’ αυτό τον ευλογημένο τόπο των λίγων εκατομμυρίων, με τα ατέλειωτα χιλιόμετρα ακτογραμμής και τις πολλές μέρες ηλιοφάνειας, υποφέρουμε –ή νομίζουμε ότι υποφέρουμε- τόσο; Γιατί η παραγωγή μας περιορίζεται στον υψηλότατο αριθμό αναρτήσεων ανά δευτερόλεπτο, αλλά σε κάτι πιο χειροπιαστό σημειώνουμε μηδενική πρόοδο;
Απορρίπτοντας ντετερμινιστικές προσεγγίσεις που θέλουν τις κλιματολογικές συνθήκες, τη γεωγραφική θέση ή τις ικανότητες των κατοίκων καθοριστικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη ή αντίθετα στη στασιμότητα, θα ταχθώ απόλυτα με τα όσα λένε οι Ατζέμογλου και Ρόμπινσον στο βιβλίο τους «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη». Σ’ αυτό, λοιπόν, βασικό επιχείρημα των συγγραφέων είναι ότι η ποιότητα και το είδος των θεσμών που υπάρχουν, μαζί με τη συμμετοχικότητα, αποτελούν τους παράγοντες που οδηγούν στον ενάρετο κύκλο ανάπτυξης. Αντίθετα, ένα κράτος, όπου τα προνόμια υπάρχουν για συγκεκριμένες ομάδες, η πληροφορία δεν κυκλοφορεί, ευκαιρίες δεν υπάρχουν και το χρήμα δεν κινείται, είναι καταδικασμένο να μείνει για πάντα στο φαύλο κύκλο.
Λένε, επίσης, ότι ένα απρόβλεπτο γεγονός μπορεί να ορίσει μια κρίσιμη καμπή και να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων, όπως συνέβη σε πολλές χώρες μετά από ακραία γεγονότα, πχ. φονικές καταστροφές, κάτι που φυσικά δεν θέλουμε να σκεφτούμε καν ως σενάριο.
Αυτό που χρειάζεται είναι να συνειδητοποιήσουμε κάποια στιγμή όλοι μαζί, χωρίς να χρειαστεί να μπούμε σε μεγάλες περιπέτειες, ότι η μόνη λύση είναι γίνει το κράτος μας ανοιχτό και ίσο για όλους.