Γενική απεργία προ των πυλών
Το Νομαρχιακό Τμήμα της ΑΔΕΔΥ Κοζάνης, σε συνεργασία με την ΑΔΕΔΥ και το Κοινωνικό Πολύκεντρο διοργάνωσαν ημερίδα το απόγευμα της Πέμπτης, με θέμα τις εργασιακές σχέσεις, τις αμοιβές, το ασφαλιστικό και το συνταξιοδοτικό, συζητώντας για το «αδιέξοδο» και το μέλλον των αμοιβών στο Δημόσιο, μετά την κρίση.
Η συγκεκριμένη ημερίδα πραγματοποιήθηκε με αφορμή τα προβλήματα που υπάρχουν γενικότερα στην κοινωνία, όπως είναι η ακρίβεια και ο πληθωρισμός, θέλοντας να τα αναδείξουν και είναι στα πλαίσια της ευρύτερης καμπάνιας που διοργανώνει η ΑΔΕΔΥ με τη ΓΣΕΕ, όπου ενημερώνουν τον κόσμο για τις επιπτώσεις της ακρίβειας και τις δράσεις που θα αναλάβουν να κάνουν σε κάθε περιοχή της χώρας, όπου και θα καταλήξουν σε γενική απεργία με στόχο τη συσπείρωση των εργαζομένων αλλά και όλων των πολιτών, απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης.
Ο Δημήτρης Ντέντης, Πρόεδρος του Ν.Τ. της ΑΔΕΔΥ Κοζάνης, όσο αναφορά τις αυξήσεις των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα, ανέφερε χαρακτηριστικά «οι αυξήσεις που έχουν δοθεί στους δημοσίους υπαλλήλους είναι ψίχουλα, γιατί με τις αυξήσεις που έχουν σημειωθεί στα πάντα, έχουν εξαγνίσει όχι μόνο αυτές τις αυξήσεις που πήραμε, αλλά ακόμα και αν παίρναμε διπλάσιο μισθό, πάλι δεν θα έφταναν». Επίσης στάθηκε στις διεκδικήσεις των δημοσίων υπαλλήλων, όπως είναι οι αξιοπρεπείς μισθοί, καλές συντάξεις, να μην ανέβει και άλλο το ηλικιακό όριο για τη συνταξιοδότηση και να γίνουν μόνιμες προσλήψεις.
«Οι αμοιβές της μισθωτής εργασίας στο δημόσιο έχουν βιώσει μια βάναυση κατακρήμνιση τα τελευταία χρόνια» τόνισε ο Γιώργος Γιούλος, Πρόεδρος του Κοινωνικού Πολύκεντρου της ΑΔΕΔΥ και συνέχισε λέγοντας πως αυτό που παρουσιάζει η κυβέρνηση ως μια σημαντική αύξηση για τους δημόσιους υπαλλήλους, δεν είναι κάτι άλλο από μια πολύ μικρή ενίσχυση του εισοδήματος τους που σε καμία περίπτωση δεν καλύπτει τις απώλειες όλων αυτών των χρόνων και τις αυξήσεις των βασικών αγαθών από την αύξηση του πληθωρισμού.
Ο Δημήτρης Μπράτης, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΑΔΕΔΥ αναφέρθηκε, εν μέσω άλλων, και σε μια πρόσφατη έρευνα της εταιρείας Alco για τη ΓΣΕΕ, η οποία έδειξε πως το 90% των εργαζομένων στη χώρα μας, έχει περιορίσει τις αγορές του σε βασικά αγαθά προκειμένου να τα «βγάλει πέρα» με την ακρίβεια. Όπως επίσης ότι το 65% δεν πήρε καμία αύξηση μισθού το 2023 και ότι το 24% εργάζεται περισσότερες ώρες από το προβλεπόμενο, χωρίς να αμείβονται οι υπερωρίες του.
«Τα συνδικάτα οφείλουν να οργανώσουν μια κοινωνική αντιπολίτευση προς αυτή την πολιτική της κυβέρνησης, με στόχο και να βάλουν «φρένο» αλλά να διεκδικήσουν τα αυτονόητα» τόνισε ο κ. Μπράτης και συνέχισε λέγοντας πως το πρώτο πράγμα που διεκδικούν είναι η επαναφορά των δώρων. «Δεν μπορεί 5 χρόνια μετά τα μνημόνια, να μην υπάρχει συζήτηση για αυτά. Ο 13ος και ο 14ος ήταν μια «ανάσα» για τους εργαζόμενους. Οι μισθοί μας έχουν μειωθεί κατά 40%. Το αίτημα είναι κοινό για όλους, θέλουμε μισθούς για να μπορούμε να ζούμε με αξιοπρέπεια» ανέφερε χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Ο Βασίλης Πολυμερόπουλος, πλειοψηφών και σύμβουλος στην ΑΔΕΔΥ και προεδρεύων της εκτελεστικής επιτροπής, σημείωσε πως προσπαθούν να διαπιστώσουν αν υπάρχει μέλλον το οποίο θα δώσει μια οικονομική «ανάκαμψη» στον κάθε εργαζόμενο ξεχωριστά αλλά και στους δημοσίους υπαλλήλους γενικότερα, όπως επίσης και το να διαμορφώσει μια δημόσια διοίκηση η οποία να είναι αναβαθμισμένη, θα είναι κοντά στον πολίτη και θα μπορεί να εκσυγχρονίζεται και να ακολουθεί τη διαδικασία που ακολουθεί η μέση Ευρωπαία διοίκηση. «Μπορεί οι δείκτες να ευημερούν, οι άνθρωποι όμως όχι και υπάρχει πολύ μεγάλη απόκλιση από την εικόνα ευημερίας που παρουσιάζεται και οι οικονομικοί δείκτες, δείχνουν τα πραγματικά δεδομένα. Σήμερα μπορεί η Ελλάδα να είναι η κορυφαία όπως ανέδειξε ο Economist αλλά υπάρχουν και άλλες πολλές πλευρές που πρέπει να τις αναδείξουμε, όπως είναι η οικονομική δυσπραγία, η οικονομική καχεξία, οι καθηλωμένοι μισθοί τα τελευταία 13 χρόνια και μια αγοραστική δύναμη η οποία φθίνει μέρα με τη μέρα λόγω της πίεσης του πληθωρισμού και της αύξησης των καταναλωτικών τιμών» τόνισε ο κ. Πολυμερόπουλος.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στο γεγονός πως ο δημόσιος υπάλληλος στην Ελλάδα, είναι ο μοναδικός σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση που οι μισθοί του το 2022 είναι χαμηλότεροι από το 2009 και πως ο μέσος Ευρωπαϊκός μισθός είναι περίπου 40.000 ευρώ ενώ ο μέσος μισθός για τους Έλληνες ήταν 16.671 ευρώ για το 2022, δηλαδή το 40% του μέσου μισθού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η «δύναμη» της κατανάλωσης του Έλληνα εργαζόμενου να είναι περίπου 28% μικρότερη από αυτή των υπολοίπων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Υπάρχει μια ατελείωτη δυσπραγία και οι μισθοί είναι απαξιωτικοί σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό μισθό. Πάντα πιστεύουμε ότι υπάρχει ελπίδα και θέλουμε να δίνουμε έναν τόνο αισιοδοξίας αλλά δεν υπάρχουν οι κατάλληλες προοπτικές για να γίνει αυτό και για τις αυξήσεις που δόθηκαν φέτος, μετά από τόσα χρόνια, υπάρχει μια αντίληψη η οποία είναι έξω από τα πραγματικά δεδομένα και έξω από την πίεση που δεχόμαστε επί μια 12ετία. Είναι απολύτως απογοητευτικό» τόνισε κλείνοντας ο κ. Πολυμερόπουλος.
Θένια Βασιλειάδου – www.xronos-kozanis.gr