Οι ευρωβουλευτές χαιρετίζουν τη συμφωνία για τη Βόρεια Ιρλανδία αλλά ανησυχούν για τα δικαιώματα των πολιτών, συμπεριλαμβανομένου του καθεστώτος «δυνάμει εγκατεστημένου προσώπου».
Αξιολογώντας τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε η συμφωνία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου τρία χρόνια μετά το Brexit, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σημειώνει ότι απαιτούνται σημαντικές βελτιώσεις για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών και ότι η εφαρμογή της συμφωνίας έχει αμαυρωθεί από τις συνεχείς παραβιάσεις (αλλά και τις απειλές για παραβιάσεις) από το Ηνωμένο Βασίλειο των δεσμεύσεών του. Οι ευρωβουλευτές υπενθυμίζουν ότι η συμφωνία έχει άμεση εφαρμογή στις έννομες τάξεις της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ και ότι οι πολίτες πρέπει να μπορούν να προσφεύγουν στα εθνικά δικαστήρια σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων τους που προστατεύονται από τη συμφωνία.
Πρωτόκολλο για την Βόρεια Ιρλανδία
Το Κοινοβούλιο καταδικάζει τις μονομερείς «περιόδους χάριτος» που χρησιμοποιήθηκαν από διαδοχικές κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου για να αποφύγουν την επιβολή συνοριακών ελέγχων στη Θάλασσα της Ιρλανδίας, οι οποίες συνιστούν «σαφή παραβίαση» του πρωτοκόλλου για την Ιρλανδία και τη Βόρεια Ιρλανδία. Χαιρετίζει τόσο τη συμφωνία για το λεγόμενο Windsor Framework όσο και την επακόλουθη ανακοίνωση ότι η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θα αποσύρει το αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο για το Πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας. Οι ευρωβουλευτές υπογραμμίζουν ότι, σύμφωνα με την ίδια την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η «δημοκρατική συναίνεση» για το πρωτόκολλο πρέπει να παρασχεθεί σε εύθετο χρόνο με απλή πλειοψηφία της Συνέλευσης της Βόρειας Ιρλανδίας και τονίζουν ότι, στις πιο πρόσφατες εκλογές, σαφής πλειοψηφία στήριξε κόμματα που στηρίζουν τη διατήρηση του Πρωτοκόλλου σε ισχύ.
Δικαιώματα των πολιτών
Το Κοινοβούλιο εξέτασε επίσης την κατάσταση των πολιτών της ΕΕ που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και στους οποίους έχει χορηγηθεί καθεστώς «δυνάμει εγκατεστημένου προσώπου» και οι οποίοι θα πρέπει να αρχίσουν να υποβάλλουν νέες αιτήσεις για τη μόνιμη διαμονή τους εκεί κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Η άρνηση χορήγησης καθεστώτος εγκατεστημένου προσώπου σε αυτούς τους ανθρώπους θα συνιστούσε αυτόματη και παράνομη απώλεια των δικαιωμάτων τους. Οι ευρωβουλευτές συμφωνούν με τις ανησυχίες της Επιτροπής σχετικά με την έλλειψη νομικής σαφήνειας για τους πολίτες της ΕΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο, επισημαίνουν τα προβλήματα που προκαλούνται από τις μεγάλες καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου και επαναλαμβάνουν ότι η απουσία φυσικών εγγράφων μπορεί να είναι δημιουργήσει προβλήματα στους πολίτες. Αποδοκιμάζουν επίσης την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να χρεώνει διαφορετικά τέλη για τους αιτούντες θεώρηση (βίζα) με βάση τη χώρα προέλευσής τους εντός ΕΕ.
Η έκθεση εγκρίθηκε με 537 ψήφους υπέρ, 43 κατά και 38 αποχές.
Δηλώσεις
Ο εισηγητής Pedro Silva Pereira (Σοσιαλιστές, Πορτογαλία) σχολίασε: «Τρία χρόνια μετά το Brexit, το Κοινοβούλιο επισημαίνει ελλείψεις όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών, καθώς και αποτυχίες όσον αφορά την εφαρμογή του πρωτοκόλλου της Βόρειας Ιρλανδίας. Ο σεβασμός του Ηνωμένου Βασιλείου στις διεθνείς δεσμεύσεις του είναι απαραίτητος για την προστασία της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής για την ειρήνη στην Ιρλανδία και για την οικοδόμηση μιας σταθερής σχέσης βασισμένης στην αμοιβαία εμπιστοσύνη. Το προσφάτως εξαγγελθέν Windsor Framework για μια ευέλικτη και αποτελεσματική εφαρμογή του πρωτοκόλλου για τη Βόρεια Ιρλανδία αποτελεί σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση και αναμένουμε τώρα την πλήρη εφαρμογή του. Αυτή η νέα κοινή πολιτική αντίληψη μάς δίνει λόγους να πιστεύουμε ότι μπορούμε να γυρίσουμε μια σημαντική σελίδα στις σχέσεις ΕΕ – Ηνωμένου Βασιλείου.»
Σχετικές πληροφορίες
Η συμφωνία για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2020. Μεταξύ των βασικών στόχων της ήταν η προστασία των δικαιωμάτων των Ευρωπαίων και των Βρετανών πολιτών. Ένας άλλος πρωταρχικός στόχος ήταν η αντιμετώπιση του ευαίσθητου ζητήματος των συνόρων μεταξύ Ιρλανδίας και Βόρειας Ιρλανδίας, υπό το πρίσμα της συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής και της ανάγκης διασφάλισης της ακεραιότητας της ενιαίας αγοράς της ΕΕ. Η συμφωνία αποσκοπούσε επίσης να διασφαλίσει ότι η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο θα τηρήσουν τις οικονομικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ και ότι θα υφίστανται κατάλληλοι μηχανισμοί επίλυσης διαφορών.