Η κρίση λειτούργησε ως “επιταχυντής” όλων των εξελίξεων. Κυρίως, όμως, απογύμνωσε πλήρως τους θεσμούς. Αυτούς τους προβληματικούς, καθόλου ποιοτικούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς της χώρας.
Η φτήνια και η χυδαιότητα που επικράτησαν στο δημόσιο διάλογο, με τα μέσα να έχουν μερίδα του λέοντος στη συνολική ευθύνη, αποδυνάμωσαν περαιτέρω την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και εξαγρίωσαν τους πολίτες.
Στο βιβλίο τους “Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη” (2012) οι Ατζέμογλου και Ρόμπινσον, επιχειρώντας να εξηγήσουν γιατί ευημερούν ή αποτυγχάνουν τα έθνη, προβάλλουν τη σημασία των θεσμών ως κυρίαρχη σε αντίθεση με προϋπάρχουσες προσεγγίσεις που ήθελαν τη γεωγραφική θέση ή το πολιτισμικό υπόβαθρο να κυριαρχούν ως αιτίες για την ανάπτυξη ή υπανάπτυξη.
Οι συγγραφείς θεωρούν βασικούς για την επιτυχία των εθνών, μέσα από μια σειρά μελετών περιπτώσεων από την Ένδοξη Επανάσταση μέχρι το Πόρτο Αλέγκρε, τους συμμετοχικούς θεσμούς, εκείνους δηλαδή που ανοίγουν το παιχνίδι σε κατά το δυνατόν μεγαλύτερα στρώματα της κοινωνίας και εξασφαλίζουν ίσους όρους ανταγωνισμού. Επίσης, εξετάζουν και το ρόλο του απρόοπτου ή απρόβλεπτου γεγονότος που ορίζει τις κρίσιμες καμπές της ιστορίας των εθνών.
Είναι ένα βιβλίο που βοηθάει αρκετά σε μια άλλη ανάγνωση του πολιτικοκοινωνικού περιβάλλοντός μας, στο οποίο είναι αναγκαίο να επενδύσουμε ξανά στους θεσμούς και στην ασφάλεια μιας κοινωνίας, συγκρατώντας τα βίαια ένστικτα και προστατεύοντας την κοινωνική ειρήνη, όπως περιγράφει ο Χομπς, ήδη από το 1651, στον Λεβιάθαν.
|