Περίπου ένας στους τέσσερις κατοίκους της περιοχής αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας
Τα νεότερα στοιχεία της Eurostat για το 2024 καταγράφουν το 27,4% του πληθυσμού της Δυτικής Μακεδονίας σε κίνδυνο φτώχειας, ποσοστό που αντιστοιχεί σε περίπου έναν στους τέσσερις κατοίκους και κατατάσσει την περιοχή στις πιο επιβαρυμένες της χώρας. Η έντονη αυτή ένδειξη έρχεται σε μια περίοδο όπου η Ελλάδα συνολικά παρουσιάζει μεγάλες περιφερειακές ανισότητες, με τα ποσοστά να κινούνται από 13,7% έως 30,6%, αποτυπώνοντας τις αποκλίσεις στο διαθέσιμο εισόδημα και στο επίπεδο διαβίωσης ανά περιοχή.
Για τη Δυτική Μακεδονία, τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν απλώς έναν αριθμό αλλά μια υπενθύμιση της πίεσης που ασκείται στο μεγαλύτερο μέρος των νοικοκυριών. Η απολιγνιτοποίηση, η συρρίκνωση της τοπικής οικονομίας, οι απώλειες θέσεων εργασίας και η σταθερή μείωση των εισοδημάτων έχουν διαμορφώσει ένα περιβάλλον όπου ολοένα και περισσότεροι πολίτες κινούνται κοντά στο όριο φτώχειας.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η περιοχή συνεχίζει να αναζητά σταθερότητα και νέες προοπτικές, την ώρα που τα στοιχεία επιβεβαιώνουν το εύρος των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων στην καθημερινότητα των κατοίκων.

Η Δυτική Μακεδονία, με το 27,4%, βρίσκεται σαφώς πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για τον κίνδυνο φτώχειας, καθώς σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης το αντίστοιχο ποσοστό για το 2024 διαμορφώνεται στο 16,2%. Την ίδια στιγμή, η Eurostat καταγράφει ότι σε ολόκληρη την ΕΕ δέκα περιφέρειες έχουν ποσοστά άνω του 30%, με την κατάσταση να είναι ακόμη πιο οξυμένη στη γαλλική περιφέρεια Guyane, όπου το 53,3% του πληθυσμού βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας. Ακολουθούν η Ciudad de Melilla στην Ισπανία με 41,4% και η Καλαβρία στην Ιταλία με 37,2%, δείχνοντας ότι τα υψηλά ποσοστά δεν είναι μεμονωμένο ελληνικό φαινόμενο, αλλά εντάσσονται σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό τοπίο έντονων ανισοτήτων.
Την ίδια ώρα, ο ευρωπαϊκός χάρτης αποτυπώνει και την άλλη όψη: 28 περιφέρειες στην ΕΕ εμφανίζουν ποσοστά κινδύνου φτώχειας κάτω από 10%. Στον αντίποδα της Guyane βρίσκεται η ρουμανική περιφέρεια Bucureşti-Ilfov με 3,7%, ενώ ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά καταγράφονται στην Provincie Oost-Vlaanderen στο Βέλγιο (5,4%) και στην ιταλική Provincia Autonoma di Bolzano/Bozen (5,9%). Οι αριθμοί αυτοί φωτίζουν το πόσο έντονες μπορεί να είναι οι διαφορές ανάμεσα σε περιφέρειες της ίδιας Ένωσης, αλλά και το πού περίπου τοποθετείται η Δυτική Μακεδονία σε αυτό το φάσμα.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η Δυτική Μακεδονία δεν βρίσκεται στην κορυφή των ποσοστών της ΕΕ, ωστόσο ανήκει σε μια ομάδα ελληνικών περιφερειών με ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα κινδύνου φτώχειας. Το 27,4% σημαίνει ότι περισσότεροι από ένας στους τέσσερις κατοίκους έχουν ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το 60% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος, όπως ορίζεται από τη μεθοδολογία της Eurostat για τον δείκτη at-risk-of-poverty. Πρόκειται για δείκτη που δεν μετρά τον πλούτο ή τη φτώχεια σε απόλυτους όρους, αλλά καταγράφει χαμηλό εισόδημα σε σύγκριση με τον υπόλοιπο πληθυσμό της χώρας, κάτι που δεν σημαίνει απαραίτητα πολύ χαμηλό βιοτικό επίπεδο, αλλά σίγουρα καταδεικνύει ευαλωτότητα.
Στον πυρήνα της συζήτησης για τη Δυτική Μακεδονία βρίσκεται η διαπίστωση ότι η περιοχή κινείται κοντά στα υψηλότερα ποσοστά που καταγράφονται στην Ελλάδα. Όταν η χαμηλότερη τιμή στη χώρα είναι 13,7% και η υψηλότερη 30,6%, το 27,4% δείχνει ότι η Δυτική Μακεδονία βρίσκεται προς το «πάνω άκρο» του φάσματος, και μάλιστα σε μια περίοδο όπου σε ευρωπαϊκό επίπεδο το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μειώνεται.

Συγκρίνοντας τη Δυτική Μακεδονία με τις υπόλοιπες ελληνικές περιφέρειες, οι ανισότητες γίνονται ακόμη πιο εμφανείς. Το υψηλότερο ποσοστό στην Ελλάδα καταγράφεται στη Δυτική Ελλάδα με 30,6%, ενώ ακολουθεί το Βόρειο Αιγαίο με 30%. Αμέσως μετά στη σειρά βρίσκεται η Δυτική Μακεδονία με 27,4%, επιβεβαιώνοντας ότι η περιοχή ανήκει στην «πρώτη γραμμή» των περιφερειών με υψηλό κίνδυνο φτώχειας. Η Πελοπόννησος καταγράφει 25,7% και η Κεντρική Μακεδονία 25,4%, ενώ η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη βρίσκεται στο 23,1%.
Σε ένα ενδιάμεσο επίπεδο βρίσκονται τα Ιόνια Νησιά με 21,2%, η Θεσσαλία με 20,7% και η Στερεά Ελλάδα με 20,6%. Οι περιφέρειες αυτές διαμορφώνουν μια «μεσαία ζώνη» όπου περίπου ένας στους πέντε κατοίκους βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, ποσοστά πάντως υψηλά αν τα συγκρίνει κανείς με τις χαμηλότερες τιμές της χώρας.
Στον αντίποδα, ορισμένες περιφέρειες εμφανίζουν αισθητά χαμηλότερα ποσοστά. Το Νότιο Αιγαίο καταγράφει 16%, η Ήπειρος 15,2% και η Κρήτη 14,2%, ενώ η Αττική έχει το χαμηλότερο ποσοστό κινδύνου φτώχειας στη χώρα, στο 13,7%. Η απόσταση ανάμεσα στο 30,6% της Δυτικής Ελλάδας και στο 13,7% της Αττικής αποτυπώνει με καθαρό τρόπο πόσο ανομοιογενής είναι η Ελλάδα ως προς το διαθέσιμο εισόδημα και τον κίνδυνο φτώχειας ανά περιφέρεια.

Η Ελλάδα εντάσσεται σε μια ευρωπαϊκή εικόνα όπου ο κίνδυνος φτώχειας παραμένει σταθερός σε ελαφρώς υψηλά επίπεδα. Το 2024, το 16,2% του πληθυσμού της ΕΕ, δηλαδή 72,1 εκατομμύρια άνθρωποι, ήταν σε κίνδυνο φτώχειας, ακριβώς όσο και το 2023. Στο σύνολο της Ένωσης, δέκα περιφέρειες είχαν ποσοστό άνω του 30% ενώ μόνο μία περιφέρεια, η Guyane, ξεπερνά το 45%. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου συνυπάρχουν περιφέρειες με ποσοστά κοντά στα υψηλότερα ευρωπαϊκά επίπεδα και άλλες που βρίσκονται πιο κοντά στην ομάδα με τα χαμηλά μονοψήφια ποσοστά, χωρίς ωστόσο καμία ελληνική περιφέρεια να πέφτει κάτω από το 10%.
Πέρα από τα ίδια τα ποσοστά φτώχειας, η Eurostat φωτίζει και την άλλη πλευρά του εισοδήματος: τη διάμεση διαθέσιμη δαπάνη και τον ρόλο των κοινωνικών μεταβιβάσεων (χρηματικές ροές που μεταφέρει το κράτος στα νοικοκυριά, συμβάλλοντας στη μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού όπως συντάξεις, επιδόματα ανεργίας, ασθενείας, στέγασης, οικογενειακά κλπ). Το 2024, η διάμεση ισοδύναμη ετήσια διαθέσιμη δαπάνη στην ΕΕ ήταν 21.245 μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS) ανά κάτοικο. Πάνω από το ένα τέταρτο αυτού του ποσού, 5.847 PPS, προήλθε από κοινωνικές μεταβιβάσεις από τις κυβερνήσεις, όπως συντάξεις και κοινωνικά επιδόματα, εκ των οποίων 1.613 PPS αντιστοιχούν σε μεταβιβάσεις πέραν των συντάξεων.

Οι διαφορές ανάμεσα στα κράτη μέλη είναι μεγάλες. Στο ένα άκρο βρίσκεται το Λουξεμβούργο, όπου η διάμεση διαθέσιμη δαπάνη φτάνει τις 37.781 PPS και οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (μαζί με τις συντάξεις) αυξάνουν το εισόδημα κατά 10.015 PPS ανά κάτοικο. Η Αυστρία με 29.758 PPS και κοινωνικές μεταβιβάσεις 8.141 PPS, καθώς και η Γαλλία με 7.606 PPS από μεταβιβάσεις, κινούνται επίσης ψηλά. Στον τομέα των κοινωνικών μεταβιβάσεων εξαιρουμένων των συντάξεων, ξεχωρίζουν το Βέλγιο με 2.686 PPS, η Αυστρία με 2.442 PPS, η Σουηδία με 2.273 PPS, η Εσθονία με 2.254 PPS και η Ιρλανδία με 2.233 PPS. Στον αντίποδα της κλίμακας του εισοδήματος βρίσκονται η Ουγγαρία με 11.199 PPS και η Σλοβακία με 11.433 PPS.
Η εικόνα της φτώχειας και του εισοδήματος συμπληρώνεται από τον δείκτη που αποτυπώνει την εισοδηματική ανισότητα, τον συντελεστή Gini. Το 2024, ο συντελεστής Gini για την ΕΕ ήταν 29,4. Τα υψηλότερα επίπεδα ανισότητας στο διαθέσιμο εισόδημα καταγράφηκαν στη Βουλγαρία με 38,4, στη Λιθουανία με 35,3 και στη Λετονία με 34,2, ενώ πιο ισόρροπη κατανομή εισοδήματος εμφανίζουν η Σλοβακία (21,7), η Τσεχία (23,7), η Σλοβενία (23,8) και το Βέλγιο, όλες με τιμές κάτω του 25. Στην Ελλάδα, ο συντελεστής Gini διαμορφώνεται στο 31,8, τιμή υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ και ενδεικτική των εισοδηματικών ανισοτήτων που καταγράφονται στη χώρα.
Παράλληλα, ο δείκτης κινδύνου φτώχειας δείχνει ότι, σε επίπεδο ΕΕ, οι συνθήκες για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα βελτιώθηκαν. Το 2024, το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 14,1% από 16,5% το 2019. Οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφηκαν στη Ρουμανία, όπου το ποσοστό υποχώρησε κατά 17,3 ποσοστιαίες μονάδες στο 6,5%, και στη Βουλγαρία, με μείωση 14,2 μονάδων στο 8,4%. Αντίθετα, σε ορισμένα κράτη μέλη το ποσοστό αυξήθηκε: στη Δανία κατά 0,1 μονάδα στο 12,6%, στη Φινλανδία κατά 1,1 μονάδα στο 12,7%, στη Γερμανία κατά 2,3 μονάδες στο 17,1%, ενώ στη Σλοβακία και στη Γαλλία η αύξηση ήταν 3,5 μονάδες, στο 15,4% και 17,1% αντίστοιχα.
Στο πλαίσιο αυτό, τα στοιχεία για τη Δυτική Μακεδονία και τις υπόλοιπες ελληνικές περιφέρειες εντάσσονται σε μια ευρωπαϊκή πραγματικότητα όπου ο κίνδυνος φτώχειας, οι περιφερειακές ανισότητες και η κατανομή του εισοδήματος παραμένουν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Ο ορισμός της ισοδύναμης διαθέσιμης δαπάνης, που βασίζεται στο συνολικό καθαρό εισόδημα του νοικοκυριού διαιρεμένο με τον αριθμό των ισοδύναμων ενηλίκων σύμφωνα με την τροποποιημένη κλίμακα του ΟΟΣΑ, καθώς και ο ορισμός των δεικτών κινδύνου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, επιτρέπουν συγκρίσεις στον χρόνο και ανάμεσα σε χώρες και περιφέρειες.
Για τη Δυτική Μακεδονία, η θέση στο 27,4% παραμένει ένα σαφές και μετρήσιμο δεδομένο για την ευαλωτότητα ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού, σε μια περίοδο που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ως στόχο μέχρι το 2030 τη μείωση του αριθμού των ανθρώπων που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού κατά τουλάχιστον 15 εκατομμύρια.
Θένια Βασιλειάδου – www.xronos-kozanis.gr








