Δεν έχω να προτείνω απολύτως τίποτα, ας προτείνουν οι αρμόδιοι. Αλλά γράφω, επειδή διατηρώ το δικαίωμα κι επειδή οι προτάσεις προκύπτουν πάντα από την γραφή και την ανάγνωση. Το κείμενο αυτό είναι θεωρητικό κι ελπίζω ενοχλητικό. Δεν ξέρω και πότε η σειρά θεωρία-πράξη έφτασε να προκαλεί αλλεργία, όμως αρκετά με την υπεύθυνη δήλωση. Ας διαβάσει όποιος προειδοποιήθηκε και θέλει να συνεχίσει.
Στην περιοχή μας και τον καιρό μας έχουμε την ευκαιρία να ζούμε την ελεύθερη αντιστροφή της πολιτικής πραγματικότητας. Οι θιασώτες του φιλελευθερισμού βρίσκουν την ευκαιρία και την καινοτομία τους στο «ένστολο» δημοσιογραφικό, στις παρυφές του κρατικού προϋπολογισμού και την κατά φαντασίαν ευρωπαϊκή δίαιτα, την επονομαζόμενη ως επιδότηση, πρόγραμμα, άξονα, ανάπτυξη κ.λ.π., ενώ οι σοσιαλιστικές εκφράσεις τείνουν στα αγγλοσαξονικά βιοηθικά σε τρίτο χέρι, από άμβωνος πάντα με τον ελίτ δείκτη του χεριού σε καταγγελτικό αμόκ λόγω εξόχου ανωτέρας ηθικής φύσεως που προσδίδει η ροζ κάρτα στην καρτορίχτρα. Δοκιμασμένες οι δύο πολιτικές τάσεις με γνωστά πρόσφατα αποτελέσματα στο παθητικό τους, «σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα» και μένει να δούμε τώρα πια πόσα τηλεκαφενεία, πόσα τηλεφροντιστήρια και πόσα τηλεφωνικά κέντρα χωρά το τηλεπιδοτήριο πέραν της χρυσής επταετίας των επενδυτικών ευκαιριών. Αφήνω τον κακομοίρη τον Ήλιο εκτός, δεν βρίσκω αρκετά ανανεώσιμες λέξεις. Στην κοινή Δυτικομακεδονική ιδιωτικός τομέας πλέον νοείται ο επιδοτούμενος από το Κράτος ή ο σκλάβος που δεν βρίσκει πρόσβαση. Δημόσιος τομέας αυτός που ασχολείται με την πάρτη του, ο επιβλέπων και παραλαμβάνων το outsourcing εν είδει Περιστεράς. Σταδιακά το αντεστραμμένο νοηματικό σχήμα εμπεδώνεται. Είμαστε πάντως ανατρεπτικοί, με ελπίδα το ευρω-εθνικό τζόκερ.
Αμφότερες οι πολιτικές θεωρήσεις προσδοκούν ακόμη στην λαμπρή Ευρωπαϊκή πορεία, που βγάζει πάντα στη γη Χαναάν, κάπου ανάμεσα στο Βερολίνο και τις Βρυξέλλες κι επομένως πυξίδες και χάρτες δεν χρειαζόμαστε, παρά μόνο οδηγίες και συμβούλους-μεταφραστές. Αυτό παρά την προηγούμενη δεκαπενταετία που θα έπρεπε να έχει σημειώσει κάποια αμφιβολία για το αν η Ευρωπαϊκή μας ολοκλήρωση, όπως κάθε ολόκληρο και ολοκληρωτισμός, δεν πρέπει να ελέγχεται υπό διαπραγμάτευση. Για τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις δεν χρειάζεται καν λόγος, αφού δεν αποτελούν και δεν θέλουν να αποτελέσουν πραγματικές δυνάμεις στέκοντας ικανοποιημένες στα έδρανα της δεξαμενής, του λέβητα, της ταράτσας, της γλάστρας στην ταράτσα, του υπογείου και του διαδρόμου.
Στην επιφάνεια, βέβαια, η έκφραση της κύριας διαφωνίας είναι η παραδοσιακή: πατρίς-θρησκεία-οικογένεια εναντίον ψωμιού-παιδείας-ελευθερίας (λες και πρόκειται για αντίθετες έννοιες). Ανέμελο φουλάρι εναντίον αγέρωχης γραβάτας. Αειθαλή κουσούρια και «χούγια» από Γράμμο και Μελιγαλά μεριά, χρήσιμα για επιτήδειους στις προεκλογικές σαιζόν: αυτοί οι θυμικοί μικροδιχασμοί «συσπειρώνουν» σε πλατείες άλλοτε πατριωτικές με φλογερά καλιμαύχια και στεφάνια και άλλοτε κάθιδρες με ερεθισμένα πανό. Η ίδια τελετή με άλλα ρούχα, την ίδια μάσκα, κανένα αποτέλεσμα, μικρό έρεισμα στον λαό που παρακολουθεί στωϊκά. Κι αν δεν υπάρχει καμία πρόταση, καμία ιδέα, κανένα σχέδιο προς ψήφιση, τα σχέδια αποκαλύπτονται τελευταία μετά τις εκλογές, τα σχέδια είναι της Αλίκης που είχε «ένα μυστικό κρυμμένο στης καρδιάς τα βάθη», σχέδια για κάτι Πρέσπες και κάτι αιφνιδίως κλειστά εργοστάσια, που θεώρησαν την εκλογική εντολή περιττή. Αρκούν τα πρόσωπα και οι χαρακτήρες. Πρόκειται ίσως για κινηματογράφο. Βουβό όμως κινηματογράφο.
Θα αναρωτηθεί κανείς εδώ «γιατί τόση απαξίωση;» Η ερώτηση πρέπει να απευθυνθεί στους υπευθύνους. Δηλώνω αναρμόδιος και συνεχίζω έχοντας προσβάλλει σχεδόν τους πάντες στο πολιτικό στερέωμα. Αυτοί το ξεκίνησαν.
Το βουβό αυτό έργο κρατά σε ομηρία τον θεατή με τέσσερις μπλόφες που συναρμολογούν ένα όπλο από οθόνης.
Η πρώτη μπλόφα είναι η λαβή του όπλου. «Καρπούζια και μαχαίρια», εύνοιες και χατήρια «κατόπιν ενεργειών», διατυπώσεις για «από κάτω προς τα πάνω», «κοινωνίες των αρίστων» και λοιπές φράσεις που δείχνουν σε πυραμίδες ανθρώπων, Φαραώ και αντι-Φαραώ με σκήπτρα ολόδικά τους, με τους μαγικούς πυροκροτητές και τις ζωές των άλλων στα χέρια τους. Αλίμονο κι αν υπάρχει τέτοιος οπλοβαστός, αλλά λέγε-λέγε γίνεται του Χέοπα. Αυτή είναι η μπλόφα του παραγωγού-σωτήρα.
Η δεύτερη μπλόφα είναι η σκανδάλη του όπλου. Αρκεί μια μικροκίνηση για την έκρηξη. Δεν υπάρχει περιθώριο για φλυαρίες. Ή μάλλον υπάρχει μόνο το περιθώριο για όποιους θέλουν να μην πάρουν μέρος σε συγκεκριμένες ενέργειες, συγκεκριμένου πλαισίου και διαδικασίας. Εκτός του αυθαίρετου πλαισίου βρίσκεται η ποινή της ευαίσθητης σκανδάλης. Αυτή είναι η μπλόφα του Οθωμανικής καταβολής σκηνοθέτη και εγκληματολογικού αρχειοθέτη.
Η τρίτη μπλόφα είναι η κάννη του όπλου. Όταν κάποιος αρθρώσει λόγο γυρνά προς το μέρος του και ρωτά: «Θες κάτι άλλο;» εννοώντας «όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον όλων μας». Η κάννη αυτή προστατεύει το «κοινό καλό» από όσους «σαμποτάρουν» την «κοινή» προσπάθεια θέτοντας άβολες ερωτήσεις και φέρνοντας αντιρρήσεις στο στόχαστρο. Αυτή είναι η μπλόφα των πρωταγωνιστών ηρώων και της λεβέντικης αυλής που ακολουθεί για πέντε, άντε δέκα γρόσια.
Κι η τελευταία μπλόφα του όπλου, χειρότερη όλων, είναι ο σιγαστήρας. «Ο απλός κόσμος δεν καταλαβαίνει» ακούω συχνά. Ο ίδιος συχνά ερωτώμαι σε κριτικές ύφους: «Μα τί είναι αυτά που γράφεις, ποιος θα τα καταλάβει;» Αυτή η διατύπωση είναι προϊόν όσων τοποθετούν την διανοητική τους ικανότητα τόσο ψηλά που κάθε διάλογος μεταξύ του περίπλοκου εγκεφάλου τους και των «απλών ανθρώπων» καθίσταται μάταιος. Ποιμενάρχες της «απλότητας του κόσμου», θα υπερασπιστούν σε πρωτογλώσσα και νοηματική την σιωπή των αμνών μέχρι τέλους, μέχρι να μην ακούγεται «κιχ» από τον όμηρο που μπορεί στην αγανάκτησή του να φανεί αργότερα «χρήσιμος». Αυτή είναι η μπλόφα του ταξιθέτη, ο οποίος ξεχνά επί τούτου πως δεν υπάρχουν «απλοί άνθρωποι», αλλά μόνο άνθρωποι χωρίς επίθετα ετεροπροσδιορισμού στις ελεύθερες κοινωνίες και πως όλοι καταλαβαίνουν τα πάντα μια χαρά, εξ ου και η ανησυχία του.
Ξέρετε όμως τελικά, το όπλο αυτό στην πραγματικότητα είναι άσφαιρο και απάτη στο πανί. Σηκώνουμε ψηλά τα χέρια και καθιστούμε τις ζωές μας παρωδία με την βουβή πλειοψηφία μας ακούσιο κομπάρσο στα μελοδράματα των σκιάχτρων.
Δεν έχω πράγματι να προτείνω απολύτως τίποτα. Όμως βγάζω το φίμωτρο κι αναρωτιέμαι: η οθόνη ας είναι βουβή, το θέατρο γιατί, σε τόσο κακό έργο;