«Τέχνη Αλυπίας» Για την υστεροφημία της Χριστίνας Τανή

7 Min Read

Γεννήθηκες μια φωτεινή Απριλιάτικη μέρα της Άνοιξης . Γιόρταζε η Ζωοδόχος Πηγή ,γεγονός οξύμωρο για την πορεία της ζωής σου ,που αρχικά προμηνύονταν λαμπρή.

Μεγάλωνες και γινόσουν ένα όμορφο ,πανέξυπνο ,μαλαματένιο πλάσμα ,τέτοιο που θα σου ταίριαζαν οι στίχοι από το ποίημα του αγαπημένου μας παλιού φίλου Γιώργου

«Αλόγιαστα η Κύπριδα σου χάρισ’ομορφάδα.        

 Με φρόνηση ανταπέδωσε η λαμπρόφθαλμη Παλλάδα.       

Ξανθόμελο,ο λόγος σου από δροσιά ,βγαλμένος             

  και η θωριά σου ,ορίζοντας αστεροκεντημένος[i].                                                                                                   

Αγαπούσες τις χαρές της ζωής και ρουφούσες  κάθε σταγόνα της . Σου αρέσανε τα ταξίδια, χαιρόσουνα να λες ανέκδοτα. Λάτρευες  τόσο πολύ τη θάλασσα που έλεγες πως, αν μπορούσες, θα την αγκάλιαζες  ολόκληρη. Λαχταρούσες να ‘ρθουν οι αποκριές  για να χαρείς τα παραδοσιακά τραγούδια και τους χορούς . Πεταγόσουν πρώτη  στην πίστα όταν άκουγες ζε’ι’μπέκικα.Το αγαπημένο σου  τραγγούδι‘’Το μερτικό μου από τη ζωή μου το ‘χουν πάρει άλλοι’’ το ψιλοτραγούδησες με τη Μελίνα -να’ναι καλά που σε φρόντισε στα τελευταία σου- μια μέρα πριν φύγεις για το   Νοσοκομείο.

Ηγετικός  χαρακτήρας,πεισματάρα  αλλά και αξιαγάπητη τραβούσες μπροστά και οι άλλοι σ’ακολουθούσαν,γευόμενοι τη ζωντάνια και τη λάμψη  σου.Από μικρή ήθελες να προσφέρεις  στην κοινωνία και έγινες ακέλας στους προσκόπους .Χρόνια αργότερα μάθαινες τα τραγούδια που τραγουδούσες  με τα λυκόπουλα στις ανηψιές σου και σε κάθε μικρό παιδί που έπαιρνες στην αγκαλιά σου .Ήσουν ένα ολοφώτεινο ,χαρισματικό πλάσμα και κανένας από όσους σε γνώρισαν εκείνα τα χρόνια δεν μπορεί να το διαψεύσει.

Μας περνούσαν για δίδυμες ,όταν ήμασταν μικρές ,γιατί η μαμά μας έντυνε με τα ίδια ,ωραία ρούχα.

Θυμάσαι αδελφή ,που είχαμε κάτι τσόχινες φούστες, εσύ κόκκινη και εγώ πράσινη με τα ονοματά μας κεντημένα στη τσέπη και  αναγκαστήκαμε να τα βγάλουμε, γιατί μας ονοματίζανε τα αγόρια;

Θυμάσαι  που μικρές πιασμένες από το χέρι πηγαίναμε στον κινηματογράφο και εν χορώ λέγαμε “είμαστε του κ. Τανή μπορούμε να μπούμε μέσα;:” Και επειδή ο μπαμπάς ήταν επόπτης είδαμε άπειρες ταινίες που αργότερα, όταν δεν έβλεπαν τα μάτια σου, θυμόσουνα με κάθε λεπτομέρεια.

Θυμάσαι  που ξόδευες όλο σου το χαρτζηλίκι, που μας έδινε ο μπαμπάς ‘’στην κυρά Κατιρνούλα’’ αγοράζοντας σοκολάτες και γλυκά’ που τόσο σου άρεσαν και  ύστερα ερχόσουν στην  τάξη μου για να δανειστείς  τάχα; Eγώ,βλέπεις, πάντα τα μάζευα να πάρω βιβλία.

Θυμάσαι αδελφή πόσο με τρόμαζες με τα μεγάλα μακροβούτια που έκανες χαμένη στο βυθό της θάλασσας; Πώς να αντέξεις μακριά από αυτήν   τα δυο τελευταία καλοκαίρια χάνοντας και την τελευταία από τις λίγες χαρές, που σου είχαν απομείνει;

Θυμάμαι  Χριστίνα τη μεγαλοψυχία σου, όταν παραιτήθηκες από τη συμμετοχή σου σ’έναν αποκριάτικο χορό των Οδηγών .για να χορέψω εγώ στη θέση σου. Η  Φροσίτα που σε λάτρευε, πάντα επέλεγε εσένα. Χρόνια  αργότερα, κάθε φορά που θα με συναντούσε  ρωτούσε για σένα και με έτρεχε στο ΕΛΙΤ  για να σου στείλει γλυκά.

Και κάπου εκεί,  γύρω στα 16 σου χρόνια  αρρώστησες ,σαν να σε χτύπησε αυτό που λέει ο λαός ‘’το κακό μάτι’’. Σαν να μετάνοιωσε “η τύχη” για όσα σου είχε προσφέρει και θέλησε να στα πάρει πίσω .

Σαν  να θέλησε η ζωή να σε δοκιμάσει στα δύσκολα και στα πολύ δύσκολα.

Και έτσι άλλαξε η ζωή  σου και η δική μας. Όσα σχεδίαζες, δεν τα πραγματοποίησες: δεν σπούδασες για φαρμακοποιός που ήθελες, δεν εργάστηκες, δεν έκανες δική σου οικογένεια.Το μεγάλο σου παράπονο ήταν ότι χάθηκαν και όλοι οι φίλοι σου, εκτός από την Άννα. Λησμονούν πολλές φορές οι άνθρωποι ότι η ανθρωπιά δεν είναι γνώση ,είναι θέληση και φαίνεται στις πράξεις και όχι στα λόγια.

Για παρέα σου που σ’ αγκάλιασαν είχες τους δικούς μας  οικογενειακούς φίλους. Η  οικογένεια μου,ο άντρας μου και τα παιδιά μου, όσο μπορούσαν σου πρόσφεραν τη φροντίδα ,την αγάπη και τη στοργή που είχες ανάγκη .

Πολλοί σου έλεγαν πως στην ατυχία σου  ήσουν τυχερή ,γιατί είχες εμένα.

ΑΝΤΙΘΕΤΑ  ΑΔΕΛΦΗ  εγώ ήμουν στην ουσία ανέκαθεν  η τυχερή.

Ήμουν τυχερή γιατί από τα μικράτα μας μ’ έμαθες να χορεύω και να κολυμπώ. Γιατί μπορούσα να σου λέω τα μυστικά μου και να με στηρίζεις.

Ήμουν τυχερή, γιατί σε είχα κοντά μου ,το μόνο άνθρωπο που απέμεινε από την πατρική μου οικογένεια  και ‘’μιλούσε την ίδια γλώσσα ‘’με μένα.

Ήμουν τυχερή ,γιατί με βοήθησες να μεγαλώσω χωρίς το άγχος της εργαζόμενης τα παιδιά μου. Ήσουν η αγαπημένη ‘’Τιτή’’γι’ αυτά.

Ήμουν τυχερή, γιατί δεν μ’άφηνες να ξεφύγω από τις οικογενειακές και θρησκευτικές παραδόσεις.

Ήμουν τυχερή, γιατί παρόλα τα προβλήματά σου μου μετέδιδες την αισιοδοξία σου, τη δύναμή σου και την πίστη σου στο Θεό.

Ήμουν τυχερή, γιατί σε καμάρωνα    όταν έκανες τους ανθρώπους χαρούμενους με τα ανέκδοτα και τις ζε’ι’μπεκιές σου .

Ήμουν τυχερή, γιατί εξαιτίας σου κατάφερα να κατανοήσω  την ψυχολογία κάθε παιδιού με αναπηρία και κάθε είδους ιδιαιτερότητα    στα σχολεία που δούλευα.

Ήμουν τυχερή, γιατί η αξιοπρέπειά σου δεν σ’ άφηνε ποτέ να παραπονεθείς.

Ήμουν τυχερή ,γιατί πριν το σώμα σου καταντήσει πραγματική φυλακή για την ψυχή σου, έβαλες πλώρη για να φύγεις, λίγο πριν από τις αγαπημένες σου Αποκριές.Tο αβάσταχτο σε σένα  ήταν  ότι μαζί με το σώμα ,έχανες και το  λαμπερό μυαλό σου.

Δεν είναι  που σε έχασα ΧΡΙΣΤΙΝΑ,  είναι που δεν θα σε ξαναδώ ποτέ πια. Ή μήπως αδελφή, όπως λέει και ο Καβάφης, ήταν η καλύτερη ώρα ;

Λυπήθηκαν μεγάλως στον αποχωρισμό του.     

Δεν τόθελαν  αυτοί ήταν οι περιστάσεις.

Όμως να χωρισθούν  δεν τόθελαν αυτοί.

Ήταν η περιστάσεις .

 Ή μήπως καλλιτέχνις εφάνηκεν η Τύχη  χωρίζοντάς τους τώρα[ii].

ΑΝΝΑ  ΤΑΝΗ-ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ ,Η ΑΔΕΛΦΗ      

 

[i] ’ΕΡΩΤΟΦΥΣΗΜΑ,ποίημα του Γιώργου Δαδαμόγια

[ii] ΠΡΙΝ ΤΟΥΣ ΑΛΛΑΞΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ’’ Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ (ΑΠΑΝΤΑ)

Μοιραστείτε την είδηση