Επιμένω.
Η πολιτική είναι μια ανάγκη που γίνεται πιο έντονη όταν οι περιστάσεις είναι δύσκολες. Όταν δηλαδή τα πράγματα βαίνουν κακώς, τότε είναι που η πολιτική απόφαση γίνεται κρίσιμη και δεν μπορεί επ’ ουδενί να απουσιάσει με αφορμή την κακή περίσταση ή να αναβάλλεται για πιο ευδόκιμες περιόδους. Η πολιτική, η κοινή δηλαδή απόφαση, κυρίως χρειάζεται όταν πρέπει να λυθεί ένα πρόβλημα. Και πρόβλημα ακριβώς έχουμε αυτήν την στιγμή με την λεγόμενη «μετάβαση». Όποιος ρωτάει «τίς πταίει;» θα πρέπει να ανατρέξει στον προσωπικό υπολογιστή του και να επιλέξει από πληθώρα «ένοχων» σχημάτων για κάθε πολιτικό γούστο, αλλά οι θεωρητικές δίκες και καταδίκες του παρελθόντος είναι χρονοβόρες, παρελκυστικές και μάλλον ανούσιες, όταν ακόμη κρίνεται το μέλλον σε ένα πολύ γρήγορο ή αργό ρολόι που αδιαφορεί για τους πλανήτες.
Στο πιο πρόσφατο λοιπόν παρελθόν, στην τρέχουσα περίοδο των τελευταίων 16 μηνών έχει ληφθεί σειρά αποφάσεων για την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, ερήμην πάντα του ενδιαφερομένου. Η βασική αιτιολόγηση δεν είναι κακή: η ανάπτυξη. Ποιος μπορεί ποτέ να φέρει πολιτικό αντίλογο στην οικονομική ανάπτυξη; Ποιος όμως από την άλλη μεριά την υποσχέθηκε τα τελευταία 20 ευρωχρόνια και την πέτυχε; Η ανάπτυξη όντως θα έρθει κάποτε μοιραία. Αλλά αν πρέπει να διαλυθεί το σύμπαν για να έρθει εκείνη η ώρα που οι ιεροί δείκτες θα σαλέψουν παίρνοντας την κουρασμένη ανιούσα τους, τότε πρόκειται για το γνωστό «βύσσινο».
Η εκτέλεση του σχεδίου δίκαιης και αναπτυξιακής μετάβασης συνεχίζεται καθημερινά με μια μεθοδική σειρά αποφάσεων που προκρίνει και απαιτεί την αφαίρεση του εθνικού ενεργειακού ρόλου της περιοχής, με όσα αυτό συνεπάγεται και συνεπάγεται πάρα πολλά. Οι τεχνικότητες είναι δεδομένο πως είναι δυσνόητες, η τεκμηρίωσή τους πράγματι πολυσέλιδη αλλά αμφίβολης ποιότητας, ένα αέναο copy-paste με μεταγλωττίσεις κοινοτυπιών από Βρυξελλιανό πρωτότυπο, γνωστές δε αυτές από σωρεία κοινωνικών αποτυχιών στο παθητικό τους. Το πιο σημαντικό: δεν διαφαίνονται υπόλογοι και υπεύθυνοι σε περίπτωση αστοχιών που θα καταστρέψουν ζωές. Της υποθέσεως επιλαμβάνονται τεχνικές ομάδες και σχήματα περιορισμένης ευθύνης. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Υπάρχουν δύο πανδημίες που συναγωνίζονται στην μόλυνση του αέρα μας: ο ιός και η ανευθυνότητα και θα πρέπει να εμβολιαστούμε σύντομα.
Σημειακά, ποιες είναι οι ακριβείς αρμοδιότητες και το ακριβές σύστημα διοίκησης της εταιρείας «Μετάβαση Α.Ε.» που θα διαχειριστεί εν πολλοίς όλη την χρηματοδότηση της δίκαιης και αναπτυξιακής μετάβασης; Δεν υπάρχει απάντηση παρά μόνο ανακοίνωση της σύστασης της εταιρείας χωρίς καμία αναφορά σε δομική συνεργασία της με την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Ποιος και πότε αποφάσισε ή αποφασίζει για τα εδαφικά σχέδια; Η απάντηση, αν υπάρχει, δίνεται από δυσδιάκριτους και κεκλεισμένων των θυρών ψιθύρους. Ποιος παίρνει έναν χάρτη και τον κάνει ό,τι θέλει χωρίς να ρωτήσει τον ιδιοκτήτη; Πότε η γη μας έγινε «ζώνη» και ποιος κουμπώνει τα ζωνάρια; Στην Κοζάνη υπάρχει η σοφή λακωνική έκφραση «Ρωτούν», προς θεραπεία κάθε αυθαιρεσίας. Όμως φαίνεται πως το σχέδιο δεν αντιλαμβάνεται την Κοζάνη αν και την αφορά. Και αυτός είναι κακός οδηγός για την επιτυχία του πράγματος. Επωδός σε όλα αυτά «η ευκαιρία» που δεν πρέπει να χαθεί. Το ίδιο νοηματικό σχήμα είχε άλλωστε πρυτανεύσει και επί ίδρυσης του ΤΑΙΠΕΔ το 2011 καθώς και στο μυθικό Ελ Ντοράντο τον 16ο αιώνα. Τα αποτελέσματα σαφή και για τους ντόπιους και για τους προσκόπους-ανιχνευτές και για τους κονκισταδόρες.
Η διαπίστωση ήδη έγινε: χωρίς καμία λογική σειρά, πρώτα γκρεμίζοντας και μετά βλέποντας, πρώτα αποφασίζοντας και μετά ρωτώντας, η Δυτική Μακεδονία περιορίζεται ραγδαία και άδικα σε ρόλο επαρχιακού διαδρόμου, τόπου αφιλόξενου χωρίς παραγωγή, ένα είδος αποθήκης με λιγοστούς φύλακες για την ακρίβεια. Συν τοις άλλοις δεν μπορεί να δει κανείς σε τί ακριβώς μπορεί να ωφελεί αυτό τον όποιον εθνικό σχεδιασμό. Και για αυτό το κάθετο «ευεργέτημα», χωρίς καμία διασφάλιση ή εγγύηση βιωσιμότητας των κοινωνιών, το αντίτιμο που καλούμαστε να επιδώσουμε είναι «γη και ύδωρ». Βγάζουμε πλέον τα εισαγωγικά και κυριολεκτούμε: την γη και τα νερά μας. Αφορμές είναι η πρόωρη προθυμία συμμετοχής σημαιοφόρου χώρας σε ένα επίφοβο Green Deal που μοιάζει ήδη προδικασμένο να αλλάξει μορφή και έκταση πολλάκις και οι μικρές εσωτερικές ιστορίες εκσυγχρονισμού με λαμπερές τηλεοπτικές λεζάντες και κορδέλες. Κι οι άνθρωποι που χάνουν τις ζωές τους, που πρέπει να φύγουν για να επιβιώσουν, αυτοί οι «ενοχλητικοί» και «απαιτητικοί» που δεν προικίστηκαν να είναι entrepreneurs παρά δημοσίω ταμείω, αυτοί που πρέπει και θέλουν να εργαστούν φυσιολογικά, ας μην φαντασιώνουν δικαιώματα και ας περάσουν στο ευρύ πεδίο της γενικής στατιστικής σε αχανή χαρτοφύλακα. Αν είναι τυχεροί θα καταρτιστούν με κλήρο και έχει ο Θεός πελάγη για κατάρτια. Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μία Γκρέτα.
Αρκετά όμως με τις τις διαπιστώσεις, ας δούμε μια κατάφαση για να αλλάξουμε και την συζήτηση.
Η τοπική αυτοδιοίκηση βρίσκεται στην ευχάριστη και τιμητική θέση να εκπροσωπεί τον λαό της Δυτικής Μακεδονίας σε δύο βαθμούς. Από αυτήν την περίοπτη θέση έχει τον πιο σημαντικό σύμμαχο στους συσχετισμούς δυνάμεων: τον ίδιο ακριβώς λαό που εκπροσωπεί. Το μόνο που έχει να κάνει αν θέλει να διεκδικήσει συμμετοχή στον σχεδιασμό, ευνοϊκότερο μέλλον, καλύτερους όρους συνεργασίας με την ελληνική κυβέρνηση και τα εκτελεστικά της όργανα και επιτελικά σχήματα, είναι να ρωτήσει ευθέως αυτούς που δεν ερωτήθηκαν ποτέ για όλα αυτά. Πώς; Ένα τοπικό δημοψήφισμα ήταν εφικτό μέχρι πρότινος, όταν και καταργήθηκε η δυνατότητα εκ του νόμου, ίσως προς αποφυγή κατάχρησης, ίσως λόγω αλλεργίας. Παραμένει όμως σύννομη η διαρκής και μεθοδική συλλογή κοινής γνώμης, είναι δόκιμη η έκδοσή της, είναι απαραίτητη η κινητοποίηση και η αβίαστη έκφραση της βούλησης των ανθρώπων που ζουν εδώ, γύρω από μια εξέλιξη και μέθοδο την οποία ουδέποτε ενέκριναν. Αν την εγκρίνουν, τόσο το καλύτερο για την εκτέλεση του σχεδίου. Αν την απορρίψουν τότε το σχέδιο πρέπει να αλλάξει και να ζητηθεί από την κοινωνία να το συνδιαμορφώσει και να το παρακολουθήσει ουσιαστικά ως κυρίαρχη στην ίδια της την ζωή. Όσο για την «διαβούλευση» που διενεργήθηκε, είναι ανάρμοστο να υποτιμά κανείς την νοημοσύνη ενός λαού με προσχήματα λανθάνοντος μετασοβιετικού τύπου.
Πριν την κατάφαση ή την άρνηση γυρνάω στην απλή ερώτηση, κατανοητή στους πάντες, ακόμη και σε αυτούς που για αινιγματικούς λόγους θα προτιμούσαν να την αποφύγουν. Και προλαμβάνω την αποδόμηση: όποιος δεν μπορεί να απαντήσει μια απλή ερώτηση με απλό τρόπο, ας προσπαθήσει με ειλικρίνεια και με καθρέφτη να εξετάσει γιατί και ίσως εκπλαγεί.
Στην εκπαιδευτική διαδικασία, όταν μπαίνω σε μια νέα τάξη ρωτάω πάντα πρώτα την μόνη εισαγωγική απλή ερώτηση στους μαθητές: «Σε ποιον ανήκει το σχολείο;». Με εκκωφαντική ευστοχία, χωρίς κανέναν δισταγμό, χωρίς επιρροή και με έντονο το αίσθημα δικαίου, η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών απαντά «σε όλους μας». Ενίοτε κάποιος απαντά «στον διευθυντή» ή «σε μένα» ή «στην Κυβέρνηση» αλλά δέχεται έπειτα πειθήνια τις διαμαρτυρίες της πλειοψηφίας. Κάτι όμως φαίνεται συμβαίνει αργότερα στην ζωή και δεν μπορούμε να απαντήσουμε τις πιο απλές και σίγουρες ερωτήσεις. Ίσως επειδή δεν τίθενται ποτέ.
Μάλλον είναι η ώρα να θέσουμε την ερώτηση μόνοι μας και να ξαναπαντήσουμε στα βασικά. Είναι αναγκαία πολιτική, κοινή απόφαση να το κάνουμε, έστω σε αυτοδιοικητικό επίπεδο: «Σε ποιον ανήκουν η γη και τα νερά της Δυτικής Μακεδονίας;» Και απαντώ ανοιχτά πρώτος, αεί διδασκόμενος από τους μαθητές μου: «σε όλους μας».