Εδώ και δύο βδομάδες έχει αρχίσει το πρωτοφανές εγχείρημα της γενικής και συνολικής τηλεκπαίδευσης, της παροχής δηλαδή αποκλειστικά εξ αποστάσεως εκπαίδευσης σε σύγχρονη και ασύγχρονη μορφή για όλες τις πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες σχολικές δομές πλην των ειδικών σχολείων. Κι αν η ίδια διαδικασία είχε υλοποιηθεί στο τέλος της περσινής σχολικής χρονιάς, οι διαφορές είναι προφανείς και ουσιαστικές: αυτή τη φορά είμαστε στην αρχή του σχολικού έτους, η παρακολούθηση είναι υποχρεωτική, η ύλη σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα «τρέχει» κανονικά, όπως ακριβώς θα συνέβαινε, αν συνεχιζόταν η διά ζώσης διδασκαλία και το κυριότερο, όσο κι αν το απευχόμαστε, διαφαίνεται ότι θα διαρκέσει περισσότερο από όσο φανταζόμασταν αρχικά.
Οι αντιξοότητες, όμως, του εγχειρήματος είναι ακόμη πιο εμφανείς: σοβαρά τεχνικά ζητήματα τα οποία, βέβαια, προϊόντος του χρόνου αντιμετωπίζονται, διόλου ευκαταφρόνητη έως δυσεπίλυτη έλλειψη σε υποδομές και αναγκαίο τεχνολογικό εξοπλισμό τόσο για πολλούς μαθητές όσο και για τους ίδιους τους διδάσκοντες, ελλιπής έως ανύπαρκτη επίσημη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών ως προς τη χρήση και αξιοποίηση των ποικίλων εργαλείων στο νέο εκπαιδευτικό πλαίσιο, ηθικά ζητήματα ως προς την ισότητα παρεχόμενων ευκαιριών, αποτελούν τα βασικότερα προβλήματα που ορθώνουν δυσκατάβλητα εμπόδια στη νέα, ψηφιακής φύσεως, εκπαιδευτική καθημερινότητα.
Ωστόσο, η -ανέλπιστα- θετική προέκταση στην πρωτόγνωρη περίσταση εντοπίζεται αλλού: για πρώτη φορά, τουλάχιστον σε τόσο εμφανές επίπεδο και με τόσο ηχηρό τρόπο, παρατηρείται η ουσιαστική ενίσχυση του ενδιαφέροντος όλων των εμπλεκόμενων (μαθητών, γονέων, μέσων μαζικής ενημέρωσης και όλης της κοινωνίας) για το επίπεδο της εξ αποστάσεως διδασκαλίας και για την ανεύρεση των απαραίτητων μεθόδων που θα οδηγήσουν στη γνησιότερη δυνατή βελτίωση των διδακτικών τεχνικών και των μαθησιακών αποτελεσμάτων.
Και σε αυτό το σημείο έγκειται η σπουδαιότητα του -ούτως ή άλλως σημαίνοντος- ρόλου των εκπαιδευτικών. Η συντριπτική πλειονότητά τους έχει κατορθώσει σε συντομότατο χρονικό διάστημα να διαχειριστεί άμεσα τις αιφνιδιαστικές μεταβολές, να προσαρμοστεί αποτελεσματικά σε τόσο δυσμενείς και απαιτητικές συνθήκες και να αρθεί με θαυμαστή επιτυχία στο ύψος των κρίσιμων περιστάσεων. Χάρη στη φιλοτιμία, την ευσυνειδησία και την υψηλή συναίσθηση ηθικού χρέους οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων, από το νηπιαγωγείο μέχρι το λύκειο, κατάφεραν να μπουν για τα καλά σε όλα τα σπίτια, να αναδειχθούν σε αναπόσπαστο «ψηφιακό» μέλος του οικογενειακού περιβάλλοντος και να εκτίθενται συστηματικά, αδιάλειπτα και όσο γίνεται πιο έντονα, διδάσκοντας με τον πιο ανοιχτό τρόπο που θα μπορούσε να υπάρξει και αποδεικνύοντας με τον πιο εναργή τρόπο την πολυπλοκότητα του εγχειρήματος που επιτελούν και την αξία του φορτίου που αγόγγυστα και με πολλή προθυμία κουβαλούν.
Τελικά, αν ο σπουδαίος Ιρλανδός ποιητής W. Yeats είχε όντως δίκιο λέγοντας πριν από έναν αιώνα περίπου ότι «εκπαίδευση δεν είναι το γέμισμα ενός κουβά, αλλά το άναμμα μιας φλόγας», τότε η εκπαιδευτική κοινότητα του τόπου έχει αρπάξει το φλογοβόλο όπλο της και μέσα στις γενικότερες ζοφερές συγκυρίες αγωνίζεται με σθένος και αποφασιστικότητα να κρατήσει αναμμένες τις συνειδήσεις των μαθητών και να διατηρήσει άσβεστες τις ελπίδες ευοίωνων προοπτικών για όλους!