Τ’ αρχουντάθ’κου Ιστιατόριου «ΑΒΕΡΩΦ» τ’ Κώτσιου τ’ Γκρίμπα τ’ Μήτσ’, Σάκη Παγκαρλιώτα απ’ τα ΚΑΤΣ’ΚΑΘ’ΚΑ (Μέρος 1ο)

12 Min Read

Μέρος Α’
Όπους αδικιούντι κι αναφέρουντι συχνά οι «Παλιοί Κουζιανίτ’» του Ιστιατόριου «ΑΒΕΡΩΦ» μι αφιντικό τουν βλάχου τουν «ΓΚΡΙΜΠΑ ΤΟΥΝ ΚΩΤΣΙΟΥ Τ’ ΜΗΤΣ’» ήταν του πρώτου ικείνης τ’ς ιπουχής, που άν’ξιν του 1927 κι λειτούργ’σιν για πουλλά χρόνια.
Η έριβνα για του “Ιστουρικό απ’ του Ιστιατόριου ΑΒΕΡΩΦ” αρχίντ’σιν απ’ τ’ς τέσσιαρ’ς Απρίλ’ του 2014, όταν για πρώτ’ φουρά πήγα κι συνάν’τσα στου σπίτι τ’ς, τ’ν ιγγουνή τ’ Κώτσιου τ’ Γκρίμπα, τ’ Μάρθα τ’ Γρίμπα Κωστούδ’ τ’ Γιώργ’ ή Γκώγκου.
Η Μάρθα Γκρίμπα γνουστή στου πλατύ κοινό τ’ς Κουζάν’τ’ς, για γκαλουσύν’ τ’ς, για τ’ν ιβγένεια τ’ς, τ’ν αγάπη τ’ς που δείχν’, τόσου στου συγγινικό τ’ς κι του φιλικό τ’ς πιριβάλλουν, όσου κι για κάθι συνάνθρωπό μας, μι δέχθ’κιν στου σπίτ’ς μι του γνωστό χαμόγιλου τ’ς κι μι ιγκαρδιότητα κι χάρ’κιν ακόμα παραπάν’, όταν τ’ν ανάφιρα για τουν σκουπό τ’ς ιπίσκιψης.
Ιδόϊα θέλου ψίχα να σας ινιμιρώσου, η Μάρθα κι όλ’ οι Σαμαρινιώτ’ οι Βλάχ’ είνι “ΣΟΪ” ή “Κουμπάρ’” αναμιταξί τ’ς, δείχνουντας έτσ’ του τρανό δέσιμο κι αγάπ’ που έχν’, καλό κι θιτικό κοινουνικό στοιχείου για τ’ς μέρις μας, κι του μιταδίδ’ν κι στα πιδιά τ’ς μέχρι σήμιρα. Έτσ’ κι η γυναίκα μ’ ΜΑΡΙΑ ΠΟΥΧΙΑ είνι σόι μι τ’ Μάρθα, κι πήγα μι παραπάν’ θάρρους, αφού όσ’ μι ξέρτι καλά, είμι λίγου αντρουπαλός κ’ εύκουλα δεν βαραίνου πόρτις.
H ινιμιρουτική ιστουρική συζήτησ’ αρχίν’τσιν αμέσους μιτά τα καλουσουρίσματα κι τα κιράσματα, γιατί είχιν πουλλά να μας ξισστουρείς η συμπαθέστατη ιγγουνή Μάρθα Γκρίμπα. Δίπλα  τ’ς έκατσιν κι η μάννα τ’ς Κούλα Γκρίμπα συμπληρώνοντας κι αυτήν κάπου – κάπου στου ιστουρικό.
Πριν κάτ’ς δίπλα μ’ η Μάρθα μ’ έφιριν τ’ μουναδική φουτουγραφία που σώζητι μέχρι σήμιρα απ’ του Ιστιατόριου «ΑΒΕΡΩΦ». Μι μπρώτ’ ματιά που ρίχν’ ου καθένας, διαπιστών’ αμέσους τ’ν πουλιτέλεια τ’ς ιπίπλουσης, τ’ς διακόσμισης, του ιπαγγιλματικό ντύσιμου τ’ προυσουπικού, αλλά κι απ’ του ίδιου τ’ αφιντικό που κάθιτι κουστουμαρισμένους κι γραβατουμένους, στ’ μέσ’, τ’ς φουτουγραφίας κι καμαρών’ για του δημιούργημα τ’, καθώς κι ου μπαμπάς τ’, που στέκιτι ουρθός στα δέξα, ου Γκρίμπας Μήτσιους τ’ Κώτσιου. Του προσουπικού ανάλουγα μι του ντύσιμου κι μι τ’ν ιφάνισ’ που έχ’ ου καθένας, φανιρών’ κι τουν ιπαγγιλματικότ’ ρόλου που παίζ’ μέσα στου ιστιατόριου κι ν’ απουστουλή π’ έχ’.
Η λειτουργία απ’ του Ιστιατόριου «ΑΒΕΡΩΦ» σύμφωνα μι κατάθισ’ τ’ς Μάρθας αρχίντ’τσιν του 1927.
Η θέσ’ του μαγαζιού ήταν στου κεντρικότατου σημείου τ’ς Κουζάν’ τ’ς, στουν πιζόδρουμου (ουδός Ειρήνης) στ’ μέσ’ απ’ του βαρόσ’, κι ανάμισα απ’ τα μαγαζιά, τ’ καφινείου τ’ Μήλιου που λειτουργούσιν ιτότι, κι του Ξινουδουχείου απ’ τα δέλφια «ΝΤΟΥΡΕ». Ου χώρους σήμιρα είνι κινός κι είνι οι σκάλις που μας βγάζ’ στου Ιστουρικό «ΒΑΛΤΑΔΩΡΙΟ ΑΡΡΕΝΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟ». Του κτίριου του μαγαζιού, όπους ιστορικά γνουριζ’ κι Μάρθα, υπήρχιν, κι ου πάππους τ’ς ου Κώτσιους, αφού έφκιασιν τ’ βασική ανακαίνισ’, διαμόρφουσιν τ’ς χώρ’ έτσ’ όπους χράζουνταν για να λειτουργίσ’ του ιστιατόριου μι άνισ’ κι τρανοί χώρ’ για όλις τ’ς ανάγκις, αφού του ιξόπλισιν μι Βιενέζ’κα έπιπλα κι μι ανάλουγα ντικόρ’, αρχίντσιν να δ’λεύβ’ όπους ανάφιράμι κι παραπάν’ του 1927.
Στ’ συνέχεια τ’ συζήτησης η ιγγονή Μάρθα Γκρίμπα αναφέρθ’κιν σ’ν οικουγινειακή κατάστασ’ τ’ παππού τ’ς κι μας είπιν.
Oυ Κώτσιους ου Γκρίμπας είχιν πολίτικν’ οικογένεια, είχιν ιφτά πιδιά αγόρια – κουρίτσια κι τάχιν απ’ τρεις γάμ’ που είχιν κάμ’:
Στουν πρώτου γάμου παντρέφ’κιν τ’ν Ολυμπία κι απόχ’τσιν ένα γιο τουν Γκρίμπα Μήτσιου τ’ Κώτσιου.
Στουν δεύτιρου γάμου παντρέφ’κιν τ’ν Μάρθα τ’ Τσιουλάκ’ τ’ Γιάνν’ κι απόχ’τσιν πέντι πιδιά.
Τ’ν Γκρίμπα Κατιρήν τ’ Κώτσιου κι τ’ς Μάρθας.
Τ’ν Γκρίμπα Τασία τ’ Κώτσιου κι τ’ς Μάρθας.
Τ’ν Γκρίμπα Ιφτυχία τ’ Κώτσιου κι τ’ς Μάρθας.
Τουν Γκρίμπα Βασίλ’ τ’ Κώτσιου κι τ’ς Μάρθας κι
Τουν Γκρίμπα Γιώρ’ ή Γκώγκου που ήταν κι ο μπαμπάς τ’ς Μάρθας Γκρίμπα.
Στου τρίτου γάμου ου Κώτσιους παντρέφ’κιν τ’ν Κατιρνούλα τ’ Πιπέρια κι απόχ’τσιν μια θυγατέρα τ’ν Γκρίμπα ιβανθία τ’ Κώτσιου.
Είνι η μουναδική που που ζάει μέχρι σήμιρα κι μέν’ σ’ν Κατιρήν’ μαζί μι τ’ θυγατέρα τ’ς.
H ιγγουνή Μάρθα Γκρίμπα συνιχίζοντας τ’ν ινημέρουσ’ για τ’ν ιστουρικότητα του Ιστιατορίου – σύμφουνα μι όσα άκ’σιν απ’ τσ’ τρανίτιρ’ όλα αυτά τα χρόνια μ’ είπιν, ότι του «ΑΒΕΡΩΦ», για ικείν’ τ’ν ιπουχή ήταν του πιο πολιτελέστατο κι αριστουκρατικό Ιστιατόριο, όπους φαίνιτι κι στ’ φουτουγραφία γιατί είχιν τουν καλύτηρου ιξουπλισμό στ’ν ιπίπλουσ’,  είχιν άριστ’ κουζίνα μι τρεις μαγείρους κι πολύ καλό προσουπικό για σέρβις.
Oύτι λίγου, ούτι πουλλή η Μάρθα μ’ είπιν τουν ιξουπλισμό του «ΑΒΕΡΩΦ» σι τραπέζια – καρέκλις, σι σιρβίτσια – κουταλουπήρουνα κι σι φουτιστικά τουν έκαμιν ου ίδιους ου Κώτσιους ου Γκρίμπας απ’ τ’ν Βιένν’ εισαγουγή.
Η Μάρθα κατά τ’ν ιξιστόρησ’ ήταν παράλληλα κι χαρούμιν, αλλά κι συγκινημέν’ κι μ’ έδειχνιν’ τα τικμήρια που έχ’ απ’ του Ιστιατόριο «ΑΒΕΡΩΦ» κι τα φλάγ’ σαν τα μάτια τ’ς. Όπους πιάτα, κουταλουπήρουνα, ένα κάδρου κι φυσικά κι τ’ν μουναδική φουτουγραφία που έχουμι τ’ν δυνατότητα κ’ ιμείς σήμιρα να δούμι κι ν’ αξιουλουγήσουμι τ’ν άριστ’ ουργάνουσ’ κι τ’ν ιπαγγιλματικότητα τ’ Κώτσιου τ’ Γκρίμπα, που για μιά εικουσαϊτία λειτούργησ’ν, υπηρέτσιν τουν κλάδου τ’ς ιστίασης, ιξυπιρέτσιν κι τάϊσιν – μι του αζημίουτου φυσικά – τ’ς Κουζιανίτ’, τουν υπαλληλικού κόσμου κι όλνους όσ’ πέρασαν κι σ’ έφκαν στου μαγαζίτ’.
Οπους φαίνιτι κι σ’τ φουτουγραφία φανταχτηρός, στητός κι γραβατουμένους αυτός που φρόν’τζιν για όλα κι ήταν διαχειριστής του «ΑΒΕΡΩΦ» ήταν ου Κώτσιους ου Γκρίμπας.
Αυτός είχιν τ’ν φρουντίδα για τουν καθημιρνό ιφουδιασμό του ιστιατουρίου, μι τρόφιμα, κρέατα κι ζαρζαβατικά – ψάρια, τυρουκουμικά – ιλιόλαδα, γλυκά – φρούτα, κι ότ’ άλλου χράζουνταν κι κρίνουνταν απαραίτητα για ν’ ουμαλή λειτουργία του αριστουκρατικού ιστιατουρίου.
Ου ίδιους ιπίσης ήταν υπέφθινους σ’τ «Μάρκα» σημείουνιν τ’ς παραγγιλίεις που έδινιν του κάθι γκαρσόν’, στ’ υπουδουχή κι τακτουποίηση των πελατών, στην καθουδήγηση των μαγείρων κι’ τα γκαρσόνια για του καλό φαγητό κι την καλή πιριποίηση κι του σιρβίρισμα των πελατών, διακρινόμινοι όλ’ για την καλή τους ιπαγγιλματική κατάρτης, κρατώντας έτσ’ ψηλά του καλό όνουμα κι τ’ φήμ’ του μαγαζιού.
Ου Κώτσιους ήταν υπεύθυνους για του «Μάρκετιγκ» για ν’ αναφέρουμι τον σύγχρουνο οικουνουμικό όρο που χρησιμοποιούμι σήμιρα για την ουμαλή κι έβριθμη λειτουργία του «ΑΒΕΡΩΦ».
Όπους μας ανέφιριν ου Τάκης ου Τέγους 94 χρονών σήμιρα (αδελφός των  Τεγέων απ’ τα Γριβινά) που ζει σήμιρα σ’ν Κατιρήν’, ου Κώτσιους ου Γκρίμπας έκαμιν μιγάλ’ ιπιλουγή στουν ιφουδιασμό του μαγαζιού κι αναγκάζουνταν πουλλές φουρές να πααίν’ κι όξου απ’ Κουζάν’ για να βρει αυτό που ήθιλιν. Όπους χαρακτιριστικά μ’ είπιν πάϊνιν σ’ν Ιράτυρα – στ’ Σέλτσα, που όπους φαίνιτι εκείν’ ν’ ιπουχή είχιν τρανή κτηνουτρουφία κι αγόραζιν πουλλούς τινικέδεις πρόβιου βούτυρου που τ’ είχιν σαν βασικό υλικό στ’ μαγειρική. Γι’ αυτό κι τα φαγητά τ’ ήταν νόστιμα, σι συνδυασμό φυσικά κι τα καλά μαγείρια π’ είχιν, μι αρχιμάγειρα τουν Τσιόπσια κι αργότιρα του γιότ’ του Βασίλ’.
Γλέπουντας τ’ φουτουγραφία κι μπουλιτέλεια του μαγαζιού, αναρουτιούμαστι, πως απουφαϊσιν ιτότι κι έσ’τσιν ένα τόσου αριστουκρατικο μαγαζί ου Κώτσιους ου Γκρίμπας, χουρίς νάχ’ όπους λέν’ τρανή ιμπειρία σ’ αυτήν τ’ δλειά, κι μι ποιες παράδεις κι σι τι ιπουχές! Του ιρώτημα τρανό κι άξιου απουρρίας.
Απ’ ότ’ φαίνιτι όμους ήταν τουλμηρός, ίχιν καλές κι πουλλές σχέσεις μι Κουζιαντίτ’κ’ κοινουνία, ίχιν ιπιχειρηματικό μυαλό σαν βλάχους που ήταν, ίχιν ανάλουγου «τουπέ» όπους δείσν’ στ’ φουτουγραφία κι η ιπιχείρησ’ πέτ’χιν απ’ ότ’ λέν’ οι παλιοί, διότι ήταν του πρώτου κι καλό ιστιατόριου. Η πιλατία απ’ του μαγαζί ήταν ικτός απ’ τ’ς Κουζιανίτ’ που τούχαν σαν μόνιμου στέκ’, πάϊναν για φαΐ ακόμα οι δημόσ’ υπάλληλ’ κι αξιουματικοί του στρατού.
Οι χώρ’ του μαγαζιού απ’ ό,τι φαίνιτι ήταν ιβρίχουρ’ κ’ ίχιν ακόμα ένα μ’κρο πατάρ’ απάν’ δέξα, ικί που είνι κριμασμένου του κλουβί μι δυό – τρία τραπέζια κι ιξιριτούνταν μ’κρές παρέες, που ίθιλαν να είνι μπίζ – μπιζέ.
Του προυσουπικού του μαγαζιού που ιξυπηρητούσιν μπιλατία, προσφέρουντας καλουμαγειριφτά κι νόστημα φαϊά καθώς κι καλό κι αγλίγουρ’ σιρβίρ’σμα του απουτιλούσαν:
Μαγείρ’ κι βουηθοί μαγείρων ήταν:
-Αρχημάγειρας σ’ν αρχή ήταν ου Τσιόπτσιας σύμφουνα πάντα με τ’ς πληρουφουρίις απ’ τ’ν έριβνα που έκαμα, ινώ αργότηρα ανέλαβιν ου γιος τ’ Κώτσιου, ου Βασίλτ’ς ου Γκρίμπας.
-Αλλ’ τρεις μάγειρ’ ήταν ου Ζουρμπάς, ου Μήτσιους ου Πλιξίδας κι ου Τραγατσίκας ου Κώτσιους.
-Ου Γκρίμπας ου Ζήσ’ τ’ Νικόλα κι ου Στυμουνιάρ’ς ου Ζήσ’ κια οι δυό ήταν βουηθοί μαγείρων ή λαντζιέρ’δεις.
Τα γκαρσόνια του μαγαζιού ήταν:
-Ου Βουδούρης ου Κώτσιους του Χρήστου
-Ου Κούκης
-Ου Μπιλιών’ς ου Γιώργ’ς
-Ου Χαρισίου ου Μήτσιους
-Ου Πατσώνας ου Γιώργ’ς τ’ Κώτσιου κι
-Ου Τραγατσίκας ου Γιώργ’ς.
Τα γκαρσόνια όπους τα γλέπουμι στ’ φουτουγραφία, έχουν του καλύτηρου κι απαραίτητου ντύσιμου, μι του γιλέκου κι του σακάκ’ τ’ άσπρου τ’ γραβάτα ή του παπαγιόν, του παντιλόν’ μι τσακ’ς κι φρισκουξυρισμένοι απ’ ότ’ φαίνουντι μι του ιπαγγιλματικό ύφους κ’ έτοιμ’ να ιξυπηριτήσ’ν μιγάλου αριθμό πιλατών, αλλά κι κάθι απιτητικό κι δύσκουλου πιλάτ’.
Η συνέχεια σν’ ιπόμιν’ δημουσίεφ’ς.

 

- Advertisement -
Ad image
- Advertisement -
Ad image

 

Σ’τ φουτουγραφία θ’ αναφέρουμι παρακάτ’ μι τα ιπίθιτα όσ’ αναγνωρίσκαν:
Στ’ μέσ’ τ’ς φουτουγραφίας καθιστός κι καμαρουτός, μι του κουστούμ’ κι τ’ γραβάτα είνι ου Κώτσιους ου Γκρίμπας τ’ αφιντικό τ’ «ΑΒΕΡΩΦ», Ουρθός δέξα είνι ου μπαμπάς τ’ ου Μήτσιους ου Γκρίμπας – λιβέντ’ς απ’ ό,τ’ φαίνιτι. Στ’ άκρα δεξά καθιστός είνι ου Γκρίμπας ου Γιώργ’ς ή Γκώγκους, ου μπαμπάς τ’ς Μάρθας. Πίσου απ’ του Κώτσιου ουρθός μι του σκούφου είνι ου αρχημάγειρας Τσιόπτσιας, ενώ δέξα του είνι ου Βασίλ’τ’ς Γκρίμπας – βουηθός μαγείρου ακόμα.
Ου Κούκης σιρβιτόρους είνι αυτός που στέκιτι ζέρβα τ’ς κουλώνας. Η μ’κρή που κάθιτι δίπλα στουν Κώτσιου είνι η θυγατέρα τ’ Ιφτυχία, ινώ η άλλ’ η μ’κρή είνι η Ιβανθία. Η Ιφτυχία όταν τράνιψιν ανέλαβιν τ’ διεύθυν’ς απ’ του Ιστιατόριου. Τ’ άλλα τρία μιγάλα άτουμα δεν αναγνωρίσ’καν καθώς κι ου μ’κρός.

Σάκης Παγκαρλιώτας
Απ’ τα ΚΑΤΣ’ΚΑΘ’ΚΑ

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο “Xρόνο”, στις 22 Φεβρουαρίου 2015

Μοιραστείτε την είδηση