Τα στιγμυότυπα από την 11η Οκτωβρίου 1912 είναι της Ελένης Μπλιούρα, όπως της τα διηγήθηκαν αυτοί που τα έζησαν:
Ο πρώτος Έλληνας στρατιώτης ένας ιππέας έφθασε στην Κοζάνη, το απόγευμα της 11.10.1912 κατευθυνόμενος στο κέντρο της πόλεως. Στο σημείο που διασταυρώνεται η οδός 11ης Οκτωβρίου με το σημερινό δρόμο Δ. Παγούνη, ανάμεσα στον κόσμο, περιμένει και μια Κοζανίτισσα νοικοκυρά. Είναι η Στεργιανή Θ. Χασάπη, που κατοικούσε εκεί κοντά. Κρατά κάτι στα χέρια της, διπλωμένο. Μόλις βλέπει τον Έλληνα φαντάρο, τον πλησιάζει, τον σταματά και τον τυλίγει με την Ελληνική Σημαία. Δακρυσμένος και με τη Σημαία στους ώμους του, o ελευθερωτής, εξακολουθούσε το δρόμο, για τον προορισμό του.
Το φέσι είναι κάτι που οι Κοζανίτες το ανέχονταν υποχρεωτικά. Έτσι μόλις έφθασε ο Ελληνικός Στρατός και ποδοπατήθηκαν τα φέσια, ο καθένας φόρεσε στο κεφάλι του ότι ήταν δυνατόν να βρει, αρκεί να ήταν Ελληνικό. Είδαν το Θωμά Δαβόρα να φορεί την ημέρα της απελευθερώσεως, ένα παιδικό ναυτικό καπέλο, επάνω στο οποίο ήταν γραμμένη η λέξη ΑΒΕΡΩΦ.
Έξω από το εμπορικό κατάστημα του Νικολάου Κωνσταντίνου, εκεί που είναι σήμερα το καφεπωλείο του Ανθιμοπούλου, μαζί με το πλήθος που ενθουσιασμένο υποδέχεται τον Ελληνικό Στρατό, βρίσκεται και η προχωρημένης ηλικίας Ευαγγελία Λ. Τσιτσελίκη, μητέρα των δικηγόρων Κώστα και Γιάννη Τσιτσελίκη. Είναι ντυμένη με την ενδυμασία της εποχής. Ντόπια φορέματα και στο κεφάλι το φέσι. Ένας στρατιώτης βγαίνει από τη γραμμή του, την πλησιάζει, την αγκαλιάζει και της λέει: «Πολλά χιλιόμετρα έκανα, να έλθω ως εδώ. Ξέρεις γιατί; Για να μη φοράς αυτό στο κεφάλι σου». Βγάζει το φέσι από το κεφάλι της Κοζανίτισσας και της το δίνει στο χέρι.
Στο σπίτι της ηλικιωμένης Βασιλικής Δ. Δελιβάνη (70 ετών) έχουν συγκεντρωθεί συγγενικά της πρόσωπα. Πήγαν να την επισκεφθούν, να την συγχαρούν για τη λευθεριά. Οι επισκέπτες είναι ο Νάννος Γκοβεδάρος, ο Γεώργιος Χαϊδόπουλος, ο Χρήστος Παναγιωτίδης, ο Στέργιος Β. Στεργίου. Όταν άκουσε να συζητούν και να λεν ότι τα φέσια ανήκουν στο παρελθόν η κ. Βασιλική, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο κελάρι του σπιτιού. Σε ένα ντουλάπι είχε φυλαγμένες τέσσερις ρεμπούπλικες. Είχε γυιούς που έλειπαν στο εξωτερικό. Όταν ερχόταν στην Κοζάνη, φορούσαν καπέλα ευρωπαϊκά και όταν έφευγαν υποχρεωτικά φορούσαν φέσι. Εκείνη την εποχή κανένας δεν κυκλοφορούσε ασκεπής. Η μητέρα τους φύλαγε τα καπέλα που άφηναν. Τώρα τα μοίρασε στους συγγενείς της. Όταν ο γυιός της Νικόλας ήλθε στο σπίτι και πήγε στο ντουλάπι δεν βρήκε καπέλο για τον εαυτό του. Στον ενθουσιασμό της η μητέρα αυτού τον είχε ξεχάσει.
Λίγο καιρό μετά την απελευθέρωση αρμόδιος υπάλληλος του Δήμου κάποιος Γκουτζιαμάνης, επισκεπτόταν τα Κοζανίτικα σπίτια για να κάνει απογραφή των αγοριών, προκειμένου να συνταχθούν τα Μητρώα Αρρένων, για τη Στρατολογία. Επισκέφθηκε και το σπίτι της Βασιλικής. Εκεί υπήρχαν δύο αγόρια ο Δημ. Κων. Δελιβάνης και ο Δημήτριος Νικ. Δελιβάνης.
Η γιαγιά τους, η νενέ όπως την έλεγαν δεν αρκέσθηκε να δηλώσει αυτούς τους δύο. Είχε και άλλους τέσσερις εγγονούς, που γεννήθηκαν και ζούσαν εκτός Ελλάδος. Τους δήλωσε κι αυτούς, ότι είναι κάτοικοι Κοζάνης. Ήθελε να δείξει ότι είχε πολλά εγγόνια να υπηρετήσουν στον Ελληνικό Στρατό. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα μεν δύο από τα εγγόνια της, που εγκαταστάθηκαν αργότερα στσην Αθήνα, υπηρέτησαν κανονικά. Οι άλλοι δύο δεν ήλθαν ποτέ στην Ελλάδα. Επί σειρά ετών η Στρατολογική Υπηρεσία τους αναζητούσε ως ανυπότακτους, χωρίς οι ίδιοι ποτέ να το πληροφορηθούν.
Ελένη Μπλιούρα